Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 και πέθανε στις 28
Νοεμβρίου 1912 , ήταν Επτανήσιος λυρικός
ποιητής και συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων με διεθνή φήμη,για το διάγραμμά
του όπου η λευκή βασίλισσα κυριαρχεί είτε με την παρουσία της είτε με την θυσία
της.
Ο Ποιητής Θυσιάστηκε για την Ελλάδα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Θεωρείται ο μεγαλύτερος σονετογράφος της Ελλάδας.
Το 1909 γίνεται ο ενθουσιώδης κήρυκας του ξεσηκωμού και το 1910 εκλέγεται βουλευτής της Κέρκυρας. Το 1911 1 υπερασπίζοντας τη δημοτική γλώσσα,σαν αντιπρόσωπος και μέλος της Αναθεωρητικής Συνέλευσης της Κέρκυρας μέσα στην Ελληνική βουλή , είπε απευθυνόμενος στους Καθαρευουσιάνους, το περίφημο εκείνο:
"Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν".
("Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής", Β' Αναθεωρητική Βουλή, 1911, σελ. 689, συνεδρίασις 36).
Ας θυμηθούμε μερικά από τα χαρακτηριστικά του ποιήματα:
"Στην Πατρίδα" Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λάμπει. Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θάλασσα κι οἱ κάμποι, πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δάσ᾿, οἱ λαγκαδιὲς στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές! Ἀφρολογοῦν οἱ ρεματιὲς καὶ λαχταρίζ᾿ ἡ λίμνη, χίλιες πουλιῶν λαλιὲς ἠχοῦν, τῆς ὀμορφιᾶς του ὕμνοι, σ᾿ ἄπειρ᾿ ἀστράφτουν χρώματα παντοῦ λογῆς λογῆς τ᾿ ἀγέρα τὰ πετούμενα τὰ σερπετὰ τῆς γῆς. Κι αὐτὸς σηκώνει τ᾿ ἀλαφρὰ τῆς καταχνιᾶς μαγνάδι, κι ἡ κάθε στάλ᾿ ἀπὸ δροσιὰ γυαλίζει σὰν πετράδι, κάθε ἀχτίδα του σκορπᾶ μὲ τὴν ἀναλαμπὴ χαρά, ζωὴ καὶ δύναμη κι ἐλπίδα ὅπου κι ἂν μπεῖ. Φαντάζεις σὰν τὸν ἥλιο σου κι ἐσύ, καλὴ πατρίδα, καὶ μάγια σὰν τά μάγια σου στὸν κόσμο ἀλλοῦ δὲν εἶδα. Ἡ γῆ σου εἶναι παράδεισος, κι αἰώνια γαλανὸς γύρω σου καθρεφτίζεται στὸ πέλαγ᾿ ὁ οὐρανός. Κι οἱ νύχτες σου μὲ τ᾿ ἄστρα τους, μὲ τὴ γαλάζια πάστρα, μὲ τ᾿ ἀηδονολαλήματα, τρεμάμενα σὰν τ᾿ ἄστρα, μὲ τὸ φεγγάρι ποὺ περνᾶ, σὰν τ᾿ ὄνειρο εὐτυχίας στὴ μέση τῆς ἀπέραντης οὐράνιας ἡσυχίας. Οἱ νύχτες σου δροσοβολοῦν χιλιόπλουμα λουλούδια καὶ στῶν παιδιῶν σου τὶς καρδιὲς ἀμάραντα τραγούδια, σταλάζουνε στὰ σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιᾶς, ἐλευτεριᾶς ἀγάλλιαση καὶ μίσος τυραννιᾶς. Μάγεμ᾿ ἀσημούφαντο, φῶς μαργαριταρένιο, λιώνονται σ᾿ ἕνα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο. Γιομάτος μόσχους καὶ δροσιὲς ὁ Ζέφυρος τερπνᾶ μέσ᾿ ἀπ᾿ ἀγάπης φαντασιὲς τὰ πλάσματα ξυπνᾶ. Κι ἀνάμεσα στὰ χρώματ᾿ ἀπὸ χίλια οὐράνια τόξα, προβαίνει πάλ᾿ ὁ ἥλιος εἰς ὅλη του τὴ δόξα. Καί, σὰν τοῦ μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό, ἕως τὸ χρυσὸ βασίλεμα λάμπει στὸν οὐρανό. Ἑλλάς, τὸ μεγαλεῖο σου βασίλεμα δὲν ἔχει, καὶ δίχως γνέφια τοὺς καιροὺς ἡ δόξα σου διατρέχει. Ὅσες φορὲς ὁ ἥλιος σου νὰ σὲ φωτίσει ἐρθεῖ, θὲ νὰ σὲ βρεῖ πεντάμορφη, στεφανωμένη ὀρθή. |
0 Σχόλια