Λίγα λόγια για την παγκόσμια ημέρα θεάτρου,που γιορτάζεται σήμερα!

Λίγα λόγια για την παγκόσμια ημέρα θεάτρου,που γιορτάζεται σήμερα!






Η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου είναι η ετήσια γιορτή της διεθνούς θεατρικής κοινότητας, από το 1961, όταν πρωτοεμφανίσθηκε με πρωτοβουλία του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου. Εορτάζεται κάθε χρόνο στις 27 Μαρτίου, με θεατρικά δρώμενα και άλλες συναφείς με το θέατρο εκδηλώσεις, που διοργανώνονται από τα εθνικά τμήματα του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, μιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης που συνενώνει τους επαγγελματίες του θεάτρου και συνεργάζεται στενά με την UNESCO.

Κάθε χρόνο ένας άνθρωπος του θεάτρου αναλαμβάνει να γράψει το μήνυμα του εορτασμού, το οποίο είθισται να διαβάζεται στα θέατρα πριν από την παράσταση της 27ης Μαρτίου.
Το φετινό μήνυμα (2016) ανήκει στον Ρώσο σκηνοθέτη Ανατόλι Βασίλιεφ και έχει ως εξής:

Χρειαζόμαστε το θέατρο;
Αναρωτιούνται χιλιάδες επαγγελματίες του χώρου απογοητευμένοι από το θέατρο και εκατομμύρια άνθρωποι που κουράστηκαν απ’ αυτό.
Τι το χρειαζόμαστε;
Σε μια περίοδο που η θεατρική σκηνή είναι τόσο ασήμαντη σε σύγκριση με τις αυθεντικές τραγωδίες της αληθινής ζωής που παίζονται στις πλατείες των πόλεων και σε κάθε κομμάτι γης της χώρας.

Τι σημαίνει για μας;
Χρυσοποίκιλτα θεωρεία και εξώστες, βελούδινες πολυθρόνες, βρώμικα παρασκήνια, λαμπερές φωνές ηθοποιών ή και το αντίθετο, κάτι που μπορεί να μοιάζει φαινομενικά διαφορετικό: μαύρα κουτιά, λεκιασμένα με λάσπη και αίμα, μαζί με ένα σωρό από φανατισμένα γυμνά κορμιά μέσα.

Τι είναι ικανό να μας πει;
Τα πάντα!
Το θέατρο μπορεί να μας πει τα πάντα.

Πώς οι θεοί κατοικούν στον ουρανό και πως οι φυλακισμένοι εξοντώνονται σε ξεχασμένες υπόγειες σπηλιές και πως το πάθος μπορεί να μας ανυψώσει, και πως η αγάπη να καταστρέψει, και πως κανένας δε χρειάζεται έναν καλό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο, και πως η απάτη βασιλεύει και πως οι άνθρωποι ζουν σε διαμερίσματα ενώ τα παιδιά βολοδέρνουν στα προσφυγικά στρατόπεδα, και πως όλοι πρέπει να επιστρέψουν στην έρημο και πως μέρα με
τη μέρα είμαστε αναγκασμένοι να χωρίζουμε από τους αγαπημένους μας, -το θέατρο μπορεί να πει τα πάντα.

Το θέατρο υπήρχε από πάντα και θα παραμείνει για πάντα.
Και τώρα τα τελευταία 50 ή 70 χρόνια είναι ιδιαίτερα αναγκαίο. Επειδή αν κοιτάξετε όλη την τέχνη που απευθύνεται στο κοινό μπορείτε να δείτε ότι μόνο το θέατρο μας δίνει -μία λέξη από στόμα σε στόμα, μία ματιά από βλέμμα σε βλέμμα, μία χειρονομία από χέρι σε χέρι, και από σώμα σε σώμα. Δε χρειάζεται κανένα ενδιάμεσο για να λειτουργήσει ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα, αποτελεί την πιο διάφανη μορφή φωτός, δεν ανήκει ούτε στον νότο, ούτε στον Βορρά, ούτε στην Ανατολή, ούτε στη Δύση -όχι, είναι η ουσία του ίδιου του φωτός, που λάμπει και από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου, αναγνωρίζεται αμέσως από κάθε άνθρωπο, είτε εχθρικό είτε φιλικό προς αυτό.

Και χρειαζόμαστε θέατρο που πάντα παραμένει διαφορετικό, χρειαζόμαστε θέατρο πολλών διαφορετικών ειδών.
Κι όμως, νομίζω ότι από όλες τις δυνατές μορφές και σχήματα θεάτρου ή αρχαϊκή του φόρμα θα αποδειχθεί ότι είναι σε περισσότερη ζήτηση. Το τελετουργικό θέατρο δεν μπορεί να έρχεται τεχνικά σε αντίθεση με αυτό των «πολιτισμένων» εθνών. Η κοσμικός πολιτισμός γίνεται τώρα όλο και πιο πολύ χειραφετημένη όπως ονομάζεται «η πληροφορία του πολιτισμού» σταδιακά αντικαθιστά και εξορίζει απλές οντότητες καθώς και την ελπίδα μας να τις συναντήσουμε κάποια μέρα.

Αλλά τώρα μπορώ να κοιτάξω καθαρά: το θέατρο έχει τις πόρτες του ορθάνοιχτες. Ελεύθερη είσοδος για όλους και τον καθένα.
Στο διάολο τα γκάτζετ και τα κομπιούτερ -πηγαίνετε απλώς στο θέατρο, κάντε κατάληψη στις θέσεις της πλατείας και στους εξώστες, ακούστε τα λόγια και κοιτάξτε τις ζωντανές εικόνες! – είναι το θέατρο μπροστά σας, μην το αμελείτε και μη χάνετε την ευκαιρία να συμμετέχετε σ’ αυτό- είναι μάλλον η πιο πολύτιμη ευκαιρία που μοιραζόμαστε στην μάταιη και γρήγορη ζωή μας.

Χρειαζόμαστε κάθε είδους θεάτρου.
Υπάρχει μόνο ένα θέατρο που σίγουρα δεν χρησιμεύει σε κανέναν -εννοώ το θέατρο των πολιτικών παιχνιδιών, το θέατρο της πολιτικής «ποντικοπαγίδας», το θέατρο των πολιτικών, το μάταιο θέατρο της πολιτικής. Αυτό που σίγουρα δεν χρειαζόμαστε είναι το θέατρο του καθημερινού τρόμου -είτε ατομικού είτε ομαδικού, αυτό που δε χρειαζόμαστε είναι το θέατρο των νεκρών σωρών και του αίματος στους δρόμους και τις πλατείες, στις πρωτεύουσες και στις επαρχίες, ένα ψεύτικο θέατρο συγκρούσεων μεταξύ θρησκευτικών ή εθνικών ομάδων…

Βιογραφικό του σκηνοθέτη:

Ο Ανατόλι Βασίλιεφ, που γεννήθηκε στις 4 Μαΐου 1942 στην πόλη Πένζα της Ρωσίας, είναι διεθνώς καταξιωμένος σκηνοθέτης και καθηγητής του Ρωσικού Θεάτρου. Είναι ο ιδρυτής της Σχολής Δραματικής Τέχνης της Μόσχας (1987), η οποία αρχικά βρισκόταν στην οδό Ποβαρσκάγια, ενώ το 2001 μεταφέρθηκε σε νέο κτίριο στην οδό Σρετένκα. Πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικά πρωτότυπο χώρο, η σύλληψη του οποίου είχε ως βάση τους σχεδιασμούς του Βασίλιεφ, που θα διευκόλυναν τη θεατρική έρευνα, στην οποία και είναι αφιερωμένη η σχολή.

Από το 1981 δίδαξε αρκετές φορές στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεατρικής Τέχνης (GITIS), στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου, στη Μόσχα (VGIK) και κατά την περίοδο 2004-2008 εργάστηκε ως Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Τμήματος Διδασκαλίας και Έρευνας Θεατρικής Σκηνοθεσίας ENSATT (École Nationale Supérieure des Arts et Techniques du Théâtre) στη Λυών. Θεωρείται ένας από τους σημαντικούς Ρώσους σκηνοθέτες της γενιάς του.

Το 1968 ο Ανατόλι Βασίλιεφ εγγράφεται στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεατρικής Τέχνης (GITIS), όπου σπουδάζει μαζί με τον Αντρέι Ποπόφ και την Μαρία Κνέμπελ. Το 1973 αρχίζει να εργάζεται στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας (ΜΧΑΤ), όπου διασκευάζει το έργο «Σόλο για ρολόι με εκκρεμές» [«Sólo pre bicie (hodiny)»] του Όσβαλντ Ζαγκράντνικ. Από το 1977 εργάζεται στο Θέατρο Στανισλάφσκι υπό τη διεύθυνση του Αντρέι Ποπόφ. Σκηνοθετεί το 1978 την πρώτη εκδοχή της «Βάσσα Ζελεζνόβα» («The First Draught of Vassa Zheleznova») του Μαξίμ Γκόρκι και το 1979 το έργο «Η ενήλικη κόρη ενός έφηβου άντρα » («The Grown Daughter of a Young Man», «Vzroslaia doch’ molodogo cheloveka»), του Βίκτωρ Σλάβκιν.

Το 1982 καλείται από το Θέατρο Ταγκάνκα (Taganka Theatre), το οποίο ιδρύθηκε το 1964 από τον Γιούρι Λιουμπίμοφ. Η σκηνοθεσία του έργου «Σερσό» («Cerceau») του Βίκτωρ Σλάβκιν αναγνωρίζεται ως η καλύτερη διασκευή για το 1985. Κατά τη δεκαετία του 1980 αρχίζει να διδάσκει σε σεναριογράφους και σκηνοθέτες κινηματογράφου.
Το 1987 ιδρύει το δικό του θέατρο, τη Σχολή Δραματικής Τέχνης την οποία διευθύνει. Οι πρώτες παραστάσεις του θεάτρου ανεβαίνουν στο υπόγειο του κτιρίου στην οδό Ποβαρσκάγια, βόρεια της περιοχής Αρμπάτ, στο κέντρο της Μόσχας. Η πρώτη θεατρική σαιζόν εγκαινιάζεται με το «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» («Sei personaggi in cerca d’ autore») του Λουίτζι Πιραντέλλο. Μαζί με το «Σερσό» του Σλάβκιν, το οποίο έγραψε ειδικά για το θέατρο του Βασίλιεφ, οι δύο παραγωγές περιοδεύουν στη Δυτική Ευρώπη για πρώτη φορά το 1987-1988.

Η σχολή του εξελίσσεται σε εργαστήριο πειραματισμού της φωνής και του σώματος του ηθοποιού. Ο Ανατόλι Βασίλιεφ επεδίωξε να σκηνοθετήσει μη θεατρικά κείμενα, με στόχο να εξερευνήσει την προφορική και λογοτεχνική τους αξία.

Έχοντας ο ίδιος μουσική εκπαίδευση, συχνά χρησιμοποιεί τη μουσική στο έργο του. Έχει εμβαθύνει στη μελέτη των δομών ενός έργου, μέσα από τη μεθοδολογία της «Etude» και ενδιαφέρεται για τους τρόπους με τους οποίους ο εσώτερος βίος μιας ιδέας μπορεί να φανερωθεί μέσα από το ρήμα. Μελετά την υλικότητα του ήχου, τον επιτονισμό, επιδιώκοντας να θέσει τις λέξεις σε κίνηση: ο λόγος θα πρέπει να γίνεται βέλος.

Ο Ανατόλι Βασίλιεφ σταδιακά κερδίζει διεθνή αναγνώριση. Το 1992 σκηνοθετεί τη «Μασκαράτα» (Маскарад) του Μ. Λέρμοντοφ στην Κομεντί Φρανσαίζ (Comédie Française) - βραβείο «Χάος» (Πιραντέλλο), Αγκριτζέντο, Ιταλία - και τον επόμενο χρόνο, στη Ρώμη, το «Καθένας με τον τρόπο του» (Ciascuno a suo modo) του Λ. Πιραντέλο. Το 1997 παρουσιάζει στο Φεστιβάλ Αβινιόν, στην Ιταλία και το Βερολίνο το έργο «Οι Θρήνοι του Ιερεμία» (Παλαιά Διαθήκη). Η παράσταση τιμάται με το Εθνικό Βραβείο «Χρυσή Μάσκα» της Ρωσίας (Russia’s National Golden Mask Prize). Το 1998 παρουσιάζει το «Δον Ζουάν ή Πέτρινος Καλεσμένος» (Дон Гуан, Каменный гость) του Α. Πούσκιν στο Λα Καρτουσερί (La Cartoucherie).

Ανεβάζει το « Όνειρο του γεράκου» (Дядюшкин сон) του Ντοστογιέφσκι (1994, Βουδαπέστη), το «Ντάμα Πίκα» (Пиковая дама) του Τσαϊκόφσκι (1996, Βαϊμάρη), το «Αθώοι Ένοχοι» (Без вины виноватые) του Οστρόφσκι (Ουγγαρία 1998), το «Μότσαρτ και Σαλιέρι» (Моцарт и Сальери) του Πούσκιν, το «Υλικό Μήδειας» (Verkommenes Ufer Medeamaterial Landschaft mit Argonauten) του Χάινερ Μίλερ (2001, Μόσχα).
Στις 4 Μαΐου 2001 το θέατρο μεταφέρεται σε νέο κτίριο στην οδό Σρετένκα, κτισμένο βάσει των σχεδίων του Ανατόλι Βασίλιεφ και του Ιγκόρ Ποπόφ, του Μπορίς Τκχορ και του Σεργκέι Γκουσάρεφ. Η δομή του νέου κτιρίου με τις δύο του σκηνές και τα μεγάλα γυάλινα παράθυρά του, θεωρείται ότι συμβάλλει στην ατμόσφαιρα ενός καλλιτεχνικού εργαστηρίου, όπως το οραματίστηκαν οι δημιουργοί του.

Το 2005 ο Βασίλιεφ ανεβάζει ξανά το «Υλικό Μήδειας» στο Theatre des Amandiers στο Nanterre (Παρίσι). Το 2006 παρουσιάζει το «Για το ταξίδι του Ονιέγκιν» (Из путешествия Онегина), των Πούσκιν και Τσαϊκόφσκι στο Θέατρο Odeon και καλείται από το φεστιβάλ Αβινιόν να παρουσιάσει το «Μότσαρτ και Σαλιέρι» και την «Ιλιάδα».

Το 2006, μετά από μια διαφωνία του με τις αρμόδιες αρχές της Μόσχας, ο Βασίλιεφ εγκαταλείπει τη θέση του στη Σχολή Δραματικής Τέχνης και μετακομίζει στην Ευρώπη. Εργάζεται στο Παρίσι, στη Λυών και στο Λονδίνο. Τρία χρόνια αργότερα προσκαλείται από τον διευθυντή του Θεάτρου Μπολσόι να ανεβάσει μια διασκευή του «Ντον Τζοβάννι» (Don Giovanni).

Το 2010 ο Βασίλιεφ εγκαινιάζει ένα τριετές πρόγραμμα μαθημάτων για την επιμόρφωση των παιδαγωγών δραματικών σχολών. Το πρόγραμμα, το οποίο εδράζεται στη Βενετία, διαρκεί δύο μήνες ανά έτος και στοχεύει κυρίως σε Ιταλούς επαγγελματίες, αν και ελκύει επίσης παιδαγωγούς, ηθοποιούς και σκηνοθέτες απ’ όλο τον κόσμο.

Το 2011 στο Ινστιτούτο Γκροτόφσκι στην Βαρσοβία, Πολωνία, ο Βασίλιεφ εγκαινίασε ένα σεμινάριο με θέμα τις τεχνικές υποκριτικής. Το σεμινάριο διήρκησε δύο χρόνια και λειτούργησε ως σημείο επαφής για απόφοιτους στη Βενετία, καθώς και ηθοποιούς από διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες.

Τον Μάρτιο 2016 ο Βασίλιεφ σκηνοθετεί το «La Musica Deuxième» της Μαργκερίτ Ντυράς στη Κομεντί Φρανσαίζ (Comédie Française) στο Παρίσι. Βοηθός του η για χρόνια συνεργάτιδά του Ναταλία Ισάεβα, μεταφράστρια και θεατρική ερευνήτρια, καθώς και ο Μπόαζ Τρίνκερ, ειδικός στη διαπαιδαγώγηση των ηθοποιών.
Δείτε σχετικούς ιστότοπους:




Πηγή:sansimera.gr
  

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια