Μ’ αρέσει να παρακολουθώ παλιές ελληνικές ταινίες, όχι για να βλέπω τους αγαπημένους ηθοποιούς στα νιάτα τους, αλλά την αγαπημένη Αθήνα στα νιάτα της. Στο κέντρο κυκλοφορούν αραιά αυτοκίνητα, οι μονοκατοικίες διατηρούν περιποιημένους κήπους και τα πεζοδρόμια αποκτούν λεπτόκορμες νεραντζιές. Στις γειτονιές, οι αλάνες γεμάτες μισόγυμνα παιδιά, τα οικόπεδα γεμάτα μισοξεραμένες παπαρούνες...
Οι μαυρόασπρες πλατείες, τα παλιά λεωφορεία, τα θλιβερά εργοστάσια, οι εσωτερικοί μετανάστες, το αεικίνητο πλήθος, οι ουρές στον ηλεκτρικό, οι επιγραφές της φωτεινής νύχτας!..
Βερμούτ, μπουάτ, Γιουσουρούμ, καραφάκια, μισές, στο βάθος κήπος… Η Αθήνα αιχμαλωτίζει!.. Τότε που οι μισοί Έλληνες άφηναν τα χωριά με όνειρα ζεματιστά για ένα αξιοπρεπές επάγγελμα. Εισπράκτορας (τέρμα τα δίφραγκα, μια θέση στην κυρία παρακαλώ).. Ή θυρωρός!.. (καλημέρα, καλησπέρα, πώς είστε, τα δέοντα στη σεβαστή μητέρα σας). Να αποβάλεις την τσίκνα του χωριάτη, να κάθεσαι σε μια καρέκλα και να παίρνεις μισθό, βρέξει χιονίσει. Ο καθείς δικαιούται να ζήσει στας Αθήνας!.. Ένας τόπος που αντανακλά την αληθινή ζωή… Αυτό του είπαν και τον ξεσήκωσαν. Ο Θοδωρής, άκουγε και δεν το πίστευε! “Εκεί, είναι όλα αλλιώς. Ανθρώπινα πράγματα. Να έχεις λουτρό μέσα στο σπίτι, όχι να τρέχεις έξω στο κρύο για βεσέ. Να περπατείς σε άσφαλτο απάνω, να διασχίζεις λεωφόρους… Και τι θα κάνεις; Θα ελέγχεις τους πάντες και θα είσαι κάποιος”.
Όλα του έκαναν εντύπωση, αλλά ένας φίλος του, του είπε και κάτι πολύ παράξενο: “Να δεις, εκεί, οι άνθρωποι αλείβουν τις μασχάλες τους μ’ ένα πράγμα και μοσχομυρίζει ο ιδρώτας τους”. (Θυμήθηκα και μια παλιά διαφήμιση αποσμητικού, που έλεγε μια όμορφη “τρεις μέρες έχω να κάνω μπάνιο και δε μυρίζω άσχημα”. Κι έβγαινε ο Ζάχος Χατζηφωτίου στο πεντάλεπτό του στην ΥΕΝΕΔ και αναρωτιόταν πώς μπορεί να κορδώνεται κανείς ότι μένει τρεις ολόκληρες μέρες άπλυτος).
Και βρέθηκε στην Αθήνα ο Θοδωρής. Τέρμα τα πρόβατα και τα βόδια, τέρμα οι κοπριές και οι μύγες. Ακούς, η Αθήνα δεν έχει, σου λέει, μύγες…. Να ζεις σαν άνθρωπος…
Κι έγινε θυρωρός. Ένα στενό κομμάτι κτηρίου, αντικατέστησε τα καλντερίμια του. Στο θυρωρείο θα περνούσε τα χρόνια του, να κόβει τις φάτσες που εισέρχονται στο βασίλειό του, αυτοφυλακισμένος στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Να μένει στο ημιυπόγειο και να νιώθει άρχοντας. Επειδή καραδοκεί ποιος ανεβαίνει σε ποιανού το διαμέρισμα. Άφησε τους γέρους του για Χριστούγεννα και Πάσχα, για να βλέπουν τα εγγόνια πώς είναι το χωριό, τις άθλιες φτώχειες που είχαν μείνει πίσω στην ξεραμένη του ζωή, όταν πήρε τον καρβουνιάρη για να βυθιστεί στο πρωτευουσιάνικο βουητό. Κανείς δεν του’ χε πει πως γκρεμοτσακίζεσαι κι από μέρη με γυαλισμένα μάρμαρα και από αόρατους μαλακούς βράχους.
Κάποτε είχε πάρει αγκαζέ την τύχη του, μαζί με τα μπογαλάκια του για την Αθήνα. Τώρα όλα ήρθαν και αναποδογύρισαν. Και φτου κι απ’ την αρχή.
Θυρωροί δεν υπάρχουν πια. Δουλειές δεν υπάρχουν πια. Θα χωρέσει όλη η οικογένεια του κυρ Θόδωρου σε δυο δωμάτια του παλιού σπιτιού των παππούδων, που πεθάνανε εδώ μοναχοί τους, καθαρόαιμοι βασανισμένοι. Όταν αυτός λιμπιζόταν την Αθήνα, οι γονείς του ρουφούσαν το μαρκούτσι της μοναξιάς και του μαρασμού. Κάποιες τύψεις άγριες κόβουν βόλτες μέσα του.
Καθώς πλησίαζαν το χωριό, εκείνη η μέρα ήταν μια Πέμπτη της άνοιξης, τα μάτια του γέμισαν από εικόνες αλλοτινές. Τα δέντρα μπουμπούκιαζαν και οι αγροί ήταν φορτωμένοι πράσινη ομορφιά. Σαν να του’ ρθε ξανά η όρεξη για ζωή. Τον πολιορκούσε η σιωπή γύρω και ένιωθε αγαλλίαση. Το τραγούδι των πουλιών έπεφτε και διέλυε σιγά σιγά την ηχορύπανση της μεγαλούπολης. Μαζί διαλύονταν και τα χρόνια που θέρισε, σε μια πόλη που έχει γεμίσει ασφυχτικά από μπαλκόνια με τέντες, από πολυκατοικίες με μικρούτσικα διαμερίσματα, από δρόμους με παρκαρισμένα αυτοκίνητα σαν μπορντούρα στις δυο μεριές. Κι όμως την είχε αγαπήσει την Αθήνα! Μια ερωμένη είναι και η πόλη.
Εγκαταλείποντας πια τα γκρι πεζοδρόμια με τα στίγματα από τσίχλες, το γκρι του κεφάλι με τα στίγματα των αναμνήσεων γεμίζει από την μονολιθική καθημερινότητα. Αποχαιρετά την είσοδο της πολυκατοικίας, όπου σπατάλησε μια ολόκληρη ζωή, και νιώθει κάτι να του γδέρνει την ψυχή. Η πόλη τον έχει σημαδέψει. Την έχει βαθιά στην καρδιά του, σαν γονιό, σαν γυναίκα. Και τώρα παίρνει ξανά τα μπογαλάκια του και φεύγει… Είναι μια μορφή απόρριψης εκ μέρους του, αφού είχε έρθει για να ζήσει εδώ για το υπόλοιπο της ζωής του. Όχι για να ζήσει το χάος. Νιώθει σαν πεταλούδα που θα πρέπει να μεταμορφωθεί ξανά σε κάμπια. Αδυνατεί να μετέχει σε ό,τι του πασάρουν ως λύση. Όνειρο να γίνεις θυρωρός! Και τα όνειρα ακολουθούν την εποχή τους.
Πώς τον κατακυρίευε μια βαθιά ανεξήγητη θλίψη!.. Όχι γιατί η Αθήνα τον έδιωχνε. Αλλά γιατί τον είχε κάνει να πιστέψει ότι για να πετύχεις πόστο θυρωρού, στο γρανιτένιο πάγκο, θα έπρεπε να είχες το κοκαλάκι της νυχτερίδας…
Αχ Αθήνα μου!... Αχ χωριό μου!
0 Σχόλια