Αρθούρος Ρεμπώ (20 Οκτωβρίου 1854 - 10 Νοεμβρίου 1891)

Αρθούρος Ρεμπώ (20 Οκτωβρίου 1854 - 10 Νοεμβρίου 1891)

                 




                            









Ο Ζαν-Νικολά-Αρτύρ Ρεμπώ ή  (Arthur Rimbaud),  ήταν Γάλλος ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους  εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην  τρυφερή ηλικία των είκοσι ετών.
Ο Αντρέ Μπετόν έγραψε γι’αυτόν:
 «Ένας αληθινός θεός της εφηβείας.»


 
Και ο   Χένρυ Μίλλερ:
 « Ο Ρεμπώ ξανάφερε τη λογοτεχνία μέσα στη ζωή. »
Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές «Εκλάμψεις» και  «Μια Εποχή στην Κόλαση».
 Η τελευταία  μάλιστα ποιητική συλλογή, υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του Ρεμπώ που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.
 Μάλιστα ο  Κάρλ Σαπίρο  την χαρακτήρισε:
«Είναι αναμφισβήτητα το αριστούργημα της εφηβείας – της ηλικίας των κακοποιών. Ίσως να μην υπάρχει κάτι παρόμοιο σε καμίαν άλλη λογοτεχνία.
 Το πλησιέστερο μ' αυτήν βιβλίο στην αγγλική γλώσσα είναι η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», ένα άλλο έργο που μόνο οι αθώοι μπορούν να εννοήσουν. »
Βιογραφικό του  του  Νικολά-Αρτύρ Ρεμπώ ή  (Arthur Rimbaud

