Λίγα λόγια για Στράτη Μυριβήλη, τον μεγάλο μας πεζογράφο.

Λίγα λόγια για Στράτη Μυριβήλη, τον μεγάλο μας πεζογράφο.


Με αφορμή την εκδημία του μεγάλου μας Στράτη Μυριβήλη, που έγινε σαν σήμερα,
 στις 19 Ιουλίου 1969, έπειτα από μακροχρόνια ασθένεια, σε ηλικία 78 ετών, αναρτώ στο ιστολόγιό μου μερικά βιογραφικά στοιχεία σαν  ένα φιλολογικό μνημόσυνο…


 Ο Στράτης Μυριβήλης  δίκαια συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους πεζογράφους μας και ανήκει στη γενιά του ’30, αν και μεγαλύτερος ηλικιακά αφού γεννήθηκε στη Λέσβο – τότε τουρκοκρατούμενη  Συκαμιά,  στις  30 Ιουνίου του  1892  .


 





Το πραγματικό του  όνομα ήταν  Ευστράτιος Σταματόπουλος .
Το  λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μυριβήλης,  το πήρε  από το βουνό Μιριβίλι, στην πλαγιά του οποίου βρίσκεται η γενέτειρά του και διακρίθηκε κυρίως ως πεζογράφος έργων φαντασίας. Η πρώτη εμφάνιση του στη λογοτεχνία καταγράφηκε με τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινες Ιστορίες, που δημοσιεύθηκε στη Μυτιλήνη το 1915. 

Ακολούθησε   «Η Ζωή εν Τάφω», πρώτα σε συνέχειες από την εφημερίδα «Καμπάνα» και σε πρώτη έκδοση το 1924.
Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1930 και ήταν σημαντικά αναθεωρημένη και προσαυξημένη με νέα κεφάλαια. Πραγματοποιήθηκαν άλλες πέντε, όλες ξαναδουλεμένες.
Η έβδομη και οριστική έκδοση δημοσιεύθηκε το 1955.
 Ο Στράτης Μυριβήλης έγραψε άλλα δύο μυθιστορήματα.
 Αυτά είναι «Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια» το 1933 και «Η Παναγιά η Γοργόνα», το 1949. Και τα δύο αυτά μυθιστορήματα είχαν ήδη προδημοσιευτεί σε συνέχειες από περιοδικά έντυπα.
Ο Στράτης Μυριβήλης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1949 και προτάθηκε τρεις φορές για το Νόμπελ.
Η αντιπολεμική θεματολογία, το λυρικό και ποιητικό ύφος, η καλοδουλεμένη γλώσσα ενός μεγάλου τεχνίτη του λόγου, κατατάσσουν τον Μυριβήλη ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς μας.
Σε ολόκληρο το συγγραφικό του έργο κυριαρχεί η  αγάπη για τη ζωή, για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον θα παραμείνει άλλωστε ο συνεκτικός ιστός της σκέψης του και ολόκληρου του έργου του στην εξελικτική του πορεία, ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές μετατοπίσεις του συγγραφέα που έχουν επισημανθεί.
 Η πολύ συγκεκριμένη και πολύ τραυματική εμπειρία του πολέμου αρχικά υποδεικνύει τη δύναμη της φύσης, ως φυσική ανάγκη επιβίωσης του ανθρώπου και ερωτική έλξη. Αργότερα θα καταλήξει σε έναν οικουμενικό ανθρωπισμό, που θα στηλιτεύσει κάθε πολιτική θεωρία και κάθε υπαρκτό σύστημα, εφόσον μέσα από τον δογματισμό τελικά στρέφονται εναντίον του ίδιου του ανθρώπου, της αξιοπρέπειάς του και της πνευματικής ελευθερίας του.
Στον Μυριβήλη η έννοια της φυλής διαδέχεται την έννοια του Γένους, ενώ η Μεγάλη Ιδέα μετενσαρκώνεται σε αναζήτηση της ελληνικότητας. Το φυσικό περιβάλλον στον Μυριβήλη δεν είναι μόνο αισθητικής τάξης, αλλά και γενεαλογικής, ως αρχέγονη πηγή της ύπαρξης του ελληνισμού, ως πηγή της Ιστορίας και του Πολιτισμού.
Η γλώσσα του Μυριβήλη εναρμονίζεται πλήρως με τον στόχο του και αποτυπώνει σε μια ξεχωριστή προσπάθεια, μέσα από τις συνεχείς αναθεωρήσεις των κειμένων, όλη την εξέλιξη της σκέψης του. Αντλεί ακατάπαυστα από τη λαϊκή παράδοση, την κιβωτό του ελληνισμού, και μεταφέρει την προφορική διάλεκτο στον γραπτό λόγο χωρίς ωστόσο να προδώσει τη λογοτεχνική δημιουργία. Έχουν σημειωθεί βέβαια και κάποιες λεκτικές ακρότητες ή αστοχίες, αποτελέσματα ενός άκρατου δημοτικισμού. Η γλωσσική εκζήτηση, θεωρητικά ασύμβατη με τη ρεαλιστική ηθογραφία, οδήγησε την κριτική να μιλήσει για «ρεαλιστική ωραιολατρεία» ή για «κράμα ρεαλισμού και λυρισμού».
Ωστόσο, η αδιάκοπη εκφραστική προσπάθεια του Μυριβήλη συγκροτεί ολόκληρο το έργο του σε ένα σύνολο και ουσιαστικά αναιρεί τις αντιθετικές του όψεις: παράδοση και ανανέωση, ρεαλισμός και λυρισμός μετουσιώνονται σε ένα σώμα, σε μια εσωτερικευμένη ποίηση της ζωής και της φύσης, με στόχο να προβάλουν την αξία και την ουσία του ελληνικού στοιχείου. 
Ο Στράτης Μυριβήλης συμπορεύθηκε με τη γενιά του '30, αλλά διακρίθηκε σε πολλά σημεία από τις επιδιώξεις της. Η πίστη στην παράδοση, η προσκόλληση στο νησιωτικό περιβάλλον και οι ηθογραφικές διαστάσεις του έργου του δεν εναρμονίζονται πλήρως με τα ζητούμενα της γενιάς αυτής. Ωστόσο, ο Μυριβήλης μέσα από την προσωπική του πορεία, με τους ξεχωριστούς δικούς του τρόπους, ανανεώνει την παράδοση και την ανάγει σε αξία συλλογική, αναζητά με πάθος την ελληνικότητα, εκφράζει την αναγεννητική ορμή της φύσης και τη βαθιά του πίστη στον άνθρωπο και στην πνευματική του ελευθερία, αποβαίνοντας έτσι ένας από τους κυριότερους εκφραστές του καιρού του.
 Από τα βιογραφικά στοιχεία του  που έχουμε στα χέρια μας,  διαβάζουμε πως ,ήταν ένας μέτριος μαθητής,
στο δημοτικό αποφοίτησε  το 1909 από το Γυμνάσιο Μυτιλήνης.
 Από τα μαθητικά του χρόνια ήρθε  σε επαφή με σημαντικά κείμενα του δημοτικισμού, που διαμόρφωσαν τη λογοτεχνική και γλωσσική του συνείδηση. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά της Σμύρνης και της Μυτιλήνης.
Το 1912  φοίτησε  στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών,  που εργαζόταν ταυτόχρονα σαν  δημοσιογράφος.
 Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς διέκοψε τις σπουδές του και κατατάσσεται ως εθελοντής στο στρατό.
Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, τραυματίστηκε στη μάχη του Κιλκίς το 1913 και επέστεψε στην Αθήνα.
Η Λέσβος ήταν  ήδη απελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό και ο Μυριβήλης αποφασίζει να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, όπου εργάστηκε πάλι σαν δημοσιογράφος.
 Το 1915 κυκλοφόρησε  το πρώτο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων «Κόκκινες Ιστορίες».

Το 1917, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατεύτηκε  εκ νέου και έλαβε  μέρος στις επιχειρήσεις στη Μακεδονία.
 Εκεί ξεκίνησε  να γράφει το αριστούργημά του «Η Ζωή εν Τάφω».
Το 1920 χρονιά ορόσημο για κείνον  παντρεύτηκε  την προσφυγοπούλα Ελένη Δημητρίου και απέκτησαν  τρία παιδιά.

(Στην παραπάνω Φωτό η  σύντροφος του Στράτη Μυριβήλη Ελένη Δημητρίου)
 Έλαβε  μέρος και στη Μικρασιατική Εκστρατεία και μετά την καταστροφή επέστρεψε  δια μέσου Θράκης στη Μυτιλήνη.
 Παρέμεινε  στο νησί  μέχρι  το 1932, που επέστρεψε  στην Αθήνα.
Κύρια επαγγελματική του απασχόληση όλο αυτό το διάστημα  παρέμεινε η δημοσιογραφία.

Το 1924 δημοσίευσε σε πρώτη έκδοση το «Η Ζωή εν τάφω», το οποίο έγινε   γνωστό και  με μεγάλη επιτυχία στη δεύτερη έκδοσή του το 1930, όταν  έλαβε  την οριστική μορφή του.
Είναι ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα με τη μορφή ημερολογίου, επικό, ρεαλιστικό, αλλά και λυρικό.
 Κεντρικό πρόσωπο, ο φοιτητής - λοχίας Αντώνης Κωστούλας, που κατέγραψε στο ημερολόγιό του, όχι την ηρωική, αλλά τη φρικτή πραγματικότητα του πολέμου.

Ακολούθησε ένα ακόμη σπουδαίο μυθιστόρημά του:
«Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» (1933), που μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη από τον Κώστα Αριστόπουλο το 1978.
Η ατμόσφαιρα του πολέμου είναι κι εδώ παρούσα, καθώς ο ήρωας επιστρέφει από τον πόλεμο στη Μυτιλήνη, όπου βασανίζεται ανάμεσα στο σεβασμό προς τη μνήμη του σκοτωμένου φίλου του και στον έρωτα που αισθάνεται για τη χήρα εκείνου.

Το 1938 ο Μυριβήλης διορίστηκεστη Βιβλιοθήκη της Βουλής, ενώ από το 1946 έως το 1950 είναι διευθυντής προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Το 1958 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Εξακολουθεί με εντατικούς ρυθμούς τη λογοτεχνική του παραγωγή με μια σειρά από διηγήματα, τα οποία συγκέντρωνε σε βιβλία, χαρακτηρίζοντάς τα κάθε φορά και με διαφορετικό χρώμα: «Το πράσινο βιβλίο» (1935), «Το γαλάζιο βιβλίο» (1939), «Το κόκκινο βιβλίο» (1952) και «Το βυσσινί βιβλίο» (1959).
Ένα από τα διηγήματα του «Γαλάζιου Βιβλίου» το επεξεργάστηκε περισσότερο για να προκύψει η θαυμάσια νουβέλα «Βασίλης ο Αρβανίτης» (1943). Είναι η ιστορία ενός λαϊκού ανθρώπου, γεμάτου ομορφιά και ζωική ορμή, που περιφρονεί τις κοινωνικές συμβάσεις. Ξεπερνά, όμως, το όριο και φθάνει στην «ύβρη» και μαζί στην καταστροφή. Με αρκετή καθυστέρηση, ο Μυριβήλης μας δίνει ένα ακόμη μυθιστόρημα το 1949, την «Παναγιά τη Γοργόνα», την ιστορία μερικών προσφύγων που εγκαθίστανται σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Μυτιλήνης.
Όλα  τα βιβλία του Στράτη Μυριβήλη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ».
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναρτήσω ένα υπέροχο δείγμα της γραφής του με  τον δοκιμιακό λόγο του,   μικρά  αποσπάσματα  για:
" Τι είναι Τέχνη;" του Στράτη Μυριβήλη
(Τα Χειρόγραφά του  Στράτη Μυριβήλη στον Πάλλη)

Τι είναι λοιπόν, και τι γυρεύει η Τέχνη για την οποία τόσο πολύ μιλούμε όλοι οι άνθρωποι, πτωχοί και πλούσιοι… τω πνεύματι; Αλήθεια, δεν πιστεύω νάναι τίποτ’ άλλο στον κόσμο που γι’ αυτό να γράφτηκαν τόσο πολλά και τόσο σοφά βιβλία με σκοπό να το ξηγήσουν. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να φαρδύνουν και να πλαταίνουν ολοένα την άγνοιά μας γύρω στο ζήτημα. Και αυτό βέβαια είναι ένα είδος σοφία, το να ξέρεις την έκταση της άγνοιάς σου. Ένα πλήθος ορισμοί, θεωρίες, συστήματα, σοφιστείες. Όλοι πολιορκούν το ζήτημα. Όλοι μας δείχνουν με το δάχτυλο το Ιερό, και κανείς δε στάθηκε βολετό ν’ ανασηκώσει το μυστικό πέπλο. Και έτσι που η Τέχνη, κοντά στάλλα, έχει και τη λαφριά της πλευρά, την πλευρά της μόδας και της κοσμικότητας, κάθε λίγο και λιγάκι ξαπολιούνται λογής – λογής «φιλολογικοί συνεργάτες», και ρίχνουνται επί δικαίους και αδίκους με το ερωτηματολόγιο στο χέρι:
- Πείτε μου, σας παρακαλώ, τι νομίζετε πως είναι Τέχνη; Τι πιστεύετε προσωπικά γι’ αυτή; Η Τέχνη για την Τέχνη; Η Τέχνη είναι η ζωή κοιταγμένη μέσ’ από μιαν ιδιοσυγκρασία; Είναι φαινόμενο κοινωνικό; Είναι φροϋδική εξιδανίκευση; (Και οι άλλοι, οι πιο αφελείς:) Είναι ταξικό φαινόμενο;
Ειλικρινά πιστεύω πως όλοι αυτοί οι ορισμοί και οι περισσότεροι είναι για τον καλλιτέχνη αδειανά λόγια. Αν προσέξει κανείς όλους που μίλησαν και είπαν ενδιαφέροντα πράματα για την Τέχνη, θα δει πως αυτοί δεν είναι οι καλλιτέχνες, οι δημιουργοί που την πραγματοποιούν. Και όσοι πάλι απ’ αυτούς είπαν αφορισμούς για την Τέχνη, τόκαμαν κοροϊδεύοντας, ή απλώς, όπως ο Ουάϊλδ, για να πουν ένα χαριτωμένο λόγο. Και το πράμα είναι πολύ φυσικό. Ο καλλιτέχνης δίνει πραγματώσεις της Τέχνης. Όποιος έχει καιρό και μεράκι ας κάτσει να βγάλει απ’ αυτή την εμπράγματη απάντηση όσους ορισμούς θέλει.
Αν ζούσε σήμερα ο Σκόπας και τον ρωτούσαν, κύριε Σκόπα, τι εστί Τέχνη; Ο Σκόπας θα μπορούσε να τους απαντήσει: Πηγαίνετε, παιδιά μου, στο Μουσείο, και ζητήσετε να σας δείξουν το γυναικείο κεφάλι που βρέθηκε στην Τεγέα. Είναι ένα κομμάτι από τσακισμένο άγαλμα. Νομίζω πως αυτό είναι Τέχνη! Κι αν ρωτούσε κανένας τον Μπετόβεν τί είναι Μουσική, η πιο φυσική απάντηση που θα μπορούσε να δώσει, θα θύμιζε τον παλιό βασιλιά της Γαλλίας: Η Μουσική είμ’ εγώ!
Δεν γίνεται λοιπόν οι καλλιτέχνες να μας δώσουν άλλες απαντήσεις από τα έργα τους. Μέσα σ’ αυτά έχουν κλείσει τους ορισμούς των και τους νόμους των, που δεν είναι άλλο παρά πλαστικές υλοποιήσεις της εξαιρετικής των προσωπικότητας.
 Μαζεύουνται λοιπόν κατόπι γύρω απ’ αυτά τα έργα οι φιλόσοφοι, οι αισθητικοί, οι κριτικοί, και πασχίζουν να μας τα εξηγήσουν – σαν να μας χρειαζόταν αυτές οι εξηγήσεις.
 Αυτό, από την εποχή του μεγάλου Αριστοτέλη και του συγγραφέα του «Περί ύψους» ως τις μέρες μας που η κριτική έγινε ρεπορτάζ. Θυμάμαι κιόλας έναν δικόνε μας, που επί χρόνια μας έγραφε και μας καθοδηγούσε πώς πρέπει να γράφεται ένα σωστό μυθιστόρημα, και σαν είδε πως δεν μπορούσαμε να επωφεληθούμε από τις αληθινά σοφές του υποδείξεις, έπιασε κ’ έγραψε ατός του ένα μυθιστόρημα, που ήταν ένα έξοχο υπόδειγμα του: πώς δεν πρέπει να γράφεται ένα σωστό μυθιστόρημα. Όμως τέτοιες συγκινητικές υπάρξεις δε βρίσκουνται δυστυχώς συχνά στα Ελληνικά Γράμματα.
Μένουν όμως οι μεγάλοι φιλόσοφοι, που ασχολήθηκαν σοβαρά για το μεγάλο θέμα της Τέχνης, και έδωσε ο καθένας τους μια προσωπική απάντηση στο ερώτημα. Τους θαυμάζουμε, τους διαβάζουμε, τους ακούμε, και πάλι κανένας τους δε χορταίνει τη δίψα μας να μάθουμε κάτι θετικό.
Πολύ φυσικό αυτό, αν σκεφτούμε πως κάθε φιλοσοφικό σύστημα αποτελείται κατά κύριον λόγο από το φιλόσοφο που το ίδρυσε. Δηλ. κάθε άνθρωπος που προσπαθεί να ξηγήσει το μυστήριο της ζωής (και αυτό κάνει η φιλοσοφία, η δε Τέχνη αποτελεί μιαν από τις μορφές αυτού του μυστηρίου), είναι επόμενο να μας μεταδίδει ό,τι του υπαγορεύουν η σωματική, η ψυχική και η πνευματική ιδιοσυγκρασία, που αποτελούν την ομοούσια και αδιαίρετη τριάδα της ανθρώπινης υπόστασης. Επομένως μέσα στο φιλοσοφικό σύστημα, αν ψάξει κανείς, θα βρει τα ψυχοφυσιολογικά χαρακτηριστικά του δημιουργού του. Ένας δυστυχισμένος από το στομάχι του Σοπενάουερ, θα τα βλέπει όλα μαύρα και σκοτεινά, ένας άρρωστος Νίτσε θα θεοποιήσει τη δύναμη κ.ο.κ. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι πως κάθε άποψη του φιλοσόφου πρέπει αναγκαστικά νάναι συνταιριασμένη οργανικά μέσα στο σύστημά του. (Στην υλιστική φιλοσοφία του Μαρξ δε χωρά άλλη εξήγηση της Τέχνης απ’ αυτή που δίνει ο κομμουνισμός.)
 Και αυτό πάλι αποτελεί μιαν άλλη πλευρά στις ελαττωματικότητες των φιλοσοφικών απόψεων για την Τέχνη. Κάθε προσπάθεια δηλ. για την εξήγηση της ζωής και των φαινομένων της, ουσιαστικά δεν είναι παρά μια προσωπική ομολογία, που αγωνίζεται να δικαιωθεί με λογικά σχήματα.
Μα αυτό φυσικά δε χορταίνει την πείνα του ειδέναι, που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, σαν ευλογία και σαν κατάρα, από την εποχή που οι δύο πρωτόπλαστοι θυσίασαν τον παράδεισό τους για να δοκιμάσουν τους καρπούς του Δέντρου της Γνώσεως.

« Το Πνεύμα της 28ης Οκτωβρίου»


Είναι μέσα στη ζωή των ατόμων, όπως και μέσα στη ζωή των λαών, μερικές ημερομηνίες που στέκουνται σαν ορόσημα και υψώνουνται σαν βίγλες. Εκεί λοιπόν που περπατάμε την καθημερινή μας χαμοζωή, σκυφτοί κάτω από το βάρος της βιοπάλης, σκυθρωποί από τα πάθη και τα ιδιωτικά συμφέροντα, βλοσυροί από τον ανελέητον αγώνα για την ύπαρξη, ακούμε τις ιερές καμπάνες να σημαίνουν τον όρθρο της ψυχής και ξαφνιαζόμαστε.
Σταματάμε μεσοστρατίς και βλέπουμε μπροστά μας την ψηλή κορφή. Η καρδιά γεμίζει αναγάλλια, τα μάτια μας βουρκώνουν. Ώ! την ξαίρουμε τούτη την υψηλότατη σκοπιά, στην κορφή της ανεμίζει χαιρετιστικά η σημαία που υψώσαμε με τα ματωμένα μας χέρια. Με τούτα τα δικά μας χέρια, με των πατεράδων μας, με των προγόνων μας τα χέρια!
Αυτό μας κάνει να σηκώσουμε το μέτωπο, αυτό μας κάνει να ξεφορτωθούμε μια στιγμή το φορτίο των μεριμνών που χαμηλώνουν τα μάτια και το πρόσωπο προς τη γη.
Τότες μια λαχτάρα ξεπηδάει από την καρδιά μας. Νανέβουμε την ψηλή κορυφή, να σταθούμε ορθοί στην ακρότατην άκρην, εκεί που ο ουρανός είναι ανοιχτός και οι ορίζοντες αποτραβιούνται στ’ απόμακρα. Να βάλουμε αντήλιο το χέρι κι από κει ψηλά ν’ αγναντέψουμε τα περασμένα, να μαντέψουμε και τα μελλούμενα. Από πού ήρθαμε. Ποιες στράτες περάσαμε. Σε ποια ριζικά τραβάμε.
Τα περασμένα τα προσφέρνει στη ματιά μας η ιστορία. Η μνήμη βαδίζει πάνω στους περπατημένους δρόμους, αγγίζει πρόσωπα, τοπεία, ονόματα και περιστατικά που διάβηκαν και πάνε. Ψάχνει τις εικόνες, φυλλομετρά τα βιβλία, χαϊδεύει τ’ άρματα τα παλιά.
Αμή τα μελλούμενα; Αυτά είναι σκεπασμένα από την ομίχλη των αγέννητων καιρών. Η Μοίρα έχει απλωμένη ανάμεσά μας κι’ ανάμεσά τους τη σκοτεινή αυλαία της. Το δράμα της ζωής ξετυλίγεται ώρα με την ώρα και κανένας δε ξαίρει την υπόθεση μηδέ τη λύση που προετοιμάζεται.
Όμως υπάρχουν τα προηγούμενα. Το δράμα της ιστορίας έχει αρχίσει πριν από πολλά – πολλά χρόνια, ξεκινώντας από το παραμυθόδραμα για να φτάσει στη συγκαιρινή τραγωδία. Μπορούμε λοιπόν να ξεδιακρίνουμε –άκρες, μέσες- τις θολές γραμμές και τα αβέβαια σχήματα που διαγράφονται πίσω από το κλειστό καταπέτασμα και το κολπώνουν. Μπορούμε να καθορίσουμε λίγο – πολύ την κατεύθυνση για τα βήματα που ακούμε να πλησιάζουν, σέρνοντας πίσω τους τη Μοίρα μας. Σ’ αυτό μας βοηθάει η αναγκαιότητα που είναι κλεισμένη μέσα σ’ όλες τις μορφές της ζωής και κλώθει το πεπρωμένο τους σαν ένα νήμα που δεν ξέρουμε την πρώτην άκρη του, όμως ξέρουμε πως ξετυλίγεται πάνω σε σταθερούς νόμους. Ξαίρουμε ακόμα πως μέσα στη ζωή των ατόμων και των λαών καμιά πτώση, κανένα ανέβασμα και κανένα σταμάτημα δεν είναι, που να μην υπάρχει σαν σπέρμα μέσα στην προηγούμενη, την προγονική ζωή τους.
Σήμερα ανεβαίνουμε την πιο ψηλή Βίγλα της νεώτατης ιστορίας μας. Ένας λαός οχτώ εκατομμύρια ψυχές, βαδίζει στο προσκύνημά του με τάξη, με σιωπή, με περισυλλογή. Ας παραμερίσουν οι δημοκόποι, ας κρυφτούν οι ένοχοι και οι δειλοί.
«Και μονάχα ας ακλουθάνε όσοι επράξανε λαμπρά», είπε ο Ποιητής.[…]

Στον επίλογο του δοκιμιακού του λόγου γράφει:
[…]
Ας διαφυλάξουμε λοιπόν την 28 του Οχτώβρη μέσα στα άδυτα της Εθνικής ψυχής γιατί είναι το Πνεύμα της Φυλής που μίλησε με τις σάλπιγγές της. Ας την κάνουμε συνείδηση. Ας την κάνουμε πανοπλία. Ας την κάνουμε κανόνα ζωής.
Όσο ζει η Φυλή αυτή, η 28 του Οχτώβρη θα καίγει μέσα της άσβυστη φλόγα. Και σαν ξανάρθουν τα δίσεχτα χρόνια και ο άνθρωπος κιντυνέψει ακόμα μια φορά να χάσει την αξιοπρέπειά του, η ελληνική φωτιά, που δεν σβύνει κάτω από τη στάχτη του χρόνου, θα περιμένει πάλι την ώρα της για να φωτίσει την έντρομη πανανθρώπινη ψυχή στο δρόμο της περιφάνειας, στης τιμής το δρόμο.
Η Ελλάδα των Μηδικών, η Ελλάδα της Πόλης, η Ελλάδα του 21, η Ελλάδα του 17 είναι μέσα στην Ελλάδα του 40. Σαν Φυλή σταθήκαμε άξιοι της Ιστορίας μας. Τώρα ένα είναι το χρέος μας:
Σαν άτομα να σταθούμε άξιοι της Φυλής μας.
Ψηλά τις καρδιές, οι Πανέλληνες!
Και ψηλά τις Σημαίες!


 



Διαβάστε για τον Στράτη  Μυριβήλη το αφιέρωμά μου , το 2015:
http://logotexnikoperiboli.blogspot.gr/2015/07/blog-post.html



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια