Σαπφώ η λυρική –ερωτική ποιήτρια . Ας κοινωνήσουμε τους στίχους της σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη και Ι.Θ. Κακριδή

Σαπφώ η λυρική –ερωτική ποιήτρια . Ας κοινωνήσουμε τους στίχους της σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη και Ι.Θ. Κακριδή





«Ατθίδα»
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
'Ηρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Από το γάλα πιο λευκή
απ' το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή
απ' το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική...
**

«Θεός μου φαίνεται…»
Θεός μου φαίνεται στ’  αλήθεια εμένα 'κείνος
ο άντρας που κάθεται αντίκρυ σου κι από
κοντά τη γλύκα της φωνής σου απολαμβάνει,
και το γέλιο σου, αχ, που ξελογιάζει
και που λιώνει στο στήθος την καρδιά μου,
σου τ΄ ορκίζομαι, γιατί μόλις που πάω να 
σε κοιτάξω νιώθω ξάφνου να μου κόβεται η μιλιά μου,
μες στο στόμα η γλώσσα μου στεγνώνει,
πυρετός κρυφός με σιγοκαίει,
κι  ούτε βλέπω τίποτα ούτε ακούω,
μα βουίζουν τ΄ αυτιά μου κι ένας κρύος ιδρώτας
το κορμί μου περιχάει,
τρέμω σύγκορμη, αχ,
και πρασινίζω σάν το χόρτο, και λέω πώς λίγο ακόμη,
λίγο ακόμη και πάει, θα ξεψυχήσω.
**

«Αποχαιρετισμός στη μαθήτρια»
Να 'σαι ευτυχισμένη, πήγαινε, άλλωστε τίποτα δε διαρκεί.
Να θυμάσαι όμως πάντα πόσο σ' αγάπησα,
κρατιόμασταν χέρι χέρι μέσα στη νύχτα που ευωδίαζε,
πηγαίναμε στην πηγή ή τριγυρίζαμε στους λόγγους
κι έφτιαχνα για το λαιμό σου γιρλάντες μεθυστικές.
**

 
 «Κέλομαι σε Γογγύλα»
Σε φωνάζω Γογγύλα
Φανερώσου πάλι κοντά μου
Το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,
νά 'ξερες τους πόθους που σε τριγυρίζουν
όμορφη, και πώς χαίρομαι που δεν είμαι εγώ,
μα η ίδια η Αφροδίτη που σε μαλώνει.
**
 
Σε μετάφραση  Ι.Θ. Κακριδή:
«Ωδή στην Αφροδίτη»
Σε στολισμένο θρόνο εσύ που κάθεσαι
και πλέκεις δόλους, Αφροδίτη αθάνατη,
μη βασανίζεις την ψυχή μου, Δέσποινα,
με έγνοιες και βάσανα·
μόν’ έλα εδώ, όπως ήρθες κι άλλοτε,
που από μακριά το κάλεσμά μου τ’ άκουσες
κι αφήκες το παλάτι του πατέρα σου,
κι’ έζεψες να ’ρθεις
το χρυσό σου το αμάξι. Κι όμορφα σου το ’σέρναν
γοργά στρουθιά φτεροκοπώντας σβέλτα
από ψηλά, στη μαύρη γης ολόγυρα,
μες στον αιθέρα.
Σε λίγο φτάσαν. Τότε εσύ, ω μακάρια,
με την αθάνατη όψη χαμογέλασες
και ρώτησες σαν τι έχω πάθει πάλι,
γιατί σε κράζω·
τί λαχταράει η καρδιά μου η ξέφρενη
τόσο πολύ· ποιαν η Πειθώ γυρεύεις,
Ψάπφα, να φέρει πάλι στην αγάπη σου,
σαν ποια σ’ αδίκησε;
Φεύγει; Σε λίγο θα σε κυνηγήσει·
δεν παίρνει δώρα; Γρήγορα θα δώσει·
δεν αγαπά; Σε λίγο θ’ αγαπήσει,
θέλει δε θέλει!
Έλα, θεά, και τώρα, γλίτωσέ με
απ’ τη βαριά την έγνοια, κάνε μού τα
τα όσα ποθεί η καρδιά να γίνουν, έλα ατή σου
διαφέντεψέ με!
**

 
«Οον τ γλυκύμαλον»
Καθώς το μήλο το γλυκό,
που στου κλαδιού την άκρη κοκκινίζει,
ψηλά, ψηλά στο ακρόκλωνο·
το δίχως άλλο το λησμόνησαν
την ώρα που ’κοβαν τα μήλα...
Αχ όχι, δεν το απολησμόνησαν,
μόνο που δεν μπορούσαν να το φτάσουν!
**

 

«Κατθάνοισα δ κείσηι»
Θα πεθάνεις και θα κείτεσαι, και μήτε
θ’ απομείνει η θύμησή σου σε κανέναν,
μήτε και καημός για σέ, τι οι Μούσες σού ’χουν
της Πιερίας αρνηθεί τα ρόδα, κι έτσι
και στον Κάτω Κόσμο ασήμαντη θα μείνεις,
σα βρεθείς με τις σκιές των πεθαμένων.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια