Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης:
Ο Γιώργης Παυλόπουλος δημιουργεί μια έντονα μυστηριακή ατμόσφαιρα. Η αλληγορική παρουσίαση της Ποιητικής Τέχνης σε συνδυασμό με την αντίφαση που προκύπτει στο τέλος του ποιήματος, καθιστούν το ποίημα ένα νοητικό παιχνίδι που παγιδεύει τον αναγνώστη σ’ έναν αέναο κύκλο...
Στην προσπάθειά του να προσεγγίσει το δύσκολο θέμα της Ποίησης, καταφεύγει στη δημιουργία ενός γρίφου, που ωθεί τον αναγνώστη σε μια κατάσταση απορίας. Ο Σίσυφος, η μαγική λέξη του Αλή Μπαμπά, το σπήλαιο του Πλάτωνα, μοιάζουν να ενσωματώνονται σε ένα μοναδικό σύγχρονο έργο...
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για να ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για να ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Ο Γιώργης Παυλόπουλοςδημιουργεί μια έντονα μυστηριακή ατμόσφαιρα. Η αλληγορική παρουσίαση της Ποιητικής Τέχνης, η οποία δίνεται ως μια πόρτα ανοιχτή, σε συνδυασμό με την αντίφαση που προκύπτει από το γεγονός ότι η ανοιχτή πόρτα κλείνει και δεν μπορεί να ανοιχτεί από κανέναν, καθιστούν το ποίημα ένα νοητικό παιχνίδι που παγιδεύει τον αναγνώστη σ’ έναν αέναο κύκλο. Η ανοιχτή πόρτα της Ποίησης παραμένει κλειστή, χωρίς να μπορεί να ανοιχτεί παρά τις συνεχείς προσπάθειες ποιητών να δημιουργήσουν το κατάλληλο αντικλείδι.
Στην προσπάθειά του να προσεγγίσει το δύσκολο θέμα της Ποίησης, καταφεύγει στη δημιουργία ενός γρίφου, που ωθεί τον αναγνώστη σε μια κατάσταση απορίας. Το απροσπέλαστο της Ποίησηςδίνεται έτσι έντεχνα από τον ποιητή, ο οποίος κατορθώνει να εισάγει τον αναγνώστη στο άλυτο πρόβλημα της Ποιητικής Τέχνης.
Το ποίημα ανήκει στην ομώνυμη συλλογή (1988). Πρόκειται για μια συλλογή με ποιήματα ποιητικής, στα οποία ο Παυλόπουλος εκφράζει έναν θεωρητικό προβληματισμό για τη φύση, την αξία και τις δυνατότητες της ποιητικής τέχνης. Η δοκιμασία του ποιητή και η διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης αποτελούν το κατεξοχήν θέμα, παράλληλα με τη μελαγχολική και φοβική ατμόσφαιρα που πηγάζει από το οδυνηρό υπόστρωμα της μνήμης.
Τα ποιήματα της συλλογής αυτής χαρακτηρίζονται επίσης από αυτοαναφορικότητα και ως σταθερό μοτίβο απαντά η απελπισμένη και σισύφεια προσπάθεια του ποιητή να προσεγγίσει τη βαθύτερη ουσία της ποίησης.
Στο συγκεκριμένο ποίημα, όπως και γενικότερα στα ποιήματα του Παυλόπουλου, ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός: πρόκειται για ένα συγκεκριμένο ουσιαστικό (αντικλείδια), το οποίο συνοδεύεται από το οριστικό άρθρο (τα). Ο τίτλος οικοδομεί μια οικειότητα, απευθύνεται σε προποιητική εμπειρία που είναι κοινή για όλους (όλοι γνωρίζουν τα αντικλείδια).
Η λέξη «Ποίηση» -με το αρχικό γράμμα κεφαλαίο- υποδηλώνει την αξία και τη σημασία της ποιητικής τέχνης, ενώ παράλληλα της προσδίδεται ένα μεταφυσικό βάθος. Ο ποιητής επιχειρεί τον ποιητικό ορισμό της ποίησης που την επαναφέρει στη μαγική και αρχέγονη λειτουργία της. Παρομοιάζεται με «μια πόρτα ανοιχτή» και μάλιστα παρατηρείται αναστροφή του προσδιοριστικού επιθέτου («πόρτα ανοιχτή»-αντί «ανοιχτή πόρτα»). Επειδή η πόρτα συμβολίζει την είσοδο σ ένα χώρο που δεν γνωρίζουμε, δημιουργείται μια μυστηριώδης κατάσταση με αυτόν τον συμβολισμό του αγνώστου.
Με τον δεύτερο στίχο αρχίζει να προσδιορίζεται κάπως το περιεχόμενο της Ποίησης, να αίρεται το μυστήριο και να δημιουργείται μια άγνοια. Η Ποίηση δεν απευθύνεται σε όλους. Πολλοί προσπαθούν να την προσεγγίσουν, αλλά δεν την καταλαβαίνουν. Αυτοί είναι οι αμύητοι, που δεν έχουν ιδέα από Ποίηση. Είναι το μεγάλο πλήθος, οι ανυποψίαστοι, όσοι δεν συγκινούνται με την ποίηση και δεν τους δονεί η αρμονία της. Η πνευματική ματιά λείπει από πολλούς ανθρώπους
Ωστόσο, μερικοί κάτι βλέπουν αμυδρά ή καλύτερα κάτι διαισθάνονται. Αισθάνονται μια απροσδιόριστη έλξη και ασυναίσθητα κινούνται προς την πόρτα με σκοπό να μπουν μέσα. Είναι εκείνοι που διαθέτουν ενόραση και φαντασία, όσοι έχουν διαμορφώσει ένα ευαίσθητο κριτήριο για να μπορέσουν να συλλάβουν τον «μέσα» κόσμο. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να διαισθάνονται ότι πίσω από την ανοιχτή πόρτα υπάρχει ένας υπέροχος κόσμος γνώσης, αρμονίας και ομορφιάς.
Αυτοί που προσπαθούν να μπουν και να περάσουν μέσα στην πόρτα της Ποίησης απογοητεύονται, γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή η πόρτα κλείνει και κανένας δεν τους ανοίγει.. Αρχίζουν τότε να ψάχνουν να βρουν το κλειδί, αλλά και πάλι κανείς δεν γνωρίζει ποιος το έχει. Επειδή όμως αυτό που νόμισαν ότι είδαν ,όταν η πόρτα ήταν ανοιχτή, εξακολουθεί να τους γοητεύει, επιμένουν. Πολλές φορές η επιμονή τους κρατάει όσο και η ζωή τους, που μάταια σπαταλούν, προσπαθώντας να βρουν ένα τρόπο ν ανοίξουν την πόρτα.
Οι άνθρωποι που παρακινούνται να μπουν στην πόρτα της ποίησης, θέλοντας να μπουν με οποιοδήποτε τρόπο, αποφασίζουν να φτιάξουν αντικλείδια. Να σημειωθεί ότι, ενώ το κλειδί που χάθηκε είναι ένα, τα αντικλείδια είναι πολλά. Τα αντικλείδια συμβολίζουν τα ποιήματα που φτιάχνουν όσοι είναι σχετικοί με την Ποίηση στην προσπάθειά τους να φτάσουν στο κλειδί, να φτάσουν δηλαδή από το ημιτελές ποίημα στο ολοκληρωμένο ποίημα. Σύμφωνα με το ποίημα του Παυλόπουλου, τα ποιήματα δεν ταυτίζονται με την ποίηση, γιατί τα ποιήματα είναι απλώς κάποια αντικλείδια.
Η πόρτα της ποίησης δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Το πρώτο ρήμα (ανοίγει) τίθεται σε χρόνο ενεστώτα, ενώ το δεύτερο( άνοιξε) τίθεται σε αόριστο, γιατί ο αφηγητής παρουσιάζεται ως άνθρωπος που κυριαρχεί στον χώρο και στον χρόνο. Ο ποιητής γνωρίζει καλά όλες τις εμπειρίες όλων των ποιητών. Όσο εμβαθύνει κανείς στο μυστήριο της ποιητικής δημιουργίας, τόσο ανακαλύπτει την αδυναμία του να το ερμηνεύσει.
Στο σημείο αυτό ο ποιητής φεύγει από το ρεαλιστικό και περνά στον μύθο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποίημα συνδέεται με την παραμυθική παράδοση. Στον Αλή-Μπαμπά μια λέξη μαγική ανοίγει τη σπηλιά με τους θησαυρούς, ενώ εδώ η μαγική λέξη αντικαθίσταται με τα αντικλείδια. Κάθε ποίημα είναι ένα αντικλείδι και με αυτό προσπαθούν οι ποιητές ν ανοίξουν την πόρτα της ποίησης.
Επίσης, το βάθος που είναι απροσπέλαστο θυμίζει έντονα την πλατωνική αντίληψη για το σπήλαιο. Εκεί το φως της Ιδέας, εδώ το φως της Ποίησης. Οι ποιητές δοκιμάζονται για να μπορούν να βλέπουν, να διακρίνουν, να αντιλαμβάνονται, να εξηγούν σε όλους τους άλλους. Είναι οι δάσκαλοι της εμπειρίας, οι πιο σοφοί δάσκαλοι της ζωής και γι αυτό πρέπει να δοκιμαστούν ως προς την πίστη τους στη ζωή. Ο ποιητής με το βασανιστήριο του ξαφνικού κλεισίματος της πόρτας, παραπέμπει και στην εμπειρία του εφιάλτη κατά τον οποίο ο κοιμώμενος ονειρεύεται ένα παραδεισένιο τόπο και τη στιγμή που ετοιμάζεται να μπει, η πόρτα κλείνει και τον αφήνει απέξω.
Επιπλέον, στο ποίημα υπογραμμίζεται η σισύφεια προσπάθεια των ποιητών να ανοίξουν τη μαγική πόρτα. Ο ποιητής είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα, στερημένο από μια ευτυχία που μπόρεσε να προγευθεί, αλλά που ποτέ δεν πρόκειται να απολαύσει.
Τα ποιήματα είναι οι προσπάθειες των ποιητών όλων των εποχών να υλοποιήσουν ή να πλησιάσουν απλώς το ποιητικό τους όραμα. Είναι «μια ατέλειωτη αρμαθιά από αντικλείδια», που φτιάχτηκαν για ν ανοίξουν την πόρτα της ποίησης. Η λέξη «ίσως» στην αρχή του στίχου 14 δημιουργεί μια αίσθηση αβεβαιότητας. Όσο η πόρτα δεν ανοίγει, οι ποιητές εξακολουθούν να γράφουν. Και όσο γράφουν, τόσο η ιδέα της ποίησης γίνεται πιο απρόσιτη και πιο γοητευτική. Τα ποιήματα δεν ταυτίζονται με την ποίηση, γιατί τότε η ποίηση θα είχε πάψει να υπάρχει.
Ο Παυλόπουλος δεν ταυτίζει την τέχνη της Ποιήσεως με τα ποιήματα, καθώς θέλει να καταστήσει σαφές πως η συγκεκριμένη τέχνη είναι τόσο δύσκολο να κατακτηθεί, ώστε τα ποιήματα δεν είναι παρά απόπειρες προσέγγισής της. Ενώ, θα περιμέναμε το έργο τέχνης -το ποίημα- να ταυτίζεται με την ίδια την τέχνη -την Ποίηση-, ο Παυλόπουλος εκφράζει την άποψη πως κάθε ποίημα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια προσπάθεια, μια δοκιμή να ανοιχτεί η πόρτα της Ποίησης. Ακόμη κι αν κάποιος γράψει ένα ή περισσότερα ποιήματα, αυτό δε σημαίνει πως έχει κατακτήσει την τέχνη της Ποιήσεως, κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος, μια μέθοδος με την οποία μπορεί να προσεγγιστεί η τέχνη αυτή, ώστε να μπορεί κάποιος να πει πως γνωρίζει στην πληρότητά της την ιδιαίτερη αυτή τέχνη του λόγου. Μπορεί, δηλαδή, κάποιος να γράφει ποιήματα, αυτό όμως δεν τον καθιστά ποιητή, υπό την έννοια ότι στην πραγματικότητα ούτε γνωρίζει ούτε μπορεί να μεταδώσει στους άλλους τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να δημιουργηθεί η Ποίηση. Κάθε ποιητής, επομένως, δεν είναι παρά ένας επίδοξος διεκδικητής μιας τέχνης που δεν αποκαλύπτει σε κανέναν τα μυστικά της.
«Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή»: Το ποίημα τελειώνει με τον ίδιο στίχο, όπως αρχίζει (σχήμα κύκλου). Μοναδική διαφορά το μόριο «μα» στην αρχή του τελευταίου στίχου, που υποδηλώνει ότι όποιος κατάλαβε πως η πόρτα της Ποίησης είναι μια πόρτα κλειστή, κατάλαβε λάθος. Η πόρτα της ποίησης είναι πάντοτε ανοιχτή, γιατί η ποίηση διαρκώς ανανεώνεται, η ποιητική διαδικασία είναι αέναη. Κανείς από τους ήρωες της έκφρασης δεν θα παραβιάσει την πόρτα (άλλωστε μια ανοιχτή πόρτα ποτέ δεν παραβιάζεται, θα αποτελούσε σχήμα οξύμωρο), γιατί τότε η ποίηση θα πάψει να υπάρχει. Τελικά, ολόκληρη η αφήγηση, στην οποία ο ποιητής κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, αφορά την επαναλαμβανόμενη διαδικασία απόπειρας να παραβιαστεί η πόρτα της Ποίησης, η οποία είναι πάντοτε ανοιχτή.
Το σχήμα κύκλου λειτουργεί ως έναυσμα για την εκκίνηση ή τη συνέχιση της προσπάθειας, μιας και η ποίηση μπορεί να αποτελεί έναν δύσκολο ή σχεδόν απίθανο στόχο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει οι ποιητές να εγκαταλείπουν τις προσπάθειές τους. Άλλωστε, η ενασχόληση με την ποίηση είναι μια διαδικασία χωρίς τέλος, που μπορεί να καταλήξει στη δημιουργία. Έτσι, το σχήμα του κύκλου δημιουργεί την αίσθηση της ακατάλυτης συνέχειας στις προσπάθειες των ποιητών να διαβούν την πόρτα της Ποίησης
Ο αρχικός στίχος του ποιήματος με το κάλεσμα της ανοιχτής πόρτας δίνει την ευκαιρία στους ανθρώπους να δουν τη μαγεία της ποίησης, ενώ το κλείσιμο της πόρτας στη συνέχεια τους ωθεί σε μια διαρκή προσπάθεια ποιητικής δημιουργίας ώστε να ανοίξουν εκ νέου τη μαγική αυτή πόρτα. Η διαπίστωση ότι κανείς δεν κατόρθωσε να φτιάξει το αντικλείδι που θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα, παρά τις προσπάθειες των ποιητών από την αρχή του κόσμου, οδηγεί σε μια ματαίωση του διαχρονικού αυτού δημιουργικού ταξιδιού και θέτει ένα τέλος που μοιάζει αμετάκλητο. Ο ποιητής όμως επανέρχεται στο τέλος του ποιήματος με το ίδιο κάλεσμα: «Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.», για να δώσει το κέλευσμα μιας νέας αρχής. Η ποιητική δημιουργία είναι μια αέναη διαδικασία που δεν μπορεί να παύσει ή να ματαιωθεί, καθώς η ποίηση δεν είναι παρά το συνονθύλευμα όλων εκείνων των ποιητικών προσπαθειών που γίνονται ανά τα χρόνια από τους επίδοξους δημιουργούς.
Οι εκφραστικοί τρόποι, επομένως, που συμβάλλουν στη δημιουργία της μυστηριακής ατμόσφαιρας είναι: η αλληγορία, η αντίφαση, το σχήμα κύκλου, αλλά και ο αφηγηματικός χαρακτήρας του ποιήματος. Επιπλέον, στη μυστηριακή ατμόσφαιρα του ποιήματος συμβάλλουν και οι επιμέρους εικόνες που συνθέτουν την κεντρική αλληγορία. Η πόρτα της Ποίησης που βρίσκεται σε κάποιον απροσδιόριστο χώρο, το ξαφνικό κλείσιμο της πόρτας όταν όσοι μαγεύονται από αυτά που βλέπουν μέσα επιχειρούν να τη διαβούν, καθώς και οι άνθρωποι που χτυπούν την πόρτα και κατόπιν αναζητούν το αντικλείδι.
Τα αντικλείδια δεν είναι η ποίηση, ποίηση είναι το μοναδικό εκείνο ποίημα, η τέλεια εκείνη διατύπωση που τόσο επίμονα αρνείται να γίνει κτήμα τους. Οι ποιητές παλεύουν με τις λέξεις, δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους ξανά και ξανά, χωρίς ποτέ να μένουν ικανοποιημένοι με το αποτέλεσμα γιατί ξέρουν ότι κάθε σκέψη και κάθε στίχος μπορεί να διατυπωθεί καλύτερα. Φτάνουν στο τέλος της διαδρομής τους γνωρίζοντας ότι τελικά δεν κατόρθωσαν να πετύχουν την ιδανική εκείνη έκφραση, που θα τους επέτρεπε να διαμορφώσουν τον ποιητικό λόγο στην καλύτερή του μορφή.
Η προσπάθεια των επίδοξων ποιητών να δημιουργήσουν το αντικλείδι που θα ανοίξει την πόρτα της ποίησης, μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη ζωή και να μη φτάσει ποτέ στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Παρά την αφοσίωση κάποιων ανθρώπων στην τέχνη της ποιήσεως και παρά το γεγονός ότι έχουν τις καλύτερες των προθέσεων, είναι πιθανό να μην μπορέσουν ποτέ να δημιουργήσουν αξιόλογα ποιήματα.
Η διάκριση που κάνει ο ποιητής ανάμεσα σε αυτούς που κοιτάζουν και αυτούς που πραγματικά βλέπουν, έχει να κάνει με την ιδιαίτερη φύση της ποιητικής τέχνης, η οποία απαιτεί από τον αναγνώστη μια αυξημένη ευαισθησία κι ένα ουσιαστικό ενδιαφέρον για να μπορέσει πραγματικά να εκτιμήσει όσα έχει να του προσφέρει μια τόσο εκλεπτυσμένη μορφή τέχνης.
Η ποιητική δημιουργία παρουσιάζεται ως μια ατέρμονη προσπάθεια να συλλάβει κανείς την «αλήθεια» της Ποίησης. Ο Παυλόπουλος κατανοεί ότι η ενασχόληση με την ποίηση δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στη δημιουργία αξιόλογου ποιητικού έργου και δε διασφαλίζει την κατάκτηση των μυστικών της ποιητικής τέχνης. Για να αποδώσει μάλιστα την αγωνία του ο ποιητής συνθέτει μια ευφάνταστη αλληγορία, στην οποία η ποίηση παρουσιάζεται ως μια πόρτα, που είναι ανοιχτή για όσους θέλουν να δουν τη μαγεία της ποίησης, μα κλείνει για όσους πραγματικά νιώσουν τη δύναμη της ποίησης και θελήσουν να μπουν μέσα.
Ο ποιητικός λόγος του Παυλόπουλου στα Αντικλείδια χαρακτηρίζεται από μια συνεχή εναλλαγή αυτοτελών νοημάτων που του προσδίδουν ένα γοργό ρυθμό αφήγησης. Η κυριαρχία των κύριων προτάσεων, επομένως, ενισχύει την προσπάθεια του ποιητή να διατυπώσει με σαφήνεια και απλότητα το μήνυμά του. Ο ποιητής δεν επιθυμεί να αποκρύψει τη σκέψη του ούτε να δυσκολέψει τον αναγνώστη μέσα από δυσνόητες κι ελλειπτικές διατυπώσεις, γι’ αυτό και επιλέγει την εκφραστική καθαρότητα που του προσφέρουν οι κύριες προτάσεις. Άλλωστε, η απλότητα του ποιητικού του λόγου δε σημαίνει παράλληλα και απλότητα στις σκέψεις που διατυπώνει κι αυτό είναι που κάνει τα ποιήματά του τόσο ενδιαφέροντα. Ο Παυλόπουλος δημιουργεί με λιτά εκφραστικά μέσα τα ποιητικά του αινίγματα που καλούν τον αναγνώστη σε μια καίρια πνευματική αναζήτηση απαντήσεων.
Οι κύριες προτάσεις με τη νοηματική τους σαφήνεια επιτρέπουν στον αναγνώστη να εισχωρήσει στο αφηγηματικό ξεδίπλωμα του ποιήματος και να εμπλακεί στην αναζήτηση του ποιητή. Δημιουργούν, παράλληλα, μια αίσθηση οικειότητας καθώς ο λόγος του ποιητή ακούγεται απλός και καθημερινός, χωρίς την ποιητικότητα εκείνη που κάποτε δυσχεραίνει την κατανόηση του νοήματος και αποθαρρύνει τους αναγνώστες.
εργοβιογραφία
Ο Γιώργης Παυλόπουλος (1924–2008) ανήκει στην μεταπολεμική γενιά. Άρχισε να γράφει ποιήματα από το 1941, ενώ οι πρώτες του δημοσιεύσεις έγιναν το 1943 στο περιοδικό Οδυσσέας, που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους στον Πύργο. Η πρώτη του ολοκληρωμένη συλλογή ποιημάτων με τίτλο Το κατώγι (1971). Είχαν ωστόσο προηγηθεί πολλές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά του Πύργου και της Αθήνας, καθώς και σε έναν τόμο Για το Σεφέρη (Αθήνα, 1962). Ακολούθησαν οι συλλογές: Το σακί (1980), Τα αντικλείδια (1988), Τριάντα τρία χαϊκού (1990), Λίγος άμμος (1997), Ποιήματα 1943–1997 (2001), Πού είναι τα πουλιά (2004) και Να μην τους ξεχάσω (2008, κυκλοφόρησε λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του ποιητή). Επίσης το 2008, κυκλοφόρησαν σε έναν μικρό τόμο με τίτλο Γράμματα από την Αμερική οι επιστολές που έστειλε από τις ΗΠΑ σε φίλο του ψυχίατρο το 1985.
Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες και μπήκαν και σε σχολικά βιβλία. Ο ίδιος συμμετείχε σε συνέδρια και παρουσιάσεις ποιητών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Πέρα από την ποίηση, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά και με την ζωγραφική. Με την φροντίδα μερικών φίλων του, πίνακές του εκτέθηκαν στην ΙΘ΄ Πανελλήνια Έκθεση Ζωγραφικής το 1977.
Εντάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Τα ποιήματά του όλα σε ελεύθερο στίχο, έχουν έντονο βιωματικό χαρακτήρα. «Αυτό που γράφω το έχω ζήσει», είχε πει ο ίδιος. Χαρακτηρίζεται για την αγωνιστική του διάθεση, την καταγραφή γεγονότων του πολέμου και του εμφυλίου, τον ενθουσιασμό για έναν καλύτερο κόσμο.
Όπως οι άλλοι ποιητές της γενιάς του έτσι κι αυτός αντλεί από ένα οδυνηρό βιωματικό υπόστρωμα, συγκροτημένο από κοινές μνήμες της μετακατοχικής εμφυλιακής περιόδου, που υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας. Το έργο του συνιστά προϊόν κατεργασίας του προσωπικού βιώματος με εντονότατες ιστορικοκοινωνικές διαστάσεις και ηθικές-υπαρξιακές προεκτάσεις, με γνώμονα την ιδιαίτερη ευαισθησία του ποιητή σχετικά με τον ρόλο και τους μηχανισμούς της ποιητικής τέχνης.
Η ποίησή βγαίνει κατευθείαν από τον ζόφο του μεταπολέμου. Έγραψε ποιήματα, τα οποία συντονίζονται κυρίως με αλγεινά βιώματα από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο της Αντίστασης και τον Εμφύλιο του αδελφοκτόνου αίματος. Τα θέματά του είναι μικρά πένθη για τους νεκρούς αντάρτες και μεγάλες ελεγείες για το αδικαίωτο όραμα της Αριστεράς. Μας είχε πει ο ίδιος: «Περιμέναμε μια δικαίωση των αγώνων της Αντίστασης στο γενικό σκοτάδι που ερχόταν και το βλέπαμε εκείνα τα χρόνια. Πάντα απειλεί ένα σκοτάδι τον κόσμο. Σήμερα δεν βλέπω από πουθενά φως».
Επιλέγει να καταθέτει τη μαρτυρία του μέσα από ένα μύθο, χωρίς ευθεία αναφορά σε τόπο και χρόνο. Ο ποιητικός του κόσμος είναι ονειρικός, αλλά συντίθεται από πραγματικά υλικά. Διακρίνεται από ήπια δραματικότητα, διαποτίζεται από αισθησιασμό. Η άμεση, λιτή, επικοινωνιακή γλώσσα του κατέκτησε περίοπτη θέση στα ελληνικά γράμματα, χωρίς ποτέ να απομακρυνθεί από την αγαπημένη του πόλη.
Πηγή:
Πηγή:
0 Σχόλια