Ο Arthur Rimbaud  γεννήθηκε  στη Γαλλική αγροτική πόλη Σαρλβίλ των Αρδεννών,   στις 20 Οκτωβρίου 1854 όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, πριν ξεκινήσει η πολύχρονη περιπλάνηση του σε πολυάριθμες πόλεις της Ευρώπης.
 Από μικρός εκφράζεται με ωριμότητα σπάνια για την ηλικία του  μόλις δέκα χρονών γράφει το κείμενο "Ο ήλιος ήταν ακόμα ζεστός...". Γύρω στα δεκατέσσερα, συνθέτει τέλειους στίχους στα λατινικά που δημοσιεύονται και βραβεύονται. Το 1869 γράφει το πρώτο του ποίημα στα γαλλικά "Τα πρωτοχρονιάτικα δώρα των ορφανών", που δημοσιεύεται σε περιοδικό.
Το 1870 γράφει πολλά ποιήματα σε στίχο, που προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον στους γνωστούς ποιητές της εποχής.
 Το καλοκαίρι αυτής της χρονιάς το σκάει από το σπίτι του για το Παρίσι, ελπίζοντας να δει από κοντά την πτώση του Ναπολέοντα του τρίτου· στο τρένο συλλαμβάνεται γιατί δεν έχει να πληρώσει το εισιτήριο και φυλακίζεται. Λίγες μέρες μετά γυρίζει σπίτι του, από  όπου ξαναφεύγει αμέσως για το Βέλγιο με τα πόδια, θέλοντας να δουλέψει σαν δημοσιογράφος.
Φτάνει μέχρι τις Βρυξέλλες, αλλά απογοητευμένος από τη δημοσιογραφία την εγκαταλείπει.
Στο διάστημα αυτό γράφει μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του. Το 1871 διαβάζει βιβλία μαγείας και σοσιαλιστικά συγγράμματα. Τρίτη φυγή· στο Παρίσι όπου τριγυρίζει για δεκαπέντε μέρες. Καταστρώνει ένα σχέδιο κομμουνιστικού συντάγματος που το χειρόγραφό του χάθηκε.
Την άνοιξη αυτής της χρονιάς αναπτύσσει σε δύο γράμματα σε φίλους του, τις επαναστατικές ιδέες του για την ποίηση.
Περνά μια έντονη κρίση αντιχριστιανισμού. Αρχίζει να γράφει πεζά ποιήματα. Αυτό το χρόνο (1871), γράφονται "Οι ερημιές του έρωτα" που περιέχουν τρία μόνο κομμάτια.
Το Σεπτέμβριο του 1871 ο Verlaine τον καλεί να μείνει μαζί του στο Παρίσι και ο δεκαπεντάχρονος ποιητής έρχεται παίρνοτας μαζί τα ποιήματά του· μέσα σ αυτά είναι το "Μεθυσμένο καράβι" που μόλις έγραψε. Ένα διάστημα μένει στο σπίτι του. Οι δύο ποιητές συνδέονται στενά· ο δεσμός τους είναι πολυτάραχος.
Το Μάρτιο του 1872 ο Rimbaud γυρίζει στη Charleville όπου γράφει τα τελευταία του ποιήματα σε στίχο.
 Τον Ιούλιο φεύγει για το Βέλγιο και ο Verlaine τον ακολουθεί, εγκαταλείποντας τη γυναίκα του. Το Δεκέμβριο ο Rimbaud γυρίζει στο πατρικό του σπίτι.
Οι μελετητές διαφωνούν σχετικά με τη χρονολόγηση της συλλογής "Φωτισμοί". Κατά τον Verlaine που τη δημοσίευσε πρώτος το 1886, γράφτηκε μεταξύ 1873-1875. Κατά τον Ernest Delahaye μεταξύ 1872-1873, πριν από την συλλογή "Μια εποχή στην κόλαση" σύμφωνα με μια τρίτη άποψη (Gustave Kahn), ένα μέρος της γράφτηκε πριν και το υπόλοιπο μετά. Ο τίτλος "Φωτισμοί" αποδίδεται από τον Verlaine στον Rrimbaud, αλλά στο χειρόγραφο δεν είναι γραμμένος με το χέρι του ποιητή.
Τον Ιούλιο του 1873, στις Βρυξέλλες, ο Rimbaud δηλώνει στον Verlaine ότι θέλει να διακόψει το δεσμό τους, αυτός τον πυροβολεί τραυματίζοντάς τον ελαφρά και καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλακή.
Η συλλογή "Μια εποχή στην κόλαση" γράφεται μεταξύ Απριλίου - Αυγούστου του 1873. Τυπώνεται στις Βρυξέλλες τον ίδιο χρόνο σε 500 αντίτυπα. Στον ποιητή έστειλαν μερικά που έδωσε σε φίλους του και επειδή δεν πλήρωσε τα έξοδα της έκδοσης, τα υπόλοιπα έμειναν στο τυπογραφείο. Βρέθηκαν το 1901 και προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση, γιατί κυκλοφορούσε η φήμη ότι τα είχε κάψει ο ίδιος ο ποιητής.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, περιπλανήθηκε στην βορειοανατολική Αφρική όπου εργάστηκε  σαν  έμπορος και εξερευνητής, την ίδια περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο του μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού.
Το 1883 η Γαλλική Γεωγραφική Εταιρία δημοσιεύει τις ανακαλύψεις του. Διασχίζοντας την Αβησσυνία φτάνει το 1887 στο Harrar δίνοντας σημαντικά στοιχεία για τις εξερευνήσεις του.
 Μετά από συνεχείς περιπέτειες, κακουχίες και στερήσεις, του παρουσιάζεται ένας όγκος στο δεξί πόδι και γυρίζει στη Γαλλία, βαριά άρρωστος.
 Πεθαίνει στις 10 Νοεμβρίου 1891 σε ηλικία τριάντα επτά ετών.
(Στην φωτογραφία είναι ο τάφος του Ρεμπώ)


Για το έργο του Ρεμπώ:
Τόσο το λογοτεχνικό του έργο, όσο και και η περιπετειώδης ζωή του, διαμόρφωσαν την εικόνα ενός επαναστατικού καλλιτέχνη.
Ο Ρεμπώ χαρακτηρίστηκε από τον Αλμπέρ Καμύ :
 Ο «ποιητής της εξέγερσης, και μάλιστα ο σημαντικότερος απ' όλους».
 Ο ποιητής αποτέλεσε  είδωλο των φοιτητών του Μάη του '68, διανοούμενων μουσικών ή ακόμα του κινήματος των ομοφυλόφιλων, εισάγοντας τα ρομαντικά ιδεώδη στον 20ο αιώνα.
Μέχρι  και  το θάνατό του, ο Ρεμπώ ήταν γνωστός, μονάχα σε  περιορισμένο λογοτεχνικό κύκλο της αβάν-γκαρντ.
Αρκετοί ποιητές του 20ού αιώνα επηρεάστηκαν από το έργο του, και ειδικότερα από την ελεύθερη φόρμα της ποίησής του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται ένας από τους «πατέρες» του μοντερνισμού. Σημαντική επιρροή άσκησε στους Γάλλους υπερρεαλιστές, με τον Αντρέ Μπρετόν να τον ονομάζει «σουρρεαλιστή στην πρακτική της ζωής και αλλού», ενώ συχνά αναφέρεται και ως επιρροή των συγγραφέων της μπητ γενιάς.


Ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, εξέφρασε το δικό του θαυμασμό για το έργο και την προσωπικότητα του Ρεμπώ, στο βιβλίο του Ο Καιρός των Δολοφόνων (1956).
Πολλά έχουν γραφτεί για τη ζωή του Γάλλου ποιητή, πολλά περισσότερα τουλάχιστον από τον αριθμό των ποιημάτων που δημοσίευσε. Η επιστολή του Ρεμπό προς τον Πωλ Ντεμενύ, στις 15 Οκτωβρίου του 1871, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα κείμενά του, με αντικείμενο το ρόλο της ποίησης, όπως τον αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Σύμφωνα με τον Ρεμπό, ο αληθινός ποιητής αποτελούσε ένα είδος προφήτη, ικανό να διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας το άγνωστο. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, την καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του, ώστε τελικά να δημιουργήσει μία «οικουμενική γλώσσα».
Ο ποιητής, κατά τον Ρεμπώ, θα γινόταν «προφήτης» μέσω μίας «μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων», υπονομεύοντας συστηματικά την καθιερωμένη και συμβατική λειτουργία τους.
Η συμβίωση του Ρεμπώ με τον ποιητή Πωλ Βερλαίν ήταν αρκετά προβληματική.
Σε κατάσταση μέθης και μετά  από έντονη διαφωνία των 2 εραστών, ο Βερλαίν,  πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Ρεμπό στο αριστερό του χέρι, πάνω από τον καρπό.
Για την πράξη του καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 200 φράγκων, που αποτελούσε τη μέγιστη δυνατή ποινή. Έφυγε από τη ζωή στις 10 Νοεμβρίου του 1891 σε ηλικία 37 ετών.
Στην επιτύμβια πλάκα του τάφου του αναγράφεται εκτός από το όνομα, την ηλικία του και την ημερομηνία θανάτου του, η φράση «Προσευχηθείτε για αυτόν». Μετά το θάνατό, του η αδερφή του Ιζαμπέλ Ρεμπώ είδε, έντρομη, τις εφημερίδες να παρουσιάζουν τον αδελφό της ως έναν πρόστυχο ομοφυλόφιλο τρομοκράτη. «Πόσο πιθανό είναι ένα αγόρι μεταξύ δεκαπέντε και δεκαέξι ετών να υπήρξε ο κακός δαίμονας του Βερλαίν, που ήταν κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερός του;» αναρωτιόταν.
Μέχρι πρότινος, ο Ρεμπώ είχε χαραχθεί στη μνήμη του αναγνωστικού κοινού ως μία αέναη εφηβική μορφή, καθώς όλα τα μετέπειτα πορτρέτα του έδειχναν τη θολή απεικόνιση του. Όμως μια ασπρόμαυρη καρτ-ποστάλ του 1880, που βρέθηκε τυχαία σε ένα παλαιοπωλείου του Παρισιού έφερε στο φως για πρώτη φορά, τόσο καθαρά, το πρόσωπο του ποιητή στην ενήλικη ζωή του.
Η ποίηση και σεξουαλική αντισυμβατικότητα του Ρεμπώ ενέπνευσαν διάσημους καλλιτέχνες όπως ο Τζιμ Μόρισον, ο Μπομπ Ντίλαν, ο Τζον Λένον και η Πάτι Σμιθ. Η σχέση Ρεμπώ και Βερλέν μεταφέρθηκε το 1995 στη μεγάλη οθόνη με την ταινία Καταραμένη σχέση (Total eclipse), σε σκηνοθεσία Ανιέσκα Χόλαντ και πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Στη μουσική, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν μελοποίησε τμήμα των Εκλάμψεων ,  σε ένα σύνολο τραγουδιών για σοπράνο ή τενόρο.
Στον ελληνικό χώρο, ο Γιώργος Καρράς μαζί με τον Γιάννη Αγγελάκα και άλλους μουσικούς, μελοποίησαν το ποίημα Μια Εποχή Στην Κόλαση στο δίσκο τους Υπέροχο Τίποτα, ενώ ο Θάνος Μικρούτσικος ολοκλήρωσε το 1987 την όπερα «Μια εποχή στην κόλαση» όπου απαγγέλλει ο Γιώργος Κιμούλης με έντονα στοιχεία δραματικότητας, λυρικότητας και σαρκασμού.
To 2015 εκδόθηκε από τον Γαβριηλίδη το θεατρικό με τίτλο "Σαρλβίλ" του συγγραφέα Αχιλλέα Κούμπου με αφορμή τη ζωή του Ρεμπώ. Το κείμενο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης τον Μάιο του 2014.


( Στη φωτογραφία χειρόγραφο του ποιητή)

Χαρακτηριστικά  κείμενα του   Νικολά-Αρτύρ Ρεμπώ -
(Arthur Rimbaud) σε μετάφραση Γιάννη Αντιόχου
«Πρωί




 Μήπως μια φορά δεν είχα νιότη αξιαγάπητη, ηρωική, μυθική, χαραγμένη σε φύλλα χρυσού, τόσο τυχερός! Για ποιο κρίμα, ποιο λάθος  με την παρούσα αδυναμία μου πληρώνω;  Συ που ισχυρίστηκες ότι τα ζώα τη θλίψη τους με αναφιλητά δηλώνουν, ότι οι ασθενείς απελπίζονται, ότι οι νεκροί απ΄ εφιάλτες κατατρέχονται, προσπάθησε να αφηγηθείς την πτώση και τον ύπνο μου. Όσο για μένα, δεν μπορώ να με φανταστώ σαν τον επαίτη με τ΄ αδιάκοπα Πάτερ ημών και τα Ave Maria. Να μιλώ, άλλο δεν μπορώ.
Ωστόσο, σήμερα, σκέφτηκα να τελειώσω την εξιστόρηση της κόλασης μου. Κι ήταν στα σίγουρα η Κόλαση, η αρχαία κόλαση, αυτή που ο Υιός του ανθρώπου άνοιξε τις πύλες της.
Από την ίδια έρημο, την ίδια νύχτα, πάντα τα εξαντλημένα μάτια μου ξυπνούν στο ασημένιο αστέρι, πάντοτε, χωρίς να των Βασιλιάδων της ζωής συγκίνηση, οι τρεις μάγοι, η καρδιά, η ψυχή, το πνεύμα.
Πότε θα φύγουμε πέρα απ΄ τις ακτές και τα βουνά, να χαιρετίσουμε τη γέννηση του νέου μόχθου, της νέας σοφίας, τη φυγή των τυράννων και των δαιμόνων, το τέλος της προκατάληψης, να λατρέψουμε – πρώτοι εμείς! – Χριστού τη γέννηση στη γη.
Το ουράνιο τραγούδι, η πορεία των λαών!
Σκλάβοι, μην καταριόμαστε τη ζωή.

"Κάποτε, εαν ενθυμούμαι καλώς"

Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, με συμπόσιο έμοιαζε η ζωή μου, όπου κάθε καρδιά ανοίχθηκε και κάθε λογής κρασί έτρεξε.
Ένα βράδυ, κάθισα την Ομορφιά στα πόδια μου  -και τη βρήκα πικρή -και τη βεβήλωσα.
Όρθωσα το ανάστημα μου ενάντια στη δικαιοσύνη.
Τράπηκα σε φυγή. Ω Μάγισσες, Ω Δυστυχία, Ω Μίσος , είναι που σε σας τον θησαυρό μου εμπιστεύθηκα.
Κατάφερα να εξαφανίσω μέσα μου, όλη την ανθρώπινη ελπίδα. Με δρασκέλισμα αθόρυβο, κτήνους βαρύθυμου, έπνιξα κάθε ευχαρίστηση.
Κάλεσα τους δήμιους για να αφανιστώ, μασώντας τις κάνες των όπλων τους.
 Επικαλέστηκα τους λοιμούς για να με πνίξουν σ’ άμμο και αίμα. Η Δυστυχία ήταν ο Θεός μου..
Στη λάσπη ξάπλωσα στεγνώνοντας τη σάρκα μου με μιαρό αέρα. Υποδύθηκα τον ανόητο ως του σημείου παραφροσύνης.
Και η άνοιξη μου έφερε το τρομώδες γέλιο ενός ηλίθιου.
Εντούτοις, όταν ήμουν έτοιμος να κοάξω! Σκέφτηκα στα παλαιά συμπόσια να ψάξω το κλειδί, μήπως και βρω ξανά την όρεξη μου.
Η Φιλανθρωπία είναι το κλειδί. Τούτη η έμπνευση καταδεικνύει ότι ονειρεύτηκα.
« Θα παραμείνεις Ύαινα, και όλα τα άλλα…» κραυγάζει ο δαίμονας που κάποτε με έστεψε με τέτοιας λογής όμορφες παπαρούνες. Ψάξε το Θάνατο με όλες τις κεφαλαιώδεις επιθυμίες σου, και τον εγωισμό σου ολάκερο, και μ΄ όλες σου τις αμαρτίες».
Α! Επαρκής είμαι απ’ αυτά: Αλλά, Αγαπημένε Σατανά, σας ικετεύω, μη δείχνεται τόσο ενοχλημένος·  και καθώς αναμένεται μερικά καθυστερημένα σημάδια δειλίας, δεδομένου ότι εκτιμάται σε έναν συγγραφέα την έλλειψη περιγραφικής ή διδακτικής ενόρμησης, σας επισυνάπτω τούτες τις ειδεχθείς σελίδες  από το ημερολόγιο μιας καταραμένης ψυχής.
«Αποχαιρετισμός»


Φθινόπωρο κιόλας! – Μα γιατί η λύπη για τον ήλιο τον αιώνιο, όταν με την αναζήτηση της θεϊκής διαύγειας καταγινόμαστε – πολύ μακρύτερα απ΄ όλους αυτούς που παρέρχονται με τις εποχές.
Φθινόπωρο. Κι η βάρκα μας  απάνου σε ακίνητες ομίχλες, πισωγυρίζει στης δυστυχίας το λιμάνι, στη θεόρατη πόλη μ’ ουρανό βαμμένο λάσπη και φωτιά. Α! τα δυσώδη κουρέλια, το μουλιασμένο με βροχή ψωμί, το μεθύσι, οι χίλιοι έρωτες που με σταύρωσαν! Πότε επιτέλους θα αποκάμει τούτη η αιματορουφίχτρα, των μυριάδων ψυχών και πτωμάτων, βασίλισσα, που θα κριθούν! Βλέπω ξανά τον εαυτό μου, η σάρκα μου διαβρωμένη απ’ τη λάσπη και την πανούκλα, σκουλήκια γεμάτα τα μαλλιά κι οι μασχάλες μου κι ακόμα μεγαλύτερα σκουλήκια στην καρδιά μου, ξαπλωμένα μεταξύ αγνώστων δίχως ηλικία, δίχως αίσθημα…Θα μπορούσα να είχα πεθάνει εκεί…Φρικτή μνήμη! Απεχθάνομαι την μιζέρια.

Και τρέμω το χειμώνα, επειδή της άνεσης χαρακτηρίζεται εποχή!

-Μερικές φορές βλέπω στον ουρανό ατέλειωτες ακτές καλυμμένες λευκών εθνών. Απάνω μου, ένα μεγαλοπρεπές χρυσό πλεούμενο, ανεμίζει τις πολύχρωμες σημαίες του στου πρωινού την αύρα. Δημιούργησα κάθε ξεφάντωμα, κάθε θρίαμβο, κάθε δράμα. Προσπάθησα ν’ ανακαλύψω νέα άνθη, νέα αστέρια, νέα σάρκα, νέες διαλέκτους. Πίστεψα πως υπερφυσικές δυνάμεις θα αποκτούσα. Α, καλά! Θα πρέπει να θάψω την φαντασία και τις αναμνήσεις μου! Η ωραία δόξα του καλλιτέχνη και του παραμυθά πάει περίπατο!

Εγώ! Εγώ που ονόμασα τον εαυτό μου μάγο ή άγγελο, χωρίς ηθικούς φραγμούς, επέστρεψα στο χώμα αποζητώντας μια σθεναρή πραγματικότητα να υιοθετήσω! Χωριάτη!

Εξαπατήθηκα; Μπορεί η φιλανθρωπία να είναι η αδελφή του θανάτου για με;

Εν τάχη θα ζητήσω συγχώρεση επειδή ανατράφηκα με ψέματα. Και τώρα ας πηγαίνουμε.
Μα ούτε ένα χέρι φιλικό. Και που να ψάξω βοήθεια;
Αλήθεια, η νέα ώρα είναι το λιγότερο άτεγκτη.
Για αυτό μπορώ να πω ότι η νίκη κερδίσθηκε: ο τριγμός των οδόντων, το σύριγμα της φωτιάς, οι στεναγμοί της μόλυνσης  μετριάζονται. Κάθε ανόητη μνήμη μου εξασθενίζει. Οι τελευταίες μου απογοητεύσεις απομακρύνονται – ζήλια των ζητιάνων, των ληστών, των νεκρόφιλων, του κάθε είδους υπανάπτυκτων – καταραμένοι, εάν επρόκειτο να πάρω εκδίκηση!
Κάποιος οφείλει να είναι απόλυτα σύγχρονος.
Κανένα άσμα ασμάτων: κράτησε το κερδισμένο έδαφος. Δύσκολη νύχτα! Το ξεραμένο αίμα καπνίζει στο πρόσωπο μου, και τίποτα δεν άφησα πίσω μου παρ’ εκτός του φριχτού τούτου χαμόδεντρου!… Οι πνευματικές μάχες είναι τόσο βάναυσες όσο και των ανθρώπων ο πόλεμος: αλλά το όραμα της δικαιοσύνης  είναι μόνο θέλημα Θεού.
Και στο μεταξύ, τούτη είναι η παραμονή. Ας καλωσορίσουμε κάθε εισροή ζωτικότητας και αληθινής ευαισθησίας. Και την αυγή, οπλισμένοι με φλογερή υπομονή σε μεγαλοπρεπείς πόλεις θα εισέλθουμε.
Γιατί μίλησα για ένα χέρι φιλικό; Ένα μεγάλο μου πλεονέκτημα είναι ότι τώρα μπορώ να γελώ με τους παλιούς ψευδείς μου έρωτες, και να ντροπιάζω εκείνα τ’ άτιμα ζευγάρια – εκεί πίσω αντίκρισα την κόλαση κάθε γυναίκας- και θα’ ναι θεμιτό τώρα να κατέχω την αλήθεια μέσα σ’ ένα σώμα και μια ψυχή.
Δείτε τα λόγια Σοφίας του Ρεμπώ στον σύνδεσμο:






Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια