Λίγα λόγια για τον ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ και τα πιο αντιπροσωπευτικά του ποιήματα!

Λίγα λόγια για τον ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ και τα πιο αντιπροσωπευτικά του ποιήματα!






Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες


Μπουένος Άιρες, Αργεντινή, 24 Αυγούστου 1899 - Γενεύη, Ελβετία, 14 Ιουνίου 1986),
 ήταν Αργεντινός συγγραφέας και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα.
Παρόλο που είναι πιο γνωστός για τα διηγήματά του (όπου κυριαρχεί το στοιχείο του φανταστικού), ο Μπόρχες ήταν επίσης δοκιμιογράφος, ποιητής και κριτικός και έγραψε και κινηματογραφικά σενάρια.

 
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες. Ο πατέρας του, Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες Ασλάμ, ήταν δικηγόρος και δάσκαλος ψυχολογίας και επίσης είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες ("προσπάθησε να γίνει συγγραφέας και δεν τα κατάφερε"), είπε κάποτε ο Μπόρχες. "Έγραψε μερικά πολύ καλά σονέτα"). Η μητέρα του Μπόρχες, Λεονόρ Ασεβέδο Σουάρες, ήταν από παλιά οικογένεια της Ουρουγουάης. Ο πατέρας του ήταν εν μέρει Ισπανός, εν μέρει Πορτογάλος και μισός Βρετανός. Η μητέρα του Ισπανίδα και πιθανόν Πορτογαλίδα. Στο σπίτι μιλούσαν τόσο ισπανικά όσο και αγγλικά και από πολύ νωρίς ο Μπόρχες ήταν ουσιαστικά δίγλωσσος. Λέγεται ότι διάβαζε Σαίξπηρ στα αγγλικά στα δώδεκά του χρόνια. Μεγάλωσε στην τότε μακρινή και όχι πολύ ευημερούσα συνοικία του Παλέρμο, σε μεγάλο σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη.

Το πλήρες όνομα του Μπόρχες ήταν Χόρχε Φρανσίσκο Ισιδόρο Λουίς Μπόρχες Ασεβέδο (ισπ.: Jorge Francisco Isidoro Luis Borges Acevedo), αλλά, ακολουθώντας την αργεντίνικη παράδοση, δεν το χρησιμοποιούσε ποτέ ολόκληρο.

Νόμισμα πέσο Αργεντινής, αφιερωμένο στον Χόρχε Λουίς Μπόρχες (
 



Ο Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πολύ νωρίς το επάγγελμα του δικηγόρου εξαιτίας τη σταδιακής τύφλωσης, η οποία αργότερα θα επηρέαζε και τον γιο του, και το 1914 η οικογένεια μετακόμισε στη Γενεύη, όπου ο πατέρας Μπόρχες έτυχε περίθαλψης από ειδικό οφθαλμίατρο, ενώ ο Μπόρχες και η αδελφή του Νόρα (γενν. 1902) πήγαιναν σχολείο. Εκεί ο Μπόρχες έμαθε γαλλικά, με τα οποία προφανώς δυσκολεύτηκε αρχικά, μελέτησε μόνος του γερμανικά, και πήρε το μπακαλορεά από το Κολέγιο της Γενεύης το 1918.

Αφού τέλειωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικογένεια Μπόρχες έζησε τρία χρόνια σε διάφορα μέρη: το Λουγκάνο, τη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα, τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη. Στην Ισπανία ο Μπόρχες έγινε μέλος του αβάν-γκαρντ ουλτραϊστικού λογοτεχνικού κινήματος. Το πρώτο του ποίημα, "Ύμνος στη Θάλασσα", γραμμένο στο στυλ του Γουόλτ Γουίτμαν, εκδόθηκε στο περιοδικό Grecia ("Ελλάδα"). Εκεί συναναστράφηκε αξιόλογους Ισπανούς συγγραφείς, όπως τον Ραφαέλ Κασίνος Ασένς και τον Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα.
Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τυφλός.
 Δίδαξε σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου.
Αν και υπήρξε από τους κορυφαίους συγγραφείς του 20ου αιώνα, δεν τιμήθηκε ποτέ με το νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε στη Γενεύη το 1986.
Ο Μπόρχες εκπροσωπεί επάξια, παρατηρεί ο Αχ. Κυριακίδης, τη λογοτεχνία που φιλοσοφεί και όχι, ασφαλώς τη φιλοσοφία που λογοτεχνίζει. Γι’ αυτό και τα περισσότερα διηγήματά του αποφαίνονται, προτείνουν σκανδαλιστικές απόψεις σε προαιώνια ζητήματα, ενώ τα περισσότερα δοκίμιά του αναρωτιούνται, ταλαντεύονται σαν τα πιο γοητευτικά αστυνομικά αινίγματα.

Τα κείμενα του Μπόρχες προεικάζουν τον δισταγμό, αυτό που ο Τσβετάν Τοντόροφ έμελλε να προσδιορίσει ως αναγκαίο κατηγόρημα της μυθοπλαστικής λογοτεχνίας. Ο δισταγμός αυτός προκύπτει από ένα θεμελιώδες διφορούμενο ως προς την ακριβή φύση των γεγονότων που παρατίθενται σε μια φανταστική αφήγηση. Πραγματικό ή ψευδαισθητικό; Αυτή η θεμελιώδης ασάφεια συγχύζει τον αναγνώστη.




Ο Μπόρχες ήταν απόγονος αγωνιστών για τη χειραφέτηση της Αργεντινής, ενώ ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και καθηγητής ψυχολογίας σε ξενόγλωσση παιδαγωγική σχολή.

Σε ηλικία επτά χρονών συνέταξε στα ελληνικά μια σύνοψη της ελληνικής μυθολογίας. Οκτώ χρονών έγραψε το πρώτο διήγημά του, ενώ ένα χρόνο αργότερα μετέφρασε και δημοσίευσε τον Ευτυχισμένο πρίγκιπα του Όσκαρ Ουάιλντ.

Εξαιτίας μιας πάθησης στα μάτια του, που θα τον οδηγήσει προοδευτικά σε πλήρη τύφλωση, η οικογένεια Μπόρχες εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου ο Χόρχε Λουίς ξεκίνησε τις λυκειακές σπουδές του και απέκτησε μια υψηλού επιπέδου μόρφωση, τελειοποιώντας παράλληλα τις γνώσεις του στην αγγλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα. Εκεί, ήρθε σε επαφή με την εξπρεσσιονιστική ποίηση και τη γερμανική φιλοσοφία.

Το 1910 εγκατεστημένος στη Μαγιόρκα της Ισπανίας ολοκλήρωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του Οι κόκκινοι ρυθμοί όπου είναι φανερός ο θαυμασμός για την επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία.

Η οικογένεια των Μπόρχες, έπειτα από πολλές προσωρινές διαμονές και πολλά ταξίδια στην Ευρώπη, επέστρεψαν το 1921 στο Μπουένος Άιρες, όπου και παρέμειναν. Πλέον, ο Μπόρχες άρχισε να ανακαλύπτει τις φτωχογειτονιές της γενέτειράς του με τους compafritos ("μόρτες"), έγραψε ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια και "φαντασίες", ίδρυσε διάφορα περιοδικά και πήρε μέρος σε λογοτεχνικούς ομίλους.

Από το 1925, όταν δημοσιεύθηκε η ποιητική του συλλογή Η απέναντι Σελήνη και τα δοκίμια Έρευνες, έδινε το λογοτεχνικό παρόν με ένα έως δύο έργα το χρόνο, μέχρι το 1985, έτος που εκδόθηκε  η τελευταία ποιητική συλλογή του, Οι συνωμότες.

Ο Μπόρχες πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1986 στη Γενεύη και τάφηκε σύμφωνα με την επιθυμία του, στην πόλη των εφηβικών του χρόνων, στο Μπουένος Άιρες.

   

Ας διαβάσουμε  τα πιο γνωστά του ποιήματα:
 Jorge Luis Borges - Χόρχε Λουίς Μπόρχες "Μαθαίνεις"



Μαθαίνεις

Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.

Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια

Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις

Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού

Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.

Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη
Και ότι, αλήθεια, αξίζεις
Και μαθαίνεις… μαθαίνεις
…με κάθε αντίο μαθαίνεις


Βίντεο - Χρυσούλα Καλογιαννίδου






Ποίημα στους φίλους


Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις
για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,
ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου ˙
όμως μπορώ να σ’ ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.

Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.

Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια της
για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.

Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να είμαι φίλος σου.

Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω
ή κάτω ή στη μέση.

Δεν ήσουν πρώτος
ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.

Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.

Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.
Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.

Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος
στη λίστα σου.

Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.

http://digitalschool.minedu.gov.gr/




Το τετράδιο Σαν Μάρτιν
Θάνατοι του Μουένος Άιρες
I
Η ΤΣΑΚΑΡΙΤΑ

Είναι γιατί τα σπλάχνα
του κοιμητηρίου του νότου
χόρτασαν απ’ τον κίτρινο πυρετό
όσο να πεις φτάνει.
Είναι γιατί μαχαλάδες φτωχόσπιτα
ξαπόστελναν θάνατο
στο μέτωπο του Μπουένος Αϊρες
και γιατί το Μπουένος Αϊρες
να βλέπει δεν μπορούσε
τούτο το θανατικό,
με φτυάρια σε ανοίξανε
στο παραγκωνισμένο ακρινό
της δύσης,
πίσω από τις αμμοθύελλες
και τη παχιά αδούλευτη λάσπη
πού ’κανε για τους ζωολάτες.
Εκεί παραπάνω τίποτες
από τον κόσμο
και τα ειωθότα
των άστρων
πάνω από τα αγροτόσπιτα,
και το τραίνο ξεκίναγε
από ένα υπόστεγο στο Bermejo
με τους λησμονημένους
του θανάτου:
νεκροί με άγρια γένια
και μάτια ορθάνοιχτα
νεκρές με ρικνή τη σάρκα
και δίχως μαγεία.
Οι μαγγανείες της θνητότητας –
κηλιδωμένη όπως οι άνθρωποι
στα γεννητούρια τους –
συνεχίζουν να ποτίζουν τις ρίζες σου
κι’ έτσι στοιχίζεις την καζάρμα
των ψυχών
το κρυφό σου ασκέρι
των οστών
πού πέφτουν στο βάθος
της νύχτας σου της ρημαγμένης
το ίδιο όπως
στα βάθη της θάλασσας.
Μια βλάστηση τραχιά
εξοβελισμένων λειψάνων
κρατάει αγάντα
απέναντι στους ατέλειωτους
τοίχους σου
στον χαμό εξοικειωμένους,
και οι πεισιθάνατοι μαχαλάδες
στραγγίζουν
τον φλογερό βίο τους
στα πόδια σου
σε δρόμους διάτρητους
στις μικρές ριπές λάσπης
ή πλαντάζουν με την νωχέλεια
των μπαντονεόν
ή με το σουράβλισμα των
καρναβαλικών κέρατων.
(Το πρόσταγμα της μοίρας
τώρα παρά ποτέ
πού μέσα μου κρατάει
το άκουσα τούτη τη νύχτα
στη δική σου νύχτα
όταν η κιθάρα στα δάχτυλα
του μόρτη
έλεγε το ίδιο με τις λέξεις,
πού λέγανε:
ο θάνατος είναι ζωή
αναλωμένη,
η ζωή είναι θάνατος
στο κατόπι.
Η ζωή τίποτες άλλο
δεν είναι
παρά θάνατος
πού πορεύεται φωταγωγός.)

Παρωδία νεκροταφείου,
η Quema
συνάζει θάνατο αυθάδικο
στα πόδια σου.
Αναλώνουμε και μολύνουμε
την πραγματικότητα:
210 νεκράμαξες
ατιμάζουν τα πρωϊνά
φέρνοντας σ’ αυτή
την καπνισμένη νεκρόπολη
πράγματα καθημερινά
πού με το θάνατο
έχουμε μπολιάσει.
Αλλόκοτοι ξύλινοι τρούλοι
και σταυροί σηκωμένοι ψηλά
περιδιαβαίνουν
τους δρόμους σου –
μαύρα πιόνια
ενός ύστατου ζατρικίου –
κι’ η κακοφορμισμένη τους
μεγαλοπρέπεια
σκεπάζει την αισχύνη
των θανάτων μας.
Στις τακτοποιημένες σου
μεριές
ο θάνατος είναι άχρωμος,
άδειος κι’ αριθμητικός.
καταπέφτει σε επετείους
και ονόματα,
σε θανάτους των λέξεων.

Η Τσακαρίτα:

αποχέτευση τούτης της πατρίδας
του Μπουένος Αϊρες,
τελευταίος σταθμός,
συνοικία κορακοζώϊτη
πού στοιχειώνεσαι
ανάμεσα στις άλλες,
λαζαρέτο τούτου του θανάτου
κι’ όχι της άλλης ζωής,
έχω ακούσει τα λόγια σου
τα γεροτραυλισμένα
και τέτοια δεν τα πιστεύω,
’τί η ίδια σου η μέθεξη
της οδύνης
είναι πράξη ζωής
και γιατί η πλησμονή
ενός μόνο τριαντάφυλλου
είναι πάνω απ’ όλα σου
τα μάρμαρα.


Η Ρεκολέτα

Εδώ είναι σχολαστικός ο θάνατος,
εδώ είναι ο θάνατος τού λιμανιού
ο γαληνεμένος,
ομογάλακτος στο φως το ανθεκτικό
και ζήδωρο του αίθριου
του Socorro
και της στάχτης της κοσκινισμένης
των καύσεων
και της λεπτής γλύκας του γάλακτος
των γενεθλίων
και των ριζωμένων δυναστειών
των patios.
Της ταιριάζουν
τούτες οι παλιές ηδύτητες
κι’ οι παλιές
τυπικότητες επίσης.

Η κορωνίδα σου
είναι η στοά η αξιοπρεπής
κι’ η άδολη γενναιοδωρία
του δέντρου
και το τιτίβισμα των πουλιών
πού νευματίζουν,
δίχως να το ξέρουν,
στο θάνατο
και ο παλμός των ταμπούρλων,
πού φουσκώνει το στέρνο,
στις στρατιωτικές παρελάσεις.
Η πλάτη σου
τα αφανή χαμόσπιτα του βορρά
και το τοιχίο των εκτελέσεων
της Rosas.
Σε αποσύνθεση αναδύεται
πίσω από τα μαρμάρινα
καλλιτεχνήματα
το ανεπέρειστο έθνος των νεκρών
πού στα σκοτάδια σου
αλλοιώνεται το ανθρώπινο
από τότε πού
η Μαρία ντε λος Ντολόρες Μασιέλ
θυγατέρα της Ουρουγουάης
– φύτρο τού κήπου σου για
τον ουρανό-
κοιμήθηκε, μικρή δα υπόθεση,
στις ερημιές σου.

Κι’ όμως στη σκέψη
θέλω να σταθώ
των λουλουδιών των ανέμελων
πού είναι η ιεροπρεπής σου
νεκρολογία
– κίτρινη λάσπη
κάτω από τις ακακίες
των παρυφών σου,
άνθη πού προσφέρθηκαν
εις ανάμνηση στα μαυσωλεία σου –
και στο γιατί της εξαίσιας
και χαυνωμένης ύπαρξης τους
δίπλα στα λείψανα
τα τρομερά
εκείνων πού αγαπάμε.

Το αίνιγμα διατύπωσα
και τη λύση του συνάμα
θα πω:
για πάντα τα λουλούδια
στο θάνατο παραστέκουν,
γιατί όλοι ασυνείδητα ξέρουμε
ότι η ύπαρξη τους
η ανάλαφρη και υπναλέα
είναι το καλύτερο
πού να συνοδέψει μπορεί
αυτούς πού πέθαναν
χωρίς να τούς πληγώσει
με την οίηση τού ζώντος,
χωρίς να είναι
περισσότερο ζωή
απ’ αυτούς.




Εσύ

Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε, μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη.
Υποστηρίζοντας το αντίθετο, κάνεις απλώς στατιστική, μια ανέφικτη προέκταση.
Ανέφικτη, σα να εξισώνεις τη μυρουδιά της βροχής με το χτεσινοβραδινό σου όνειρο.
Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Οδυσσέας, ο Άβελ., ο Κάιν, ο πρώτος άνθρωπος που ταξινόμησε τους αστερισμούς, κείνος που ύψωσε την πρώτη πυραμίδα, αυτός που έγραψε τα εξάστιχα του βιβλίου των Αλλαγών, ο σιδεράς που χάραξε τα ρουνικά στο σπαθί του Χένγκιστ, ο τοξότης Ειναρ Ταμπάρσκελβερ, ο Λουίς δε Λεόν, ο βιβλιοπώλης που γέννησε τον Σάμιουελ Τζόνσον, ο κηπουρός του Βολταίρου, ο Δαρβίνος στην πλώρη του Beagle, ένας Εβραίος στο θάλαμο αερίων και, με τον καιρό, εσύ και εγώ.
Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στην Τροία, στον Μέταυρο , στο Χέηστινγκς, στο Άούστερλιτς, στο Τραφάλγκαρ, στο Γκέτττισμπεργκ.
Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στα νοσοκομεία, στα καράβια, σ’ αβάσταχτη ερημιά ή στην κρεβατοκάμαρα της ρουτίνας και των ερώτων .
Μονάχα ένας άνθρωπος κοίταξε την απέραντη αυγή.
Μονάχα ένας άνθρωπος αισθάνθηκε στον ουρανίσκο του τη δροσεράδα του νερού, τη γεύση των καρπών και της σάρκας.
Μιλάω για τον έναν, τον μοναδικό, αυτόν τον πάντα μόνο.
http://enallaktikidrasi.com/2014/06/xorxe-louis-mporxes-esy/#ixzz34dx5UhcR


Οι δρόμοι

Οι δρόμοι του Μπουένος Αϊρες
είναι να η ψυχή μου.
Όχι οι αδηφάγοι δρόμοι,
οι αγχωτικοί
του πλήθους και της βιασύνης,
αλλά οι δρόμοι οι αδέσποτοι
των συνοικιών
σχεδόν αόρατοι
από τους συνηθισμένους
μαυλισμένοι από τις σκιές
και το ηλιοβασίλεμα
κι’ εκείνοι πιο μακριά
απρόσιτοι στα
δέντρα τα τακτοποιημένα
εκεί πού τα χαμόσπιτα
μόλις ξεμυτούν,
θαμμένα
μέσα στις ατέλειωτες αποστάσεις,
πού να χάνονται
στο βαθύ πεδίο
του ουρανού και της πεδιάδας.
Είναι για τον μοναχικό
μια υπόσχεση
γιατί χιλιάδες ψυχές ξέχωρες
τα κατοικούν,
μοναδικές μπροστά στον Θεό
και τον χρόνο
και χωρίς κουβέντα πολύτιμες.
Ίσαμε την ανατολή, το βορρά και το νότο
έχουν εξαπλωθεί
– κι’ είναι πάλι η πατρίδα –
οι δρόμοι.

Μακάρι στους στίχους πού σκαρώθηκαν
να’ ναι αυτοί τα λάβαρα.




Υμνος στη θάλασσα

(απόσπασμα)

Έναν ύμνο λαχτάρησα στη θάλασσα σε ρυθμούς απλωμένους σαν τις κραυγές των κυμάτων˙
στη θάλασσα όταν ο Ηλιος στα νερά της σαν κατακόκκινη σημαία κυματίζει˙
στη θάλασσα όταν φιλά τα χρυσαφένια στήθη των παρθένων ακτών που καρτερούν διψασμένες˙
στη θάλασσα καθώς ουρλιάζουν οι ορδές της κι εξακοντίζουν οι άνεμοι τις βλαστήμιες τους˙
όταν αστράφτει μέσα στ' ατσάλινο νερό η λαμπερή και αιμόφυρτη σελήνη˙
στη θάλασσα όταν πάνω της διαχέει την απροσμέτρητη πίκρα του το Κύπελλο των Αστρων.
Σήμερα κατηφόρισα απ' το βουνό στην κοιλάδα
κι απ' την κοιλάδα στη θάλασσα.
Ο δρόμος τράβαγε μακρύς όσο κρατάει ένα φιλί.
Οι μυγδαλιές σκορπούσαν τις γαλανές σκιές των κορυφών τους πάνω στο μονοπάτι
και στην κορφή της κοιλάδας, ο ήλιος
τινάζει τις ολόχρυσες Γολκόνδες του στο γλαυκό σου δάσος: Θάλασσα!
Μητέρα, Αδελφή, Ερωμένη...!
Μπαίνω μες στους απέραντους κήπους των νερών σου και κολυμπώ μακριά από τη στεριά.
Τα κύματα έρχονται, με τους εύθραυστους θυσάνους των αφρών και χάνονται μες στη βουή.
Προς την ακτή.
Με τις κοκκινωπές βουνοκορφές της
με τα γεωμετρικά της σπίτια
με τις φοινικιές της, έρμαια του ανέμου
που τώρα έχουν γίνει πελιδνά και παράλογα σαν αποκρυσταλλωμένες
μνήμες!
Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης   http://www.poema.gr/


Αγρυπνία

Από ατσάλι,
από τανυσμένες βέργες ατόφιου ατσαλιού
γίνηκε η νύχτα
για να μη τη σχίζουν
και τη ξεχώνουν
τα μύρια πράματα
πού τα μάτια μου αποκαμωμένα
έχουνε δει
τα απαίσια πράματα
πού ανυπόφορα
τα φωλιάζουν.

Το κορμί μου απόκαμε τις νόρμες,
τους πυρετούς, τα φώτα:
στα βαγόνια
ενός μεγάλου σιδηρόδρομου
μέσα σ’ ένα τσιμπούσι
ανθρώπων πού αλληλομισούνται
σ’ ένα νήμα τραχύ
των προαστίων
σε μια αγροικία θαλπωρή
νοτισμένων αγαλμάτων
στη νύχτα τη παραφουσκωμένη
πού αφθονούν το άλογο
και ο άνθρωπος.

Το σύμπαν τούτης της νύχτας
έχει την απλοχωριά της λησμονιάς
και το αλφάδι του πυρετού.
Του κάκου πόθησα
ν’ απαλλαγώ
απ’ το σώμα μου
και από την έξαψη καθρέφτη
πού το αγαλλιάζει
και το κοντοζυγώνει
και του σπιτιού πού
αυγαταίνει τους εξώστες του
και του κόσμου πού φτάνει
ίσαμε στα δρομάκια
ενός ρημαγμένου φτωχομαχαλά
ξεθυμασμένου αέρα
και λασπουριάς.

Μάταια περιμένω
τα ξεφτίδια και τα σύμβολα
πριν αρχίσει το όνειρο.

Ακολουθεί η παγκόσμια ιστορία:
οι σχοινοτενείς διαδρομές τού θανάτου
στις ξεχαρβαλωμένες οδοντοστοιχίες
η κυκλοφορία του αίματος μου
και των πλανητών.
(Μίσησα το γλυφό νερό
της γούβας,
αηδίασα το δείλι
το τραγούδι του παπαγάλου.)
Τα ατέλειωτα αποκαμωμένα μίλια
του νότιου προαστίου,
τα μίλια πάμπας
βρωμερής και πρόστυχης,
μίλια ξεράσματος
να σβηστούν θέλουν από τη μνήμη.
Ποντισμένα μποστάνια,
αποφάγια στο σωρό
σαν σκύλοι,
βαλτόνερα στο ασημί
πού βρωμοκοπάνε:
Είμαι ο απαίσιος φύλακας
τούτων των ακίνητων σκηνικών.
Σύρματα, αναχώματα,
ρόλοι νεκρωμένοι,
υπολείμματα του Buenos Aires.
Πιστεύω ετούτη τη νύχτα
στην τρομερή αθανασία:
κανένας άντρας
δεν πέθανε μέσα στον χρόνο,
καμιά γυναίκα,
κανένας νεκρός,
γιατί αυτή πραγματικότητα
η αδήριτη
του σίδερου και της λάσπης
ξεπερνάει
την αδιαφορία αυτών πού είναι
κοιμισμένοι ή νεκροί
– ακόμα κι’ αν κρύβονται
μέσα στον βόρβορο και στους αιώνες –
και τους καταδικάζει
σε αγρύπνια στοιχειωμένη.
Τραχιά σύννεφα,
χρώμα της διαύγειας κρασιού
θα ατιμάσουν τον ουρανό.

θα ξημερώσει
στα βλέφαρα μου
τα σφιχτοκλεισμένα.

Edgar Allan Poe

Λαμπρότητα μαρμάρινη, μαύρη ανατομία
πού τη βεβήλωναν τα σκουλήκια του τάφου,
του θριάμβου τού θανάτου
τα ψυχρά σύμβολα μάζεψε.
Δεν τα φοβήθηκε.

Φοβήθηκε την άλλη σκιά, του έρωτα,
τη τρέχουσα ευωχία των περισσότερων.
Δεν τον τύφλωσε
το αστραφτερό το μέταλλο
ούτε το επιτάφιο μάρμαρο
μόνο το τριαντάφυλλο.
Σαν από τη πίσω μεριά του καθρέφτη
μοναχικός παραδομένος
στη μοίρα του την μεστή
τού να σκαρώνει εφιάλτες.
Ίσως από την πίσω πλευρά
του θανάτου,
να συνεχίζει να στήνει
μοναχικός και αλύγιστος
εξαίσια και αποκρουστικά
θάματα.
    ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 23η ΡΑΨΩΔΙΑ

(Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης)



Το  σιδερένιο τώρα πια σπαθί έχει κάνει

αυτό που όφειλε να κάνει: εκδικήθηκε.

Τα τρομερά δοξάρια, των εχθρών τα κράνη

στο αίμα βάφτηκαν που άφθονο χύθηκε.



Ο Οδυσσέας, σε πείσμα των κυμάτων

ενός θεού κι ενάντια στη δίψα των τεράτων,

κόντρα στον Άρη και τη φοβερή οργή του,

ξαναβρήκε τη γυναίκα και τη γη του.



Τώρα επιτέλους, απάνεμος λιμένας

για την περίφημη βασίλισσα ειν’ ο ώμος

του βασιλιά της. Που να βρίσκεται όμως



κείνος που εξόριστος τριγύρναγε τα πέρατα

παλεύοντας να εξηγεί σημεία και τέρατα

και λέγοντας πως τ΄ όνομά του είναι Κανένας



(Ο ΑΛΛΟΣ, Ο ΙΔΙΟΣ)





    Η ΘΑΛΑΣΣΑ



Θάλασσα. Πρώιμη θάλασσα. Θάλασσα του Οδυσσέα

κι εκείνου του άλλου Οδυσσέα

που ο λαός του Ισλάμ Σεβάχ Θαλασσινό αποκαλούσε.

Η θάλασσα των γκρίζων κυμάτων

του Έρικ του Ερυθρού, ψηλά στην πρύμνη

και του ιππότη εκείνου που έγραψε

ταυτόχρονα το έπος και την ελεγεία

της πατρίδας του στα τενάγη της Γκόας.

Θάλασσα του Τραφάλγκαρ. Αυτή που ύμνησε,

μες τη μακραίωνη ιστορία της, συχνά η Αγγλία

η δύσβατη θάλασσα που βάφτισε σε ένδοξο αίμα

στην καθημερινή πρακτική του πολέμου.

Η ασίγαστη θάλασσα που την έρημη αυγή

την αναρίθμητη άμμο αρμενίζει.



(ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΩΝ ΤΙΓΡΕΩΝ)




    ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ



Έναν ύμνο στη θάλασσα σε ρυθμούς απλωμένους

σαν τις κραυγές των κυμάτων·

στη θάλασσα όταν ο Ήλιος στα νερά της σαν κατακόκκινη ση-

μαία κυματίζει·

στη θάλασσα  όταν φιλά τα χρυσαφένια στήθη τω παρθένων

ακτών που καρτερούν διψασμένες·

στη θάλασσα καθώς ουρλιάζουν οι ορδές της κι εξακοντίζουν

οι άνεμοι τις βλαστήμιες τους·

όταν αστράφτει μέσα στ΄ ατσάλινο νερό η λαμπερή και αιμό-

φυρτη σελήνη·

στη θάλασσα όταν πάνω της διαχέει την απρόσμενη πίκρα

του το Κύπελο των Άστρων.

Σήμερα κατηφόρισα απ΄ το βουνό στην κοιλάδα

κι απ΄ την κοιλάδα στη θάλασσα.

Ο δρόμος τράβαγε μακρύς όσο κρατάει ένα φιλί.

Οι μυγδαλιές σκορπούσαν τις γαλανές σκιές των κορυφών

τους πάνω στο μονοπάτι

και στην κορφή της κοιλάδας, ο ήλιος

τινάζει τις ολόχρυσες Γολκόνδες του στο γλαυκό σου δάσος:

Θάλασσα!

Μητέρα ,Αδελφή , Ερωμένη!…

Διασχίζω τους απέραντους κήπους των νερών σου και κολυμπώ

μακριά από τη στεριά.

Τα κύματα έρχονται, με τους εύθραυστους θυσάνους των

αφρών και χάνονται μες τη βουή. Προς την ακτή.

Με τις κοκκινωπές βουνοκορφές της

με τα γεωμετρικά της σπίτια

με τις φοινικιές της, έρμαια του ανέμου

που τώρα έχουν γίνει πελιδνά και παράλογα σαν αποκρυσταλ-

λωμένες μνήμες!




(ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ)



Ο Οιδίποδας και το αίνιγμα

Την αυγή τετράποδο, στητός την ημέρα
και με τρία πόδια σεργιανίζοντας
στις έρημες απλωσιές
του βραδινού,
έτσι εθώριασε η αιώνια σφίγγα
τον παραλλαγμένο αδελφό της,
τον άντρα,
και το βράδυ ήρθε κάποιος
πού έλυσε τον γρίφο,
ενεός της εικόνας της φριχτής
στον καθρέφτη,
της ανάκλασης της παρακμής
και της μοίρας του.
Είμαστε Οιδίποδες
και μ’ ένα τρόπο αναλλοίωτο
το μεγάλο
και τρισυπόστατο τέρας,
ό,τι θα γίνουμε
και ό,τι γινήκαμε.
Η όψη
της μορφής της άφατης
του Είναι μας
θα μας είχε συντρίψει.

το έλεος του Θεού
μας χάρισε τη μετάβαση
και τη λησμονιά.



Όρια

Από τούτους τους δρόμους
πού μπλαβίζουνε το δείλι
ένας θα είναι (δεν ξέρω ποιος)
πού θα τον έχω κιόλας διαβεί
στερνή φορά,
αδιάφορος και ανυποψίαστος,
παραδομένος.

Σ’ αυτόν πού ορίζει άτεγκτες νόρμες
κι’ ένα κρυφό και άκαμπτο ζύγι
για τις σκιές, τα όνειρα
και τις μορφές
πού κεντάνε το υφάδι
τούτης της ζωής.

Αν για όλα υπάρχει όριο
και μέτρο
και ύστατη φορά
και το όχι πλέον
και λησμοσύνη
ποιος θα μας πει, ποιόν,
σ’ αυτό το σπίτι
αποχαιρετίσαμε
χωρίς να το ξέρουμε;

Απ’ το μαβί το παράθυρο
η νύχτα σέρνεται
κι από το σωρό τα βιβλία
πού μια κολοβωμένη σκιά
απλώνεται στο θαμπό
το τραπέζι,
θα βρίσκεται κάποιο
πού ποτέ δε θα διαβάσουμε.

Υπάρχουνε στο νότο
κάτι παραπάνω
από αυλόπορτες
ξεχαρβαλωμένες
με τις χτισμένες υδρίες
και τους χλωρούς κάκτους
πού το έμπα
μού κλείνουν
σαν να’ τανε λιθογραφίες.

Μια πόρτα τη σφάλισες
για πάντα
κι’ ένας καθρέφτης
μάταια σε περιμένει..
το σταυροδρόμι
σού φαίνεται ορθάνοιχτο
μα το βιγλίζει,
τετραπρόσωπος, Ιανός.

Σε όλες σου τις μνήμες
υπάρχει μια
πού ανεπίστρεπτα χάθηκε…
δεν θα σε δούνε
σ’ αυτή την κρήνη
να γέρνεις
ούτε ο ήλιος ο λευκός
ούτε το κίτρινο φεγγάρι.

Δε θα ξαναπιάσει το στόμα σου
αυτό πού είπε ο πέρσης
στη γλώσσα του
από πουλιά και τριαντάφυλλα
όταν το σούρουπο,
πριν το λίγνεμα του ήλιου,
θελήσεις να πείς
πράγματα αλησμόνητα.

Και ο ασταμάτητος Ροδανός
και η λίμνη,
όλο τούτο το χθεσινό
στο ποιό απόψε σκύβω;
Το ίδιο χαμένα θα’ ναι
όπως η Καρχηδόνα
πού οι λατίνοι τη ξέκαναν
με φωτιά κι’ αλάτι.

Την αυγή ψυχανεμίζομαι
το ανακατωμένο σούσουρο
του πλήθους πού αλαργεύει…
είναι αυτοί πού με πόθησαν,
κι’ αυτοί πού με ξέχασαν..
χώρος και χρόνος
κι’ ο Μπόρχες
κιόλας με αφήνουν.








Πηγές: 
el.wikipedia.org,
 
tvxs.gr
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα πεζά, επιμ. Αχ. Κυριακίδης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005
Borges, Jorge Luis, 1899-1986, στο BiblioNet


mikropragmata.lifo.gr, fractalart.gr.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια