Αφιέρωμα στον Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε - Friedrich Wilhelm Nietzsche- στον Γερμανό φιλόσοφο, ποιητή, συνθέτη και φιλόλογο.

Αφιέρωμα στον Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε - Friedrich Wilhelm Nietzsche- στον Γερμανό φιλόσοφο, ποιητή, συνθέτη και φιλόλογο.







Στις 15 Οκτωβρίου του 1844, ήρθε  στη  Ζωή, ο Γερμανός φιλόσοφος ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος Φρήντριχ Νίτσε, του οποίου η σκέψη επηρέασε σημαντικά μετέπειτα φιλοσόφους, λογοτέχνες και καλλιτέχνες και έθεσε νέες βάσεις στις υπαρξιακές ανησυχίες για τον άνθρωπο, τη φύση του και τα συστήματα του.
Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν τον "θάνατο του Θεού", την ύπαρξη του υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό καθώς και την θεωρία της ηθικής κυρίων - δούλων.
       




 Αφιέρωμα στον Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε - Friedrich Wilhelm Nietzsche-
             στον   Γερμανό φιλόσοφο, ποιητή, συνθέτη και φιλόλογο.





Σαν σήμερα, στις 15 Οκτωβρίου του 1844, ήρθε  στη  Ζωή, ο Γερμανός φιλόσοφος ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος Φρήντριχ Νίτσε, του οποίου η σκέψη επηρέασε σημαντικά μετέπειτα φιλοσόφους, λογοτέχνες και καλλιτέχνες και έθεσε νέες βάσεις στις υπαρξιακές ανησυχίες για τον άνθρωπο, τη φύση του και τα συστήματα του.
Υπήρξε δριμύτατος επικριτής των κατεστημένων σκέψεων και τάξεων, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού.
Ο Νίτσε έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στην θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, την φιλοσοφία και τις επιστήμες.
Πληθώρα συγγραμμάτων του γράφτηκαν με οξύ και επιθετικό ύφος, χρησιμοποιώντας ευρέως αφορισμούς.
Οι αφορισμοί του είναι δυνατοί, αλλά το σύνολο του έργου του έχει μικρότερη βαρύτητα στις μέρες μας.
Οι ιδέες του για τον Υπεράνθρωπο επηρέασαν -μεταξύ άλλων- και τον Χίτλερ.
Σπουδαιότερα έργα του: "Τάδε έφη Ζαρατούστρα", " Η Θέληση της Δύναμης", " Η Γέννηση της Τραγωδίας", "Πέραν του Καλού και του Κακού", " Ecce Homo".
Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν τον "θάνατο του Θεού", την ύπαρξη του υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό καθώς και την θεωρία της ηθικής κυρίων - δούλων. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Η ριζική αμφισβήτηση από μέρους του της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας έχει οδηγήσει σε αμέτρητες διαμάχες και η επίδρασή του παραμένει ουσιαστική, κυρίως στους κλάδους του υπαρξισμού, του μεταμοντερνισμού και του μεταστρουκτουραλισμού.

Μικρό βιογραφικό:
Ο Φρίντριχ Νίτσε γεννήθηκε το 1844 στο Ρέκεν, κοντά στη Λειψία. Σε ηλικία πέντε ετών έχασε τον πατέρα του, προτεστάντη πάστορα. Έπειτα από λαμπρές σπουδές κλασικής φιλολογίας στη Βόννη και στη Λειψία, έγινε, σε ηλικία εικοσιπέντε ετών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας.
Εκείνη την εποχή γνώρισε το έργο του φιλόσοφου Σοπενάουερ και συνδέθηκε φιλικά με τον μουσικοσυνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Η φιλία τους θα διαρκέσει χρόνια μέχρι τη στιγμή που οι προοδευτικές ιδέες του Νίτσε θα έρχονταν σε σύγκρουση με τη θρησκοληψία, το σωβινισμό και τον αντισημιτισμό του Βάγκνερκαι ο Νίτσε θα χαράξει το δικό του δρόμο.
 Παραιτείται από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο, απομακρύνεται από τις θεωρίες του Σοπενάουερ και διακόπτει τη σχέση του με τον Βάγκνερ. Ζώντας περιπλανώμενη ζωή, σε μικρές πανσιόν της Ελβετίας, της Ιταλίας και της νότιας Γαλλίας, αφοσιώνεται στην κριτική της μεταφυσικής, της ηθικής, της θρησκείας και των άλλων πλευρών του δυτικού πολιτισμού γράφοντας ασταμάτητα.
Έργα του η "Γέννηση της τραγωδίας" (1872), οι "Παράκαιροι στοχασμοί" (1873-1876), το "Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο" (1878-1879), η "Χαραυγή" (1881), η "Χαρούμενη γνώση" (1882), το "Πέρα από το καλό και το κακό" (1886), η "Γενεαλογία της ηθικής" (1887), το "Λυκόφως των ειδώλων" (1888), ο "Αντίχριστος" (1888), το "Ίδε ο άνθρωπος" (1888) και η ανολοκλήρωτη "Θέληση για δύναμη" (1883-1888). Ανάμεσά τους το κορυφαίο του, το "Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα" (1883-1885).
Στις 25 Αυγούστου του 1900, σε ηλικία 56 ετών, ο Φρήντριχ Νίτσε πεθαίνει από εγκεφαλικό στην πόλη της Βαϊμάρης, αφού πέρασε τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του έχοντας χαμένα τα λογικά του, με "παραλυτική ψυχική διαταραχή".
 

Το έργο του:
Ολόκληρο το Νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφοδρά να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.
Όταν πέθανε στα 1900 όμως, μόνος και τρελός, είχε την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν ριζωμένη βαθιά στη συνείδησή του η αδυναμία κατανόησης των «ασμάτων» του από τους άλλους: "Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';"
Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος δε σταμάτησαν ποτέ να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε για το τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».
Το έργο του Νίτσε διακρίνεται σε τρεις περιόδους. Αρχικά, φανερά επηρεασμένος από τον Σοπενχάουερ και το Βάγκνερ, διαπνεόταν από μία ρομαντική αντίληψη των πραγμάτων. Στη δεύτερη περίοδο, χειραφετημένος από τις επιρροές της πρώτης, ο Νίτσε πλέκει το εγκώμιο της λογικής και της επιστήμης, ανακλώντας την παράδοση των Γάλλων αφοριστών. Στην τρίτη και πιο ώριμη περίοδο, ο Γερμανός φιλόσοφος ασχολείται με το ζήτημα της καταγωγής και της λειτουργίας των αξιών στην ανθρώπινη ζωή. Ο Νίτσε προχώρησε σε μία ανάλυση και εκτίμηση των θεμελιωδών πολιτιστικών αξιών της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της ηθικής των καιρών του. Με τον όρο «μηδενισμός» εννόησε των υποβιβασμό των υψηλών αξιών της εποχή του, την οποία θεωρούσε ότι χαρακτηρίζει ο παθητικός μηδενισμός.
Ο Αδόλφος Χίτλερ βασίστηκε στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότερο.
Εξάλλου και ο ίδιος ο Νίτσε προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευτούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».

 (Στην παραπάνω φωτογραφία εικονίζεται ο Νίτσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, λίγο πριν πεθάνει.)

Λίγα λόγια για  το τέλος της ζωής του:


Στις 3 Ιανουαρίου του 1889 και ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο στο Τορίνο υπέστη νευρική κατάρρευση. Σύμφωνα με το Wikipedia, τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απολύτως εξακριβωμένα. Αλλά η επικρατέστερη εκδοχή είναι η εξής: ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και με δάκρυα στα μάτια, τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του ζώου και κατέρρευσε.

Τις μέρες που ακολούθησαν έστειλε επιστολές σε οικεία του πρόσωπα. Άλλοτε υπέγραφε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «ο Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και στη συνέχεια σε κλινική της Ιένας. Οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή».
Παραληρούσε και είχε παραισθήσεις. Αποκαλούσε τον εαυτό του Κάιζερ, δούκα Κάμπερλαντ, Φρειδερίκο Γουλιέλμος Δ’ και συχνά η συμπεριφορά του ήταν βίαιη. Τον Μάρτιο του 1890 επέστρεψε στο Νάουμπουργκ όπου μεγάλωσε.

Μετά το θάνατο της μητέρας του το 1897 μετακόμισε με την αδερφή του (που στο μεταξύ είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα από τα έργα του) στη Βαϊμάρη.
Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ακόμη ένα, πιο σοβαρό και τον Αύγουστο του 1900 πέθανε από πνευμονία.





Τι έγραψε ο Καζαντζάκης για τον Νίτσε:


Μια μέρα εκεί που διάβαζα σκυμμένος στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, μια κοπέλα με ζύγωσε κι έγειρε από πάνω μου. Κρατούσε ανοιχτό ένα βιβλίο κι είχε βάλει το χέρι της κάτω από τη φωτογραφία ενός αντρός που ‘χε το βιβλίο, για να κρύψει τ’ όνομά του, και με κοίταζε με κατάπληξη. -Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε δείχνοντάς μου την εικόνα. Σήκωσα τους ώμους: -Πώς θέλετε να ξέρω; Είπα.
-Μα είστε εσείς, έκαμε η κοπέλα, εσείς, απαράλλαχτος. Κοιτάχτε το μέτωπο, τα πυκνά φρύδια, τα βαθουλά μάτια. Μονάχα που αυτός είχε χοντρά κρεμαστά μουστάκια, κι εσείς δεν έχετε.
Κοίταξα αλαφιασμένος: -Ποιος είναι λοιπόν; Έκανα προσπαθώντας ν’ αναμερίσω το χέρι της κοπέλας, να δω τ’ όνομα.
-Δεν τον γνωρίζετε; Πρώτη φορά τον βλέπετε;
Ο Νίτσε! Ο Νίτσε! Είχα ακούσει τ’ όνομά του, μα δεν είχα ακόμα τίποτα διαβάσει δικό του.
-Δε διαβάσατε τη Γένεση της Τραγωδίας, το Ζαρατούστρα του; Για τον Αιώνιο Γυρισμό, για τον Υπεράνθρωπο;
-Τίποτα, τίποτα, απαντούσα ντροπιασμένος, τίποτα.
-Περιμένετε! Είπε κι έφυγε η κοπέλα πεταχτή.
Σε λίγο μου ‘φερνε το Ζαρατούστρα.
-Να, είπε γελώντας, να λιονταρίσια θροφή για το μυαλό σας – αν έχετε μυαλό. Κι αν το μυαλό σας πεινάει.
Ετούτη στάθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής μου. Εδώ, στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, με τη μεσολάβηση μιας άγνωστης φοιτήτριας, μου ‘χε στήσει καρτέρι η μοίρα μου. Εδώ με περίμενε, φλογερός, αιματωμένος, μεγάλος πολεμιστής, ο Αντίχριστος. Στην αρχή με κατατρόμαξε. Τίποτα δεν του ‘λειπε: αναίδεια κι αλαζονεία, μυαλό απροσκύνητο, λύσσα καταστροφής, σαρκασμός, κυνισμός, ανόσιο γέλιο, όλα τα νύχια, τα δόντια και τα φτερά του Εωσφόρου.
Μα με είχε συνεπάρει η ορμή του κι η περηφάνια, με είχε μεθύσει ο κίντυνος και βυθίζουμουν μέσα στο έργο του με λαχτάρα και τρόμο, σα να ‘μπαινα σε βουερή ζούγκλα, γεμάτη πεινασμένα θεριά και ζαλιστικά σερνικολούλουδα. Βιάζουμουν να τελειώσουν τα μαθήματα στη Σορβόννη, να βραδιάσει, να γυρίσω σπίτι, να ‘ρθει η σπιτονοικοκυρά να ανάψει το τζάκι και ν’ ανοίξω τα βιβλία του –πυργώνουνταν όλα απάνω στο τραπέζι μου– και να αρχίζω μαζί του το πάλεμα.
Σιγά σιγά είχα συνηθίσει τη φωνή του, την κομμένη ανάσα του, τις κραυγές του πόνου του. Δεν ήξερα, τώρα το μάθαινα, πως κι ο Αντίχριστος αγωνίζεται κι υποφέρει όπως κι ο Χριστός και πως κάποτε, στις στιγμές του πόνου τους, τα πρόσωπά τους μοιάζουν. Ανόσιες μου φάνταζαν βλαστήμιες τα κηρύγματά του, κι ο Υπεράνθρωπός του δολοφόνος του Θεού.
Κι όμως μια μυστική γοητεία είχε ο αντάρτης ετούτος, μαυλιστικό ξόρκι τα λόγια του, που ζάλιζε και μεθούσε κι έκανε την καρδιά σου να χορεύει. Αλήθεια, ένας χορός διονυσιακός ο στοχασμός του, ένας όρθιος παιάνας που υψώνεται θριαμβευτικά στην πιο ανέλπιδη στιγμή της ανθρώπινης κι υπερανθρώπινης τραγωδίας. Καμάρωνα, χωρίς να το θέλω, τη θλίψη του, την παλικαριά του και την αγνότητα και τις στάλες τα αίματα που περιράντιζαν το μέτωπό του, σαν να φορούσε και τούτος, ο Αντίχριστος, αγκάθινο στεφάνι.
Σιγά σιγά, χωρίς να το ‘χω διόλου συνειδητά στο νου μου, οι δυο μορφές, Χριστός κι Αντίχριστος, έσμιγαν. Δεν ήταν λοιπόν ετούτοι οι δυο, προαιώνιοι οχτροί, δεν είναι ο Εωσφόρος αντίμαχος του Θεού, μπορεί ποτέ το Κακό να μπει στην υπηρεσία του Καλού και να συνεργαστεί μαζί του; Με τον καιρό όσο μελετούσα το έργου του αντίθεου προφήτη, ανέβαινα από σκαλί σε σκαλί σε μια μυστική παράτολμη ενότητα. Το Καλό και το Κακό, έλεγα, είναι οχτροί, να το πρώτο σκαλοπάτι της μύησης.
Το Καλό και το Κακό είναι συνεργάτες, αυτό είναι το δεύτερο, το πιο αψηλό σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι ένα! Αυτό ‘ναι το πιο αψηλό, όπου ως τώρα μπόρεσα να φτάσω σκαλοπάτι. […] Λιονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης. Θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως εκατάντησε, μήτε στο Χριστό, όπως τον κατάντησαν.
Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλάβους, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη ετούτη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβραίικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα στην επίγεια ζωή κι εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να ‘ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση.
Ντροπή πια να μεθούμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το ‘χα καταλάβει, κι έπρεπε να ‘ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια!
Κι άξαφνα η Εκκλησία του Χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι και το μαχαίρι που τα σφάζει. Κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα σουβλίζουνται αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζουνται να σφαχτούν για να βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι….
Διάσημες ρήσεις του Νίτσε:




«Κι αν ακόμα ένας άνθρωπος έχει ακλόνητη πίστη, μπορεί να εμπλακεί στη γοητεία της αμφιβολίας.»
 «Ανταμείβει κανείς άσχημα το δάσκαλο, όταν μένει πάντα μαθητής.»
«Δε σκοτώνει κανείς με την οργή, αλλά με το γέλιο.»
«Δύο πράγματα θέλει ο άντρας, κινδύνους και παιχνίδια. Γι' αυτό ζητάει τη γυναίκα, γιατί είναι το πιο επικίνδυνο παιχνίδι.»
«Ένας δυνατός και συγκροτημένος άνθρωπος χωνεύει τις εμπειρίες του, όπως και τα επιτεύγματα και τα παραπτώματά του, όπως χωνεύει το κρέας, ακόμα κι όταν αναγκάζεται να καταπιεί μερικά σκληρά κομμάτια.»
«Η γυναίκα δε θα είχε το δαιμόνιο του καλλωπισμού, αν δεν είχε το ένστικτο ότι παίζει το δεύτερο ρόλο.»
«Η κοιλιά είναι ο λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος δεν νομίζει εύκολα πως είναι θεός.»
 «Μια μικρή εκδίκηση είναι ανθρωπινότερη από καθόλου εκδίκηση.»
«Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο.»
«Ο άντρας πρέπει να είναι γυμνασμένος για τον πόλεμο και η γυναίκα για το ξεκούρασμα του πολεμιστή. Όλα τ' άλλα είναι τρέλα.»
«Ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό.»
«Οι Γερμανοί αποβλακώθηκαν ηθελημένα εδώ και μια χιλιετία περίπου: πουθενά αλλού δεν έγινε πιο διεφθαρμένη κατάχρηση των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών ναρκωτικών, του αλκοόλ και του χριστιανισμού.»
«Όταν χαιρετώ έναν θρησκομανή, αισθάνομαι την ανάγκη να πλύνω τα χέρια μου.»
«Πεθαίνοντας θα προσφέρω στους ανθρώπους τα πιο πλούσια δώρα μου. Αυτό έμαθα απ' τον ήλιο, που όταν δύει είναι τόσο λαμπρός και με τους ανεξάντλητους θησαυρούς του βυθίζεται στη θάλασσα, έτσι που κάνει το φτωχό ψαρά να κωπηλατεί με χρυσωμένα κουπιά.»

«Πολύ λίγοι είναι φτιαγμένοι για ανεξαρτησία – είναι ένα προνόμιο των δυνατών.»
«(Ο Ιησούς) πέθανε πολύ νωρίς αυτός ο ίδιος θα απαρνιόταν τη διδασκαλία του, αν έφτανε στη δική μου ηλικία!»

«Στο μίσος και στον έρωτα η γυναίκα είναι περισσότερο βάρβαρη από τον άντρα.»
«Το να μιλάς πολύ για τον εαυτό σου μπορεί να είναι και ένα μέσο για να τον κρύβεις.»
«Το χρυσό θηκάρι της συμπόνιας κρύβει κάποτε το λεπίδι της ζηλοφθονίας.»




Δείτε περισσότερες ρήσεις και λόγια Σοφίας του  Νίτσε στους συνδέσμους:
 Φωτογραφίες με όμορφα λόγια:
Για  μια ολοκληρωμένη συλλογή αποφθεγμάτων :


Πηγές:

Wikipedia, gnomikologikon.gr.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια