Όλα θα σβήσουν της Μαρίας Πολυδούρη

Όλα θα σβήσουν της Μαρίας Πολυδούρη




Όλα θα σβήσουν και του ήλιου η πλανεμένη αχτίδα
είνε η στιγμή να φύγη.
Πάλι η βουβή μας κάμαρα χωρίς καμμιάν ελπίδα
τάδεια μας μάτια σμίγει.

Κι' απόψε η νύχτα θα διαβή με την τρελλή μου σκέψη,
όλη φιλιά και δάκρι
και θα μας εύρη η αυγή, νεκρούς που θάχουν επιστρέψει
σε μιας ζωής στην άκρη.


Ό,τι μάταιο στις μέρες μου μπαίνει πιο μάταιες πούνε
με φόβο το κοιτάζεις.
Εξώ στον κήπο από χαρά τάνθη λιγοθυμούνε.
Σαν τι χαρά μου τάζεις
κι' όλο γυρίζω τη ματιά στην άψυχή σου εικόνα;
Διάδημα απ' άσπρο φως
σου γίνεται του βάζου μου η εαρινή κορώνα,
της μυγδαλιάς ο ανθός.

Κ' έτσι γλυκαίνει σου η μορφή και στο άρωμα η καρδιά μου,
που να σε καρτερώ
να σε λυγίσουν τα βαριά μύρα ναρθής κοντά μου,
ναρθής με τον καιρό.

Είμαι τρελλή να σ' αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
να λυώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νοιώθω τώρα πως αυτό που μούδωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.

Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό
κ' έτσι να δέρνωμαι μ' αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλλα να ρουφώ.

Τι θ' απογίνω, αγαπημένε, που θα σε ζητήσω;
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,


με τόνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές.

Που νάσαι; Τι ναπόμεινε από σε να το ζητήσω;
Που νάναι το στερνό μου αυτό αγαθό;
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι' αυτό να ζήσω
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.

Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού και σαγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κ' υποψιάζομαι, ζηλεύω, δεν σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.

Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει
μια υπόσχεση που αργεί πολύ ναρθή.
Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.

Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι' ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελλαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν.

Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, 'πε μου,
τι θα ωφελήση, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί καλέ μου,
να σβήση πια η αγάπη μου; Και να μη σ' αγαπώ,

ενώ θάναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλήται τον αιώνιο έρωτα και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.

Ω, δε μου δίνει ο θάνατος καμμιά καμμιάν ελπίδα
και μου τις έσβησε η ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια