Με την δημιουργική γραφίδα του Πάνου Σταθογιάννη στο Λογοτεχνικό περιβόλι©.

Με την δημιουργική γραφίδα του Πάνου Σταθογιάννη στο Λογοτεχνικό περιβόλι©.



Δεν Υπάρχει περίπτωση, με όποιο τομέα και αν ασχοληθεί ο Πάνος Σταθογιάννης να μην τα καταφέρει να αγγιξει τον αναγνώστη!
Είτε γράφει ποίηση, ελεύθερη ή με ομοιοκαταληξία, είτε ασχοληθεί με τον πεζό λόγο…
Αλλά ας αφήσουμε την ίδια την γραφή να μιλήσει για εκείνον με 6  αντιπροσωπευτικά κείμενα, που επέλεξε για σας το Λογοτεχνικό περιβόλι…
ΕΠΤΑ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ του Πάνου Σταθογιάννη

1. Ποίηση ανίερη δεν γίνεται.
2. Τα παιδικά χρόνια είναι μια προκαταβολική εκδίκηση.
3. Εχθρός της φωνής είναι η ηχώ, όχι η σιωπή.
4. Το “ιδανικό” σχετίζεται περισσότερο με τη μνήμη παρά με την ελπίδα.
5. Όλες οι προφητείες είναι θρασύδειλες – εκπληρώνονται μόνο όταν τους γυρίσεις την πλάτη.
6. Ο ήλιος είναι μια παραφροσύνη της σκιάς.
7. Δεν υπάρχει πιο ατράνταχτη απόδειξη ότι ο θεός μάς αγαπάει από τα κεράσια.

ΕΝΔΥΜΙΩΝ


Υπάρχει κάποιος που κοιμάται χρόνια τώρα. Πετάνε γύρω του πουλιά. Περνούν από το στήθος του καράβια. Πάνω στα βλέφαρά του τα κλειστά στεγνώνουν πρωτοβρόχια. Όμως εκείνος δεν τους δίνει σημασία. «Έχω μια αγάπη εκεί, μέσα στο όνειρο», λέει και ξαναλέει παραμιλώντας.
Διαβάτες έρχονται από μακριά και τον κοιτούν. Σηκώνουνε τους ώμους. Προσπερνάνε. Κάποιες σεμνούλες μυροφόρες τόνε νομίζουνε νεκρό. Λουλούδια φέρνουν και του ραίνουνε την κόμη. Κι ένα κορίτσι τόσο δα όταν ξυπνήσει θα τον πάρει για πατέρα. Όμως εκείνος δεν αλλάζει ούτε πλευρό. «Έχω μια αγάπη εκεί, μέσα στο όνειρο», λέει και ξαναλέει παραμιλώντας.
Θα ’ρθει καιρός που μία ετέρα –η τελική– πραγματικότητα θα επιμείνει. Θα σκύψει πάνω του κι από τον ώμο στιβαρά θα τον τραντάξει. Θα ’χει στον κόρφο της στυγνά πολλά να τον φιλέψει. Και πάνω απ’ όλα – το αναπότρεπτο της λήθης, τη σκουριά, τα πράγματα που είναι έτσι όπως είναι. Όμως εκείνος δεν θα βγει από τον ύπνο του. «Έχω μια αγάπη εκεί, μέσα στο όνειρο», λέει και ξαναλέει παραμιλώντας.
***
(Παρακαλώ σας, μη νομίσετε πως οι αγάπες των ονείρων είναι πρόθυμες. Κοιτούν μπροστά, κοιτούν αλλού, με βλέμμα ψύχραιμο ωσάν της σαύρας. Ενώ εκείνος θα κοιμάται αναλφάβητος στο ξύλο, χωρίς ούτε ένα όνομα να ενσαρκώνει.
Δεν πρόκειται να βγει από τον ύπνο. Ίδια ερημιά είναι κι εκεί, όμως αυτόν στο όνειρο τον έταξε η μοίρα. «Έχω μια αγάπη εκεί, μέσα στο όνειρο», λέει και ξαναλέει παραμιλώντας.)
"Ο Γραφιάς (Homo scriptor), εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013.


"ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΜΕΝΟΥΣ"


Να υπάρχετε, αλλά με τακτά διαλλείματα, κατά τη διάρκεια των οποίων απλώς να υποδύεστε την ύπαρξη, διαφορετικά θα σας συντρίψει η βιασύνη της να υπάρξει.
Να είστε ανάρμοστοι, γιατί η ειμαρμένη δεν αγαπάει τις ευθείες οδούς και μόνο στις διακλαδώσεις της εκδηλώνεται ως αρετή.
Να μην στρέφετε ποτέ την πλάτη σας στη νυχτερινή θάλασσα, αλλιώς θα σας απαγορευτεί διαπαντός να έχετε δίκιο σε οτιδήποτε.
Να πολιορκείτε τον εαυτό σας εκ των έσω, όπως η Κλυταιμνήστρα τον Αγαμέμνονα, ο Βρούτος τον Καίσαρα, και ο ιερός σκώληξ το μήλο.
Να ερωτεύεστε σαν να βεβηλώνετε ναό, σαν να μπαζώνετε με άνθη ανάξια χάσματα, σαν να καταχράστε όλα τα δικαιώματα που σας εκχωρεί απαιτητικά ο άλλος
Να αγαπάτε, μετατρέποντας τη συγκίνηση σε γαλήνη, και να τιμάτε με ευλάβεια τα αγκάθια που κάνουν τον κάκτο αυτό που οφείλει να είναι.
Να εναρμονίζετε εν αγνοία σας την αδημονία με την υπομονή, όπως η τίγρη που παραμονεύει το θήραμά της.
Να αντιφάσκετε χαριτωμένα, με τον τρόπο που η Γη αυθαδιάζει παρά την συμπαντική της ασημαντότητα.
Να δείχνετε εύκολα τις παλάμες σας, αλλά κάθετα, σαν ξαφνικά να σας ξέφυγε το τσεκούρι.
Να μην ξεχνάτε ποτέ ότι, καθ΄όλη τη διάρκεια της Ιστορίας των ανθρώπων, οι αρνησιπάτριδες είχαν πάντα άδικο.

"ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ"
 (παιδικό τραγουδάκι)


Τον Κοντορεβιθούλη / τον λέγανε κοντό,
μα τους τρελαίνει όλους / στο άλμα επί κοντώ.
Τον άγγιξε τον πήχη / τον πέρασε ξυστά –
εικοσιέξι μέτρα / και πέντε εκατοστά.
Για έκτη Ολυμπιάδα / απ’ όλους πιο μακριά
ξαναπετάει τη σφύρα / η κότα η γριά.
Στο τζούντο μια μπεκάτσα / νικάει τον Κίνγκ Κονγκ
και γράφουν ιστορία / τα χέλια στο πινγκ πονγκ.
Ρεκόρ στο κατοστάρι / στον χρόνο τον μισό –
σαρανταποδαρούσα / κερδίζει το χρυσό.
Τα μπροστινά της πόδια / το ’ρίξαν στο πλεχτό
μέχρι να τερματίσουν / τ’ άλλα τριανταοχτώ.
Μια γεμιστή ντομάτα / νικάει στο “αμπεμπαμπλόν”
τα “μπλιν” τα αποκρούει / και βάζει όλα τα “μπλον”.
Κανένας μας δεν ξέρει / τι άθλημα είναι αυτό,
που μοιάζει με συρτάκι / μπουγέλο και κρυφτό.
Οι πέργκολες στο πόλο / ομάδα φοβερή
νικούν τις ζαρντινιέρες / που ήταν φαβορί.
Διασυρμός – τα γίδια / από το Σαν Τροπέ
στις κουτουλιές κερδίσαν / μα βρέθηκαν ντοπέ.
Κουνάμε σημαιάκια / δακρύζουμε κι εμείς
στις τρέλες βγαίνει πρώτος / ο σκύλος μας, ο Ερμής.
Φοράει ένα μπλουζάκι / που γράφει “Peace & Love”
του παίρνουν συνεντεύξεις / και απαντάει “γαβ”.


ΑΥΤΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ


Αυτή η γυναίκα απέναντι που κάθεται με τα πόδια σταυρωμένα και τα δάχτυλα των χεριών μπλεγμένα στο πάνω γόνατο, εμφανίζεται στη ζωή μου ακανόνιστα. Κάτι Παρασκευές νομίζω, που όμως εγώ τις μπερδεύω με άλλες μέρες, γι' αυτό και αδυνατώ να προσδιορίσω την έως δευτερολέπτου ακρίβειά της. Σωστότερα, δεν εμφανίζεται εκείνη - εγώ πηγαίνω στα τυφλά, εγώ πηγαίνω απελπισμένος στα άγνωστα στέκια που συχνάζει και την ψάχνω. Με το που ανοίγω επιτέλους μια ρωγμή και μπαίνω μέσα, αστράφτει κόκκινα το πετράδι στον παράμεσό της και προς στιγμήν τυφλώνομαι. Κόκκινο σπιθίζουν και τα νύχια της, αλλά θαμπά, σεμνότερα. Αυτός είναι ο λόγος που υστερούν τα άλλα χρώματα τριγύρω, που σκυθρωπιάζουν, που ρέπουν εμφανώς προς τη σέπια. Κάτι σαν παλιά ρώσικη ταινία δηλαδή, κάτι σαν τζάμι χνωτισμένο από ασημένιο σαμοβάρι. Ακόμα και το φως μοιάζει νωθρό. Κινείται όσο μια σταγόνα μέλι κάθετα στο σαγόνι της. Ίσως προλάβω προτού στάξει, ίσως προλάβω προτού με πάρει το Σάββατο.
Τις περισσότερες φορές την πετυχαίνω σ' ένα μπαρ - δεν ξέρω πού, ξεχνάω το όνομα, μάταια τη ρωτάω κάθε τόσο, δεν μου λέει. Πάντως, κάθεται μόνιμα σ' ένα περιστρεφόμενο σκαμπό. Ένας μαυρούλης κλαίει τα δικά του στο γραμμόφωνο, λεφτά αλλάζουν χέρια στα τραπέζια, κάποιοι τη ζαχαρώνουν από μακριά, μα δεν τολμούν. Την ξέρουν, άλλωστε, καλά - τόσα χρόνια καρφωμένη στην μπάρα, στην ίδια θέση, με το ίδιο ποτό. Εγώ δεν το γνωρίζω αυτό το μαγαζί, αγνοώ τα έθιμά του. Στέκομαι ευγενικά μπροστά της, ζητάω την άδεια κάτι να κεράσω. "Όχι", μου λεει, "περιμένω κάποιον". Τα μάτια της φτερουγίζουν πάνω από τον ώμο μου, πάλι προς την πόρτα. Και όταν λύνει τον γόρδιο των δαχτύλων της στο γόνατο, προς χάριν ενός τσιγάρου το κάνει, δεν με σχετίζει με την τροχειά των χεριών της. Καθώς με αποσύρει ολόσωμο το Σάββατο, εκείνη ολοκληρώνει την εικόνα εν αγνοία μου, ανακατεύοντας με το νύχι τα παγάκια στο ποτήρι της.
Τυχαίνει κάποτε να είναι δεκτική, σε μέρη άλλα όμως, μεταιχμιακά. Σ' έναν σταθμό τραίνου, ας πούμε, νύχτα, στην αίθουσα αναμονής, με τα γυαλιστερά απ' την τριβή παγκάκια. Τώρα τα χέρια της διίστανται. Το ένα σκιρτάει νευρικό στη ράχη τής εμπριμέ βαλίτσας, το άλλο μία τσαντούλα δερμάτινη προστατεύει κολλητά στον γοφό. "Ξέρετε", κάθομαι δίπλα, με τον σάκο εκστρατείας ανάμεσα στα πόδια μου, "το τραίνο αυτό, αν και ταχεία, δεν έρχεται ποτέ στην ώρα του. Δεν έρχεται ποτέ. Όμως - μαζί σας, οπουδήποτε, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων". "Εγώ πηγαίνω Κρακοβία", λέει, κι ανοίγοντας την τσάντα που προστάτευε, μου δείχνει το προπολεμικό εισιτήριο και ένα-ένα όλα τα όργανα της βεβήλωσης.
Αυτή η γυναίκα απέναντι εμένα περιμένει.
Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα  ή να επικοινωνήσετε μαζί του:



"ΑΘΩΟΤΗΤΑ"
Να ξεχάσουμε βαθιά. Ως τη σαύρα. Ως τη λάσπη προτού την πνοή του θεού. Προτού το δώρο.
Πάνος Σταθογιάννης












Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια