Λίγα λόγια για τον κορυφαίο συνθέτη μπαρόκ Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι (Antonio Lucio Vivaldi, που σαν σήμερα 4 Μαρτίου του 1678, γεννήθηκε στην Βενετία.

Λίγα λόγια για τον κορυφαίο συνθέτη μπαρόκ Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι (Antonio Lucio Vivaldi, που σαν σήμερα 4 Μαρτίου του 1678, γεννήθηκε στην Βενετία.






Σαν σήμερα, στις 4 Μαρτίου  του 1678  γεννήθηκε ο Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι  (Antonio Lucio Vivaldi), γνωστός  στην συνείδηση του κόσμου και σαν  «κοκκινομάλλης παπάς» (il prete rosso), λόγω του χρώματος των μαλλιών του.
 
Ο Βιβάλντι  υπήρξε δεξιοτέχνης του βιολιού και πολυγραφότατος συνθέτης.
Χειροτονήθηκε ιερέας αλλά απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του και διορίστηκε καθηγητής βιολιού στο ίδρυμα Ospedale della Pieta της Βενετίας, ένα εκκλησιαστικό άσυλο απόρων κοριτσιών, για τα οποία συνέθεσε τα έργα του, που είναι τα περισσότερα συγκεντρωμένα σε συλλογές.
Παρόλο που η μουσική του έτυχε ευρείας αποδοχής και αρεσκείας από το κοινό ενώ ο ίδιος ήταν εν ζωή, μετά το θάνατό του η δημοτικότητά της μειώθηκε αρκετά και ξαναήρθε στην επιφάνεια τον 20ό αιώνα.
Στις μέρες μας, ο Βιβάλντι συγκαταλέγεται μεταξύ των δημοφιλέστερων και περισσότερο ηχογραφημένων μπαρόκ συνθετών.
Γύρω στο 1725 ο Βιβάλντι εξέδωσε τις Τέσσερις εποχές
(Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας), που είχε συνθέσει λίγα χρόνια νωρίτερα, και είναι τα πρώτα τέσσερα από μια σειρά κοντσέρτων με τον γενικό τίτλο Il cimento dell’ armonia e dell’ inventione (O ανταγωνισμός ανάμεσα στην Αρμονία «Λογική» και στην Επινόηση «Φαντασία»).
Τα τέσσερα κοντσέρτα είναι γραμμένα για βιολί και ορχήστρα εγχόρδων, αποτελούνται από τρία μέρη και περιέχουν ονοματοποιητικά ευρήματα, όπως :
«Το κελάηδισμα των πουλιών» (Άνοιξη),
«Ο κούκος»,
 «Οι άνεμοι» (Καλοκαίρι),
«Το ζώο που ξεφεύγει» (Φθινόπωρο),
«Τα δόντια που χτυπούν» (Χειμώνας).
Συγκαταλέγονται σήμερα ανάμεσα στα δημοφιλέστερα έργα που γράφτηκαν ποτέ, ένα από τα πιο υπέροχα της μουσικής μπαρόκ.
 Η επίκληση της φύσης μέσα από τη μουσική με τη χρήση μουσικών οργάνων για τη μίμηση των ήχων της στο πιο διάσημο δείγμα.


Η μουσική του:
Η μουσική του Βιβάλντι ήταν νεωτεριστική για την εποχή του..
Έκανε πιο ζωηρή την επίσημη και ρυθμική μορφή του κονσέρτου, στο οποίο εστίασε σε αρμονικές αντιθέσεις και καινοτόμες μελωδίες και μουσικά θέματα˙ αρκετές από τις συνθέσεις του είναι φανταχτερές, σχεδόν παιχνιδιάρικες και διαχυτικές.
Κάθε έργο του Βιβάλντι επισημαίνεται από τον αριθμό RV (π.χ. RV 697), ο οποίος αντιστοιχεί σε μια θέση του καταλόγου Ryom (Ryom-Verzeichnis) ή αλλιώς Rèpertoire des oeuvres d’Antonio Vivaldi, ενός καταλόγου που κατάρτισε στον 20ό αιώνα ο μουσικολόγος Peter Ryom.

Το έργο του Le quattro stagioni (οι Τέσσερις εποχές) του 1723 είναι αναμφίβολα το πλέον δημοφιλές του. Αποτελεί (όπως προαναφέρθηκε) μέρος του έργου Il cimento dell’armonia e dell’inventione («Πάλη» μεταξύ της αρμονίας και της καινοτομίας) και «σκιαγραφεί» σκηνές και «συναισθήματα» από κάθε μία από τις τέσσερις εποχές. Έχει γραφεί ότι αυτό το έργο αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα «περιγραφικής» μουσικής πριν τον 19ο αιώνα.
Ο Βιβάλντι έγραψε πάνω από 500 άλλα κονσέρτα. Περί τα 350 αφορούν ορχήστρα εγχόρδων και σόλο όργανα εκ των οποίων τα 230 αφορούν (ως σόλο όργανα) κονσέρτα για φαγκότο, τσέλο, όμποε, φλάουτο, viola d’amore, φλογέρα, λαούτο και μαντολίνο. Περί τα 40 αφορούν δύο σόλο όργανα και ορχήστρα εγχόρδων, ενώ περί τα 30 αφορούν τρία ή και περισσότερα όργανα και ορχήστρα εγχόρδων.
Εκτός από 46 όπερες, ο Βιβάλντι επίσης συνέθεσε σε μεγάλη κλίμακα και θρησκευτική χορωδιακή μουσική. Άλλα έργα του αφορούν συμφωνίες, περίπου 90 σονάτες και μουσική δωματίου.
 Υπήρξε δημοφιλέστερος του κλασσικού μπαρόκ, καθώς με τη μουσική του επηρέασε πλήθος συνθετών τόσο της γενιάς του, μεταξύ των οποίων, τους Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν,  όσο και τους μετέπειτα.
Συγκεκριμένα ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ επηρεάστηκε βαθύτατα από τα κονσέρτα και τις άριες του Βιβάλντι γεγονός που αντανακλά στις καντάτες, στα Πάθη κατά Ιωάννη (BWV 245) και στα Πάθη κατά Ματθαίον (BWV 244). Ο Bach μετέγραψε έξι κονσέρτα του Βιβάλντι για σόλο πληκτροφόρο όργανο, τρία για τσέμπαλο και ένα για τέσσερα τσέμπαλα, έγχορδα και συνοδεύον μπάσο (basso continuo, BWV 1065) βασισμένα στο κονσέρτο για τέσσερα βιολιά, δύο βιόλες, τσέλο και συνοδεύον μπάσο (RV 580).


Λίγα βιογραφικά στοιχεία του:
Ο Αντόνιο Βιβάλντι γεννήθηκε στη Βενετία στις 4 Μαρτίου του 1678.
Βαφτίστηκε την ίδια ημέρα με προτροπή της μαμής του, η οποία φοβήθηκε ότι θα πεθάνει, λόγω των προβλημάτων υγείας που παρουσίασε. Αργότερα διαγνώσθηκε ότι έπασχε από άσθμα, αρρώστια που θα τον ταλαιπωρούσε σε ολόκληρη τη ζωή του.

Την τέχνη του βιολιού τη διδάχθηκε από τον πατέρα του Τζιοβάνι Μπατίστα Βιβάλντι, επαγγελματία κουρέα, αλλά και αξιόλογο βιολιστή, μουσικό της Ορχήστρας του Αγίου Μάρκου. Ο πατέρας του ήταν και έντονα θρησκευόμενος άνθρωπος και προετοίμαζε τον νεαρό γιο του για εκκλησιαστική σταδιοδρομία.

Το 1703 ο Αντόνιο χειροτονήθηκε ιερέας και σύντομα απέκτησε το προσωνύμιο «Ο κόκκινος παπάς», εξαιτίας των ξανθών μαλλιών του. Τον ίδιο χρόνο διορίστηκε καθηγητής βιολιού και αρχιμουσικός στο ορφανοτροφείο θηλέων «Οσπεντάλε ντι Πιετά» της Βενετίας. Δεν πέρασε πολύς καιρός και βρήκε την ευκαιρία να απαλλαγεί από τα θρησκευτικά του καθήκοντα, χωρίς να αποσχηματισθεί. Έτσι, αφιερώθηκε αποκλειστικά στη μουσική.
Άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς και να γίνεται γνωστός έξω από τα στενά όρια της Βενετίας. Από το 1718 ταξίδευε διαρκώς για να παρουσιάζει τα έργα του, έχοντας ως βάση του τη Μάντοβα. Λέγεται, μάλιστα, ότι σε κάποια περιοδεία του έπαιξε και ενώπιον του Πάπα. Την εποχή εκείνη γνώρισε δύο ετεροθαλείς αδελφές, την Παολίνα Τρεβιζάνα, η οποία έγινε γραμματέας του και την κοντράλτο Άννα Τζίρο ή Ζιρό, η οποία τραγούδησε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε πολλές όπερές του. Ο Αντόνιο φιλοξενούσε τις κοπέλες στο σπίτι του και οι ψίθυροι έδιναν κι έπαιρναν ότι διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και με τις δύο. Ο Βιβάλντι διασκέδαζε με τη φημολογία και απαντούσε ότι η σχέση μαζί τους ήταν αυστηρά φιλική και επαγγελματική.

Το 1725 παρουσίασε μια σειρά κοντσέρτων για έγχορδα και μπάσο κοντίνουο, με τον τίτλο «Il cimento dell' armonia e dell' inventione» («Η δοκιμή της αρμονίας με τη νεωτερική σύνθεση»). Τα τέσσερα πρώτα από αυτά αποτελούν τις «Τέσσερις Εποχές», το πιο γνωστό έργο του και ένα από τα δημοφιλέστερα έργα της μουσικής. Ο συνθέτης αποδίδει με νότες τις τέσσερις εποχές του χρόνου και θεωρείται ως πρώιμο δείγμα προγραμματικής μουσικής.

Το 1737 ο καρδινάλιος της Φεράρας ακυρώνει μια παράστασή του, επειδή αρνήθηκε να ιερουργήσει και εξαιτίας της συμβίωσή του με τις δύο αδελφές, που σκανδάλιζε τους πιστούς. Με την πάροδο του χρόνου, η δημοτικότητά του στη Βενετία άρχισε να υποχωρεί και ο Βιβάλντι, απογοητευμένος από τους συμπατριώτες του, ξενιτεύτηκε στη Βιέννη (28 Ιουνίου 1741). Ένα μήνα αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1841, έφυγε από τη ζωή πάμπτωχος, έχοντας σπαταλήσει όλη του την περιουσία.

Ο Βιβάλντι με το προσωπικό ύφος γραφής έθεσε τα θεμέλια του ώριμου κοντσέρτου μπαρόκ και επηρέασε συνθέτες, όπως ο Μπαχ και ο Τέλεμαν. Πολυγραφότατος, συνέθεσε περί τα 850 έργα, αλλά λίγο μετά τον θάνατό του ξεχάστηκε. Από την αφάνεια τον ανέσυρε πολύ αργότερα ο Μέντελσον, όταν ερευνούσε το έργο του Μπαχ, ο οποίος θαύμαζε απεριόριστα τον Βιβάλντι. Ουσιαστικά, όμως, ο Βιβάλντι ανακαλύφθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και σήμερα θεωρείται ως ένας από τους δημοφιλέστερους συνθέτες της μουσικής μπαρόκ.

 
Η καριέρα του:
Στην ακμή της καριέρας του, ο Βιβάλντι έλαβε τιμές από Ευρωπαίους ευγενείς και βασιλικούς. Η γαμήλια καντάτα Gloria e Imeneo (RV 687) γράφτηκε για το γάμο του Λουδοβίκου ΙΕ΄ της Γαλλίας. Το Opus 9 του La Cetra ήταν αφιερωμένο στον αυτοκράτορα Κάρολο τον Στ΄. Το 1728, ο συνθέτης συνάντησε τον αυτοκράτορα σε μια επίσκεψή του στην Τεργέστη όπου πήγε για να δει την κατασκευή ενός νέου λιμανιού. Ο Κάρολος θαύμαζε τόσο τη μουσική του Βιβάλντι ώστε λέγεται ότι κατά τη συνάντησή τους μίλησε μαζί του περισσότερο απ’ όσο είχε μιλήσει με τους υπουργούς του τα τελευταία δύο χρόνια! Ο αυτοκράτορας έδωσε στο συνθέτη τον τίτλο του ιππότη, ένα χρυσό μετάλλιο και μια πρόσκληση να τον επισκεφθεί στη Βιέννη. Ο Βιβάλντι από την άλλη έδωσε στον αυτοκράτορα ένα χειρόγραφο αντίγραφο της La Cetra, ένα σύνολο κονσέρτων εντελώς διαφορετικών από εκείνο που είχε εκδοθεί ως Opus 9. Πιθανώς η έκδοση είχε ακυρωθεί και ο Βιβάλντι αναγκάστηκε να συλλέξει μια «βελτιωμένη» έκδοση για τον αυτοκράτορα.

Ο Βιβάλντι συνοδευόμενος από τον πατέρα του, ταξίδεψε στη Βιέννη και την Πράγα το 1730 όπου και παρουσιάστηκε η όπερά του "Farnace" (RV 711).[29] Κάποιες από τις ύστερες όπερές του δημιουργήθηκαν σε συνεργασία με δύο από τους κυριότερους Ιταλούς λιμπρετίστες της εποχής. Οι όπερες L’Olimpiade και Catone in Utica γράφτηκαν (λιμπρέτο) από τον Πιέτρο Μεταστάζιο (Pietro Metastasio), τον κυριότερο εκπρόσωπο του Αρκαδικού κινήματος και ποιητή της βιενέζικης αυλής. Η La Griselda ξαναγράφτηκε από τον νεαρό Κάρλο Γκολντόνι (Carlo Goldoni) με βάση ένα παλιότερο λιμπρέτο του Απόστολο Τσένο (Apostolo Zeno).

Όπως αρκετοί συνθέτες της εποχής, έτσι και ο Βιβάλντι πέρασε τα τελευταία του χρόνια με πολλές οικονομικές δυσκολίες. Οι συνθέσεις του δεν τύγχαναν της ίδιας εκτίμησης όπως κάποτε στη Βενετία˙ τα μεταβαλλόμενα μουσικά γούστα του κοινού γρήγορα κατέστησαν τις συνθέσεις του εκτός εποχής. Ο συνθέτης έτσι αναγκάστηκε να πουλήσει μεγάλο αριθμό των χειρογράφων του σε εξευτελιστικές τιμές προκειμένου να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του στη Βιέννη το 1740.[30] Οι λόγοι για την αναχώρησή του είναι ασαφείς αλλά διαφαίνεται ότι μετά τη συνάντησή του με τον αυτοκράτορα Κάρολο Στ΄, ήλπιζε στην ανάληψη της θέσης του συνθέτη στην αυτοκρατορική αυλή. ταξιδεύοντας προς τη Βιέννη φέρεται να έκανε μια στάση στο Γκρατς προκειμένου να επισκεφθεί την Άννα Τζίρο.

Φαίνεται επίσης ότι ο Βιβάλντι πήγε στη Βιέννη για να παρουσιάσει όπερες αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η κατοικία του βρισκόταν δίπλα στο Kärntnertortheater. Σύντομα μετά την άφιξή του στη Βιέννη, ο αυτοκράτορας πέθανε και για κακή του τύχη, ο συνθέτης έμεινε δίχως βασιλική προστασία και σταθερή πηγή εισοδήματος. Ο Βιβάλντι πέθανε πένητας λίγο μετά τον αυτοκράτορα, τη νύχτα μεταξύ 27 και 28 Ιουλίου το 1741 σε ηλικία 63 ετών,] εξαιτίας «εσωτερικής λοίμωξης» σε ένα σπίτι ιδιοκτησία μιας χήρας ενός βιεννέζου κατασκευαστή σελών για άλογα. Την 28 του Ιούλη τάφηκε σε έναν απλό τάφο στο νεκροταφείο του νοσοκομείου της Βιέννης. Η κηδεία του συνθέτη έλαβε χώρα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στέφανου όπου ο νεαρός Χάυντν συμμετείχε στην παιδική χορωδία του ναού.
Ενταφιάστηκε  δίπλα από την Karlskirche, σε μια περιοχή που πλέον εδράζεται το Πολυτεχνείο (Technical Institute).
Το σπίτι όπου ζούσε ο συνθέτης στη Βιέννη κατεδαφίστηκε ενώ τώρα η περιοχή εν μέρει καταλαμβάνεται από το ξενοδοχείο Sacher. Αναμνηστικές πλάκες έχουν τοποθετηθεί και στις δύο τοποθεσίες όπως επίσης και ένα «αστέρι» Βιβάλντι στο βιεννέζικο Musikmeile και ένα μνημείο στην Rooseveltplatz.

Μόνο τρία πορτρέτα του Βιβάλντι είναι γνωστά στις μέρες μας: ένα χαρακτικό, μια ελαιογραφία και ένα σχέδιο με μελάνι. Το χαρακτικό φιλοτέχνησε ο Francois Morellon Le Cave το 1725 και απεικονίζει τον Βιβάλντι κρατώντας ένα φύλλο μουσικής. Το σχέδιο με μελάνι απεικονίζει μόνο το κεφάλι και τους ώμους του συνθέτη σε προφίλ και φιλοτεχνήθηκε το 1723 από τον Ghezzi. Τέλος, η ελαιογραφία που ανευρίσκεται στο Liceo Musicale της Μπολόνια μας παρέχει πιθανότατα την πιο ακριβή απεικόνιση του συνθέτη καθώς επισημαίνει τα κόκκινα μαλλιά του κάτω από την ξανθιά του περούκα.
Ας θυμηθούμε τις τέσσερεις εποχές του κατά σειρά
Άνοιξη, Καλοκαίρι , Φθινόπωρο,Χειμώνας:



                
                               
                                                                                       

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια