Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αφιερώματα Παπαδιαμάντης
Επιμέλεια κειμένου:
Ρένα Τζωράκη




Σαν σήμερα στις 4 Μαρτίου 1851 γεννήθηκε ο Σκιαθίτης  κορυφαίος Έλληνας  της λογοτεχνίας μας , ο "Άγιος των ελληνικών γραμμάτων",  «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη,  ο κοσμοκαλόγερος ,Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Ένας  λογοτέχνης πολυγραφότατος με μια  ρέουσα γλώσσα αν και στην καθαρεύουσα, συγκινεί  τον αναναγνώστη ιδιαίτερα με το μελίρρυτο λόγο της, που σε μαγεύει στην κυριολεξία και την μεταφορά.
Έγραψε ηθογραφικά διηγήματα, ποίηση, μυθιστορήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία και έχουν αναγνωριστεί διεθνώς.
Ο Παπαδιαμάντης έγραψε τρία μυθιστορήματα: "Η Μετανάστις", "Οι έμποροι των Εθνών", "Η Γυφτοπούλα". Τρία εκτεταμένα διηγήματα (νουβέλες): "Χρήστος Μηλιόνης", "Φόνισσα" καί "Ρόδινα Ακρογιάλια". Επίσης 180 διηγήματα καί 40 μελέτες καί άρθρα.
Ένας μεγάλος συγγραφέας τεραστίων διαστάσεων πνευματικότητας,έζησε μια λιτή και απλή ζωή στα πλαίσια της αγιοσύνης,με έντονη μέσα του την αγάπη για τους φτωχούς,όντας ο ίδιος γεννημένος στην φτώχεια,με τον ανέσπερο έρωτά του για τη φύση, τη θρησκευτική λατρεία του προς τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα του νησιού του και  υμνητής της Πατρίδας μας.
Υπήρξε ένας πιστός αφοσιωμένος της Ελληνορθόδοξης εκκλησίας μας και παρά την μοναχικότητά του σαν άνθρωπος ,η γραφή του, τον έκανε να μοιάζει  περισσότερο  με κοσμοκαλόγερο.
Η πολιτεία τον  βράβευσε,λίγο πριν το θάνατό του με το «Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος.»


 Γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η μητέρα του η Αγγελική Μωραϊτίδη. Είχε άλλα οκτώ αδέλφια και από νωρίς λόγω της ιδιότητας του πατέρα του εξοικειώθηκε με τα εκκλησιαστικά.  Πρώτο υλικό για τα έργα του ήταν η θρησκευτική ατμόσφαιρα, οι  λειτουργίες, τα εξωκλήσια και η  ήρεμη,γαλήνια, νησιωτική ζωή  του.
 Σαν παιδί ,έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού και στην συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο στην Χαλκίδα και στον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Μαθημένος στη φτώχεια,  έμαθε από παιδάκι μικρό  να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών.
Το 1872 επισκέφθηκε το Άγιο Όρος με σκοπό να μονάσει όμως, θεώρησε ότι δεν ήταν άξιος να φέρει το «αγγελικό σχήμα.»
 Επέστρεψε στην Αθήνα και φοίτησε στην Φιλοσοφική Σχολή την οποία παρά τις προσπάθειες που έκανε δεν την τελείωσε γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το γεγονός ότι δεν κατάφερε να πάρει το πτυχίο του στοίχισε στον πατέρα του ο οποίος προσδοκούσε να δει τον γιο του να γυρίζει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές έμειναν ανύπαντρες και του στάθηκαν σε όλες τις δύσκολες στιγμές του. Από το νησί θα αναγκαστεί να φύγει και πάλι ο Αλέξανδρος λόγω των μεγάλων οικονομικών δυσκολιών και να επιστρέψει στην Αθήνα.
Το συγγραφικό του έργο το ξεκίνησε ήδη από την εποχή που φοιτούσε στο πανεπιστήμιο με το να δημοσιογραφεί και να μεταφράζει στα Γαλλικά και Αγγλικά κάτι για το οποίο ξεχώριζε στην εποχή του. Όμως, αυτή του η επαγγελματική δραστηριότητα δεν του εξασφάλιζε μια άνετη ζωή, μετά βίας κατάφερνε να μένει σε ένα φτωχικό δωμάτιο αλλά είχε μάθει να είναι ολιγαρκής.
Η γνωριμία του με τον Βλάση Γαβρηιλίδη, προοδευτικό δημοσιογράφο της εποχής και Ιδρυτή της εφημερίδας «Ακρόπολη», του έδωσε την ευκαιρία να βελτιώσει την οικονομική του  κατάσταση ,μιας και  η αμοιβή του στην εφημερίδα ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητική.
Ταυτόχρονα,συνέχισε  να συνεργάζεται και με άλλες εφημερίδες και περιοδικά όμως, η οικονομική του κατάσταση ήταν πάντα το μελανό  του σημείο, γιατί  δεν κατάφερε ποτέ να διαχειριστεί τα χρήματα που κέρδιζε αφού δεν είχε το αίσθημα της οικονομίας παρά μόνο ξόδευε ότι κέρδιζε μέσα σε μία ημέρα!!!
 Η εξωτερική του εμφάνιση ,δεν τον ενδιέφερε καθόλου,συνήθως   ένα άτομο άπλυτο, ρακένδυτο,  είχε μια γενικότερη αδιαφορία για τα κοσμικά, το διέπνεε η εγκράτεια,η λιτότητα και ο  ασκητικός-μοναχικός βίος.
 Εργαζόταν εντατικά και έπινε πολύ κάτι που έγινε σύντομα το πάθος του, κατέστρεψε την ζωή του και τελικά τον οδήγησαν στον θάνατο. Παρά το γεγονός ότι φαινόταν πάντα απλησίαστος, του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση,και δεν έκανε εύκολα φιλίες. Μερικοί από τους ελάχιστους φίλους του ήταν ο συγγραφέας-ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης. ,ο  Βλάσης Γαβρηιλίδης που του στάθηκε σαν πατέρας και τον ενθάρρυνε και τον βοήθησε σε κάθε δύσκολη στιγμή  της ζωής του,και κάποια άλλα άτομα,που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή.
 Αναζητητής της πνευματικής πληρότητας έβρισκε καταφύγιο στο διάβασμα και το γράψιμο.
Η ζωή του Παπαδιαμάντη γινόταν μέρα με την ημέρα δυσκολότερη. Ούτε τα οικονομικά του βελτιώνονταν ούτε η υγεία του, κάθε άλλο. Οι φίλοι του ανησύχησαν και το 1908 διοργάνωσαν μια φιλανθρωπική γιορτή προς τιμή των 25 χρόνων της συγγραφικής του δουλειάς. Έτσι, κατάφεραν να τον βοηθήσουν ουσιαστικά στο οικονομικό τουλάχιστον τομέα. Την  ίδια χρονιά ο Παπαδιαμάντης επιστρέφει στο νησί του όπου για άλλη μια φορά οι φίλοι του φροντίζουν να έχει μια κάποια επαγγελματική δραστηριότητα στέλνοντας του κάποιες μεταφράσεις. Το ημερήσιο πρόγραμμα του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά και ύστερα στην εκκλησία. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά συνέθεσε το τελευταίο του διήγημα.
Ο Παπαδιαμάντης πέθανε τον Ιανουάριο του 1911 και η κηδεία του έκανε όλους τους κατοίκους του νησιού να βυθιστούν στο πένθος ,όπως και στην  υπόλοιπη Ελλάδα μόλις μαθεύτηκε το θλιβερό νέο.
Είναι ο πρώτος αποκλειστικά επαγγελματίας συγγραφέας στην Ελλάδα, με την έννοια ότι έγραφε για βιοπορισμό και δεν είχε  στη διάθεσή του κύκλους λογοτεχνικούς και σωματεία ,να τον προωθήσουν.

Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι «ρεαλιστικά», με την έννοια ότι ο ρομαντικός έρωτας και τα ηρωικά ιδανικά προσγειώνονται συνεχώς στην σκληρή πραγματικότητα. Οι κριτικοί έχουν συχνά επισημάνει μια «ποιοτικότητα» ή «λυρικότητα» στη πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, γνωρίσματα που συχνά αποδίδονται στα θέματα της ανεκπλήρωτης επιθυμίας και στην πιστή προσήλωση του συγγραφέα στις δοξασίες και τις τελετουργίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αυτό που ο Παπαδιαμάντης κατάφερε να πετύχει με τα διηγήματα του, με τις ρεαλιστικές περιγραφικές εικόνες του,είναι η Παρουσία της θείας Πρόνοιας,το πάθος του  για τον ανεκπλήρωτο έρωτα και η νοσταλγία για τη χαμένη αθωότητα .
Σε μια εποχή που όλοι μας είμαστε δεσμώτες της ύλης καλό θα ήταν να διαβάσουμε τις ιερές παρακαταθήκες από τα βιβλία του και που με συγκινούν ιδιαίτερα σαν αναγνώστρια,αλλά εκείνο  που συνιστώ ανεπιφύλακτα στο φιλαναγνωστικό κοινό,είναι να σταθούμε στο βιβλίο του  «Οι έμποροι των Εθνών ,ένας προφητικός Λόγος, σήμερα ,που δεσπόζει η Τρόικα,και είναι από τα πρώτα –πρώτα έργα του Παπαδιαμάντη και η πλοκή
διαδραματίζεται λίγο πριν και μετά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους..




Η αλήθεια είναι πάντοτε παράλογος, και διά τούτο δεν την λέγουσι ποτέ οι φρόνιμοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι, αλλά την ομολογούσιν οι μεθυσμένοι, οι τρελλοί, οι άρρωστοι και τα μικρά παιδία. 
Και εξ όλων των καρπών ο μόνος, όστις δεν χρήζει ούτε καιρού ούτε ώρας διά να ωριμάση, είναι ο σατανικός έρως. 
Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. 
Ο κόσμος τοιούτος είναι κατεσκευασμένος, διά να κλέφτη κανείς και να σκοτώνη. Και αυτοί όπου κάμνουν τον αφέντην έχουν κλέψει και σκοτώσει πολύ περισσότερα. 
Αν ο δήμιος είναι άξιος περιφρονήσεως, ο δικαστής όστις κρύπτεται όπισθεν αυτού, είναι συνένοχός του, αίτιος της ενοχής του δημίου μάλιστα, και είναι άξιος πολλαπλασίας περιφρονήσεως. 
“Οι έμποροι των Εθνών” 






Αυτός ο κόσμος είναι μάταιος. Ανόητος είναι όστις περιμένει ευτυχίαν εδώ. 
“Οι έμποροι των Εθνών” 

Απορώ, πάτερ μου, πώς ο Θεός επιτρέπει να υπάρχη εν τη υπ’ αυτού δημιουργηθείση φύσει αίσθημα ισχυρότερον της εις αυτόν πίστεως.
“Οι έμποροι των Εθνών”
 Ο Θεός, όστις έκαμε τας αράχνας διά να συλλαμβάνουν τα μυίας, παρεχώρησε να υπάρχουν οι τοκογλύφοι, διά να τιμωρούνται οι μέθυσοι και οι οκνηροί. 
“Ο Πεντάρφανος” 






Για ν’ αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είναι, πρέπη νάχει μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είναι αυτός μ’ ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι.
“Τα Βενετικά”

Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής Αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρη σώματα και ψυχάς.
«Οι Χαλασοχωρήδες»
 Είμεθα πολύ ευφυέστερος λαός από τα άλλα της Ανατολής εθνάρια. Πλην, αναντιρρήτως, είμεθα επιπολαιότερος λαός και από αυτούς τους Ανατολίτας και από πολλούς άλλους. 
Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη.
«Ιατρεία της Βαβυλώνος» 


 Ο θάνατος επέρχεται ή πολύ γρήγορα ή πολύ αργά. Ή κλείει τις τα όμματα προτού να ιδή τον σκοπόν του κατωρθωμένον, ή απέρχεται εις τα αιωνίους μονάς αφού τον ιδή ναυαγήσαντα, ή επιτυχόντα προς στιγμήν και καταστραφέντα διά πάντοτε, όπερ είναι το αυτό και κάτι χειρότερον. 
Το αυτό χώμα θα σκεπάση τους σοφούς και τους αμαθείς, η αυτή φωτιά θα καύση τους πλουσίους και τους φτωχούς, τους ισχυρούς και τους αδυνάτους. 
Η κόλασις μας έδωκε προς ανάμνησίν της το πυρ των παθών όπερ είναι μικρόν μέρος του αιωνίου πυρός. 
Πάσαν σημαντικήν κάκωσιν δύναται η φύσις να υπομείνη, την πείναν, το ψύχος, την οδύνην και την ένδειαν. Αλλ’ η ένδεια της καρδίας, ώ, αύτη μαραίνει το σώμα και την ψυχήν. 
Ή εις την καρδίαν πρέπει ν’ απευθύνεται διήγησίς τις ή εις την φαντασίαν. Όστις δε στοχάζεται τους ενός, εξ ανάγκης αστοχεί του ετέρου. Αλλ’ όστις και του πρώτου αστοχεί και του δευτέρου αποτυγχάνει, είναι ατυχής συγγραφεύς, άξιος οίκτου.
 «Η Γυφτοπούλα» 

Ο κόσμος θα εξακολουθή πάντοτε να βαδίζη εμπρός, πότε κούτσα – κούτσα, πότε σήκω – πέσε με σκιρτήματα μονοπόδαρα, με  σκοντάμματα, ή με βήματα καρκίνου. Και αλλοίμονον εις τους όσοι εγήρασαν κι εκουράσθησαν και δεν δύνανται να παρακολουθήσουν.
 «Τα μάγια της δασκάλας» 
Ο άνθρωπος, αν και ως κοινωνικόν ζώον έπρεπε ν’ αγαπά τους πάντας, όλον τον κόσμον, επειδή έχει την ανάγκην των και δεν ημπορεί μόνος να ζήση, μ’ όλα ταύτα, κατ’ ουσίαν, ουδένα αγαπά, ειμή μόνον τον εαυτόν του, τον οποίον και φθείρει από την πολλήν φιλαυτίαν…


 «Τα ρόδινα ακρογιάλια» 
Πηγές:
Βικιπαίδεια,

Θέμελης Γιώργος, "Ο Παπαδιαμάντης καί ο κόσμος του", Εκδ.Διάττων, 1991.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Αλληλογραφία", Επιμέλεια Τριανταφυλλόπουλος Νίκος, Εκδ.Δόμος, 1992. 
Σημείωση:
Μπορείτε να αναδημοσιεύετε τις απόψεις,τα άρθρα μου,τα ποιήματά μου ,αρκεί να αναφέρετε το όνομά μου και το όνομα του ιστολογίου μου.
Ευχαριστώ θερμά:
Ρένα Τζωράκη

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια