«Ο έρωτας ή θα είναι παράνομος ή θα
υπάρχει ως ψευδαίσθηση». Ή θα είναι παράνομος… Ή, όπως έχει ειπωθεί, «τι
θα γινόταν η λογοτεχνία χωρίς μοιχεία;» Όχι, δεν είναι οδηγίες χρήσεως προς
ναυτιλομένους, ότι όλοι οι έγγαμοι έτσι πρέπει να κάνουν αν θέλουν να θυμούνται
έναν έρωτα στη ζωή τους. Και δεν αφορά μόνο αυτούς… Αλλιώς πρέπει να διατυπωθεί
το αυτονόητο.
Τα φλερτ και οι έρωτες της εφηβικής
νεότητας, είναι η φυσική οδός προς την ωρίμανση. Ίσως και η παγίδα της φύσης
για τη διαιώνιση του είδους. Δυο οργανικές ενώσεις, δυο σώματα, ζητούν τη
χημεία τους ώστε το προϊόν που θα προκύψει από την ένωσή τους να είναι ένα
μωρό. Ναι, αυτό είναι ψευδαίσθηση ονείρου, δοκιμαστικά σχέδια για το ανύποπτο
μέλλον. Κάποιες δοκιμές πετυχαίνουν με το πρώτο ή έστω γρήγορα, αλλά ο
σχεδιαστής το καταλαβαίνει πολύ αργότερα, αν έχουν αποτύχει άλλες προσπάθειές
του.
Κάποιοι άλλοι πείθονται από την αρχή ότι πέτυχαν και αγωνίζονται σ’ όλη τη
ζωή τους να το παραδεχτούν. Μερικοί δεν το σκέφτονται καν, τους φτάνει που
κατάφεραν να δημιουργήσουν μια οικογένεια. Αλλά το σύμπαν είναι άπειρο, κι ενώ
νομίζεις ότι είσαι ακίνητος, σταθερός στον τόπο σου, η γη και ο κόσμος
κινούνται αέναα. Εσύ τότε, το πολύ να τραγουδήσεις «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι
όλα το ίδιο μένουν». Μπορεί και να είναι έτσι, αν συνεχίζεις να δημιουργείς απαράλλαχτα
τα ίδια σχέδια, τις ίδιες γραμμές, τον ίδιο κύκλο που έχεις γίνει κέντρο του.
Η ζωή όμως είναι έρωτας κι ο έρωτας
είναι η ζωή μας. Ό,τι κι αν είμαστε, ό,τι κι αν κάνουμε. Αν μείνουμε στις
παιδικές ανορθογραφίες, ποτέ δε θα θαυμάσουμε έναν Ρέμπραντ, αλλά πάντως θα
είμαστε ευτυχισμένοι με όσα γνωρίσαμε και καταφέραμε. Λίγο είναι αυτό;
Το σύμπαν είναι άπειρο, ο Ρέμπραντ
είναι Ρέμπραντ και ο έρωτας είναι κάτι περισσότερο από χημικές αντιδράσεις
οργανικών εκκρίσεων. Δεν είναι δικαίωμα, ούτε υποχρέωση του ανθρώπου, δεν είναι
έλλειψη ή πλεονασμός. Ο έρωτας είναι έρωτας, αλλιώς θα είχαμε μείνει στα
πρωτόγονα σχέδια της εποχής του Κρο Μανιόν.
Εδώ εμφανίζεται ο πειρασμός να
σκεφτείς έναν ορισμό του έρωτα. Εάν το κάνεις όμως, αυτόματα ο ορισμός γίνεται
περι-ορισμός, χάνει κάθε δυναμική και από επανάσταση γίνεται κατάσταση. Και
κατάσταση σημαίνει ένα διαρκές σώμα, ένα πάντοτε υπαρκτό ερωτικό αντικείμενο.
Τότε δε θα έχουν κάνει λάθος όσοι είναι ερωτευμένοι με την οικογένεια, τη
δουλειά ή και την ίδια, όποια, ζωή τους. Έχουν αναγάγει κάτι σε ερωτικό
αντικείμενο και αντί να το κλείσουν στην καρδιά τους, έχουν περικλειστεί απ’
αυτό. Αλλά έρωτας σημαίνει συμπαντική ενατένιση, έστω κι αν κάποτε γίνεται
διαθλαστικό κάτοπτρο του κόσμου. Έστω κι αν σχηματίζεις παραμορφωτική αντίληψη
του κόσμου. Είναι κι αυτό κάτι, γιατί δεν περιορίζεσαι σε εικόνες μικρού
βεληνεκούς χώρου, χρόνου και προσώπων. Ο έρωτας σε βάζει απευθείας απέναντι στη
ζωή και στο θάνατο. Γιατί, αν είναι σχεδόν ταυτόσημος με τη ζωή, ο μόνος
αντίπαλος είναι ο θάνατος. Γι’ αυτό κι όταν απουσιάζει, ζεις τη ζωή σε μια
σχέση θανάτου, δηλαδή νομίζεις πως δεν υπάρχεις.
Ο έρωτας, κάθε έρωτας, υπάρχει μέσα
στον κόσμο, στην εποχή που υπάρχει ο κάθε κόσμος. Η κάθε εποχή χαρακτηρίζεται
από τα δικά της μέτρα, τα δικά της ερωτήματα για το παρόν και το μέλλον των
ανθρώπων της. Επομένως κάθε τι που την υπερβαίνει, διακινδυνεύει πρωτίστως την
ίδια του την ύπαρξη. Οι ποιητές τα καταλαβαίνουν καλύτερα αυτά, γιατί έχουν
κεραίες αυξημένης χρονικής εμβέλειας. Προηγούνται κάθε εποχής και συνεχίζουν να
υπάρχουν και μετά απ’ αυτήν. Συνήθως δεν την επηρεάζουν, ίσως λίγους μόνον.
Κινούνται στο όλον της ύπαρξης, ενώ ο κόσμος είναι ευχαριστημένος με το λίγο,
έστω και μ’ ένα τίποτα. Αν και καμιά φορά «και μ’ ένα τίποτα γίνεται ο παράδεισος»,
συνήθως το τίποτα του κόσμου είναι οι σταθερές της επιβίωσής του: ένα σπίτι,
μια δουλειά και κάτι να ξεσκάμε κάπου-κάπου. Σ’ αυτές τις ασήμαντες «σταθερές»
περιορίζεται η ζωή των πολλών. Οργανώνουν τη ζωούλα τους, θεσμοθετούν τις
κοινωνίες τους για ν’ ασφαλίσουν τα κοινότοπα αγαθά τους, όπως ειρήνη,
ασφάλεια, το δικαίωμα να μην τους ενοχλούν εφόσον δεν ενοχλούν κανέναν.
Θεσμοθετούν το δικαίωμα να πεθαίνουν ήσυχοι, να εξουσιάζουν τη μοναξιά και την
ατομικότητά τους, να μη διακυβεύεται το απόλυτο Μηδέν τους. Μάλιστα, έχουν
πεισθεί ότι μπορούν και να ερωτεύονται διαβάζοντας φτηνά βιβλία και περιοδικά ή
βλέποντας ερωτικές ταινίες. Έχουν θεσμοθετήσει και το δικαίωμα στον πληρωμένο
έρωτα ή νιώθουν απελευθερωμένοι να κάνουν ό,τι θέλουν το σώμα τους. Ζουν μέσα στο
τίποτα, ενώ νομίζουν ότι μπορούν και προσπαθούν ν’ αποκτήσουν το Όλο. Αλλά όπου
υπάρχει δικαίωμα, δεν υπάρχει διακινδύνευση, δεν υπάρχει η δυνατότητα του
έρωτα. Η ποίηση έχει υποδείξει τη μόνη εξαίρεση, το δικαίωμα στο όνειρο, το
δικαίωμα στον έρωτα που υπερβαίνει ακόμα και την ίδια τη ζωή μας. Εννοώ,
βέβαια, αυτό που γενικώς ονομάζεται ζωή, με τις θεσμοθετημένες σταθερές και με
τους κανόνες της γενικής ευτυχίας. Εδώ έχει θέση και ο στίχος του Καρούζου για
εκείνους που ζουν «με σκονάκια θεότητας και σίγουρης ευτυχίας».
Όταν κάποτε έρθει ο έρωτας… Όταν
κάποτε διαισθανθείς ότι μέχρι τώρα στη ζωή σου ζωγράφιζες παιδικά σχηματάκια
και νόμιζες πως ήσουν καλλιτέχνης. Όταν σε συνεπάρει η ομορφιά ενός Ρέμπραντ,
ενός Ματίς, τότε τι γίνεται; Όταν η ύπαρξή σου δονηθεί από το άγγιγμα της
ομορφιάς, τότε αναρωτιέσαι για το αίνιγμα της όντως ζωής. Όταν συμβεί να
ερωτευτείς, και βλέπεις πως οι κανόνες που μέχρι τότε αποδεχόσουν, δεν σου
επιτρέπουν ούτε καν να σκεφτείς το όνειρο. Να κάνεις τότε τι, να αψηφήσεις τους
θεσμούς ή να ζητήσεις υποκατάστατα; Ή να βιώσεις τον έρωτα υποκρυπτόμενος από
τους ίδιους θεσμούς και νόμους που κάποτε υπερασπιζόσουν;
«Ο έρωτας είναι παράνομος…» Μάλλον
δεν υπάρχει άλλη λύση. Επειδή οι αιώνες δημιούργησαν και κατοχύρωσαν τους
θεσμούς, πάλι οι αιώνες θα τους προσαρμόσουν σε νέα σχήματα. Μέχρι τότε, κάθε
άνθρωπος θα ζει στην εποχή του και θ’ αντιμετωπίζει τα προβλήματα σε τόπο και
χρόνο παροντικό. Όχι μόνο δεν είναι εύκολο, αλλά δεν έχει και νόημα να
εξεγείρεται μόνος εναντίον μιας κατεστημένης πραγματικότητας. Υποχρεωτικά, ο
έρωτας θα έχει στοιχεία παρανομίας, θα διακυβεύει για χάρη του την ίδια του την
ύπαρξη και μάλιστα διμέτωπα.
Κατ’ αρχάς απέναντι στο αγαπώμενο
πρόσωπο, αν αξίζει να διακυβεύσεις για χάρη του ό,τι είσαι, ό,τι σε σηματοδοτεί
ως οντότητα στην θεσμοθετημένη κοινωνία. Ύστερα, απέναντι στην εποχή, όπως
διαπερνάει την υπόσταση της κοινωνίας. Σε κάποιες χώρες ελάχιστα πράγματα
διακυβεύονται πλέον, τα πάντα έχουν επιτραπεί ως δικαίωμα της ελεύθερης
ατομικότητας. Οπότε, εκεί ζουν με την ψευδαίσθηση της ελεύθερης και συχνής
επιλογής ερωτικού συντρόφου. Αλλά εκεί, όπως είπαμε, δεν διακινδυνεύεται
τίποτε, απλώς πολλαπλασιάζεις τις δυνατότητες της ατομικότητας και αυτό δεν
είναι ζωή. Είναι μια μονότονη έκφραση του Μηδέν σου, όπου τελικά καταλήγεις σε
μια ανία ελευθερίας και ατομικής ευτυχίας. Εδώ, ή όπου αλλού, οι θεσμοί
εγείρουν εμπόδια ή οι παραδόσεις κρατούν τους ανθρώπους σε αναστολές μη
παραδεκτών τρόπων ζωής, εδώ ο έρωτας διατηρεί ακόμα την αρχική αξία της
διακινδύνευσης όλης της ύπαρξης.
Με τον έρωτα αίρεσαι υπεράνω της
καθημερινής συμβατικότητας, αδρανοποιείται η αξία και η σημασία των έως τώρα
επιλογών σου, σχετικοποιείται η σπουδαιότητα των κανόνων ζωής που, τυπικά έστω,
ισχύουν για όλους. Εάν φτάσεις να δεχτείς ένα πρόσωπο ως αντάξιο της ζωής σου,
εάν δηλαδή το ερωτευτείς, τότε ταυτοχρόνως βρίσκεις και τη δύναμη να παλέψεις
με τα θεσμοθετημένα δεσμά σου. Αυτός είναι και ο κίνδυνος. Ότι δηλαδή δεν
πρέπει να πιστέψεις πως μπορείς ατιμωρητί να υπερβείς την εποχή σου, αλλά πως
θα πρέπει να είσαι έτοιμος να υπερασπιστείς το δικαίωμά σου στην όντως ζωή.
Αυτή τη δύναμη την έχουν πρωτίστως οι ποιητές, δυνάμει ή ενεργεία, οι οποίοι
προηγούμενοι των εποχών τους μπορούν να οικτίρουν τους θεσμούς, να αδιαφορήσουν
για τις συνέπειες, να υμνήσουν και να βιώσουν σκανδαλωδώς τον έρωτα. Οι πολλοί
μπορούν να επιλέξουν την παρανομία, να ζουν μυστικά το μυστήριο του έρωτα, να
τους αγγίξει λίγο από το αινιγματικό φως του. Όλα τα υπόλοιπα είναι
ψευδαίσθηση. Οι παράνομες εξωσυζυγικές σχέσεις είναι ψευδαίσθηση ζωής, μια
απέλπιδα προσπάθεια διάσπασης της ατομικότητάς τους. Επομένως, κάθε παράνομη
σχέση, ακόμα κι αν διακινδυνεύεις την αξιοπρεπή σου συμβίωση και διαβίωση, δεν
είναι αυτό που λέμε έρωτας. Δεν είναι η παρανομία που κάνει μια σχέση ερωτική,
είναι η διπλή διακινδύνευση που σε κάνει έτοιμο να διαλύσεις κάθε σύμπαν για να
ιδρύσεις ένα καινούργιο για χάρη των δυο σας. Αλλά δεν το κάνεις, γιατί θα
βρεθείς να ζεις σε μια εποχή που ακόμα δεν υπάρχει. Επομένως, μέσα στην
παρανομία του έρωτα ζεις σε χρόνο ενεστώτα το απαγορευμένο μέλλον. Κάθε σκέψη
και προσπάθεια νομιμοποίησης μιας τέτοιας σχέσης υποσημαίνει το τέλος αυτής της
σχέσης. Δεν απαγορεύεται βέβαια κάποια, τέτοια εξέλιξη, αλλά αυτή η εξέλιξη θα
έχει το γνώρισμα του τυχαίου, του συμπτωματικού, της πιθανότητας λ.χ. να
κερδίσεις εξάρι σε τζακ ποτ του ΛΟΤΤΟ. Γι’ αυτό και στην ιστορία πολύ λίγοι
αληθινοί έρωτες εξελίχτηκαν σε κοινή εμπειρία ζωής.
Με τον όντως έρωτα ζεις ιεροκρυφίως
την ονειρική πραγματικότητα, γιατί δεν μπορείς να σκανδαλίζεις την μοχθηρή ζωή
των πολλών. Ιεροκρυφίως σημαίνει ότι αποδίδεις μια ιερότητα στο πρόσωπο και στη
σχέση σας, αλλά κρατάς κρυφή τη λατρεία του θεού σου για να μη χαρακτηριστείς
αλλόθρησκος ή ειδωλολάτρης. Κι ας λατρεύουν οι άλλοι διάφορους θεούς, κι ας
σκλαβώνονται σε τυπικά θυσιών και προσφορών ανώφελα, μένοντας πάντοτε με την
προσδοκία κάποιου ανέφικτου παράδεισου. Αν όχι εδώ, τουλάχιστον κάπου αλλού με
ουρί ή βελτιωμένες μετενσαρκώσεις ή σε τόπους χλοερούς και ψυχικής αναψύξεως.
Ο έρωτας είναι το «ύπατο διακύβευμα»
της ύπαρξης, αυτό και όχι τίποτε άλλο. Και επειδή η λέξη και η έννοια έχουν
εκπέσει σε συνώνυμο της σάρκας και των ανάλογων απολαύσεων, γι’ αυτό και η
εποχή μας σέρνεται ή σκοτώνεται ανοήτως για ιδέες και σκοπούς παρωχημένους.
Σαν έσχατη σημείωση, δε θεωρώ ότι η
έννοια της παρανομίας αφορά μόνο την έγγαμη πραγματικότητα. Θα έπρεπε, και
ουσιαστικά έτσι είναι κι ας μην είναι πάντοτε αντιληπτό, κάθε σχέση που
φιλοδοξεί να ονομάζεται ερωτική να έχει το στοιχείο της διπλής διακινδύνευσης.
Αν δηλαδή το συγκεκριμένο πρόσωπο αξίζει αυτή τη διάκριση και αν αισθάνεσαι ότι
για χάρη του μπορείς να μεταναστέψεις στο διάστημα. Η ευκολία του χωρισμού, ως
ύψιστο ατομικό δικαίωμα, έχει αφαιρέσει προ πολλού από τη σχέση των αδέσμευτων
τον επαναστατικό χαρακτήρα του έρωτα. Η έκρηξη ψυχής δεν μπορεί να είναι μόνιμο
βίωμα του ανθρώπου, γι’ αυτό και στα ρομάντζα έχουν εφεύρει την ιδέα της
«πρώτης αγάπης». Μπορεί να συμβεί και να ξανασυμβεί το γεγονός του ερωτικού
συναπαντήματος, μόνον όμως όταν ο άλλος δεν αντέξει το βαθμό διακινδύνευσης που
απαιτεί αυτή η σχέση. Και αν ο αποχωρών αυτοδικαιωθεί λέγοντας «δεν αντέχω
άλλο», ο άλλος πιθανόν και να μην επαναλάβει το εγχείρημα. Γιατί δεν μπορείς να
ψάχνεις συνέχεια στην αγορά για ριψοκίνδυνες υπάρξεις, δεν μπορείς να εκτίθεσαι
εύκολα στη διαδικασία της υπαρξιακής διακινδύνευσης. Άρα, πριν δυο άνθρωποι
πουν ο ένας στον άλλον ‘‘σ’ αγαπάω’’, πρέπει να ζυγίσουν καλά τη σημασία των
λέξεων. Φαίνεται δύσκολο, γιατί η Εποχή μας έχει πολυχρησιμοποιήσει αυτή τη
φράση, αλλά ευτυχώς που και στις μέρες μας μπορούν οι άνθρωποι, κάποιοι
άνθρωποι, ν’ αγαπιούνται ακόμα αληθινά. Το στοιχείο της παρανομίας είναι η
πρώτη και βασική ένδειξη της διαθεσιμότητας του άλλου. Ο βαθμός της
διακινδύνευσης ποικίλλει φυσικά αλλά αυξάνει μαζί με την αγάπη.
Οι θεσμοί καραδοκούν, οι νόμοι
εφαρμόζονται, οι αναστολές λυγίζουν την ψυχή μας. Οι ηθικοί από ανικανότητα
είναι έτοιμοι να καταδικάσουν κάθε παρέκκλιση, εκτός από τη δική τους. Οι
νεκροί της ζωής ειρωνεύονται όσους ζουν, όσους δηλαδή είναι όντως ερωτευμένοι.
Μόνο ο ποιητές βλέπουν τα πράγματα από το μέλλον, γιατί οι πεζογράφοι συνήθως
αρέσκονται να διηγούνται ιστορίες με ή χωρίς καλό τέλος. Υπάρχουν, βέβαια, και
στην πεζογραφία αναφορές και περιγραφές τέτοιων ερώτων, αλλά περιγράφεται ένας
τέτοιος έρωτας; Λέει ο Μιλόζ: «Αυτό που είναι και αισθάνεται ένας άνθρωπος, δεν
θα εκφραστεί ποτέ». Αν αυτό είναι σωστό, και είναι, για κάθε άνθρωπο, πόσω
μάλλον αν πρόκειται να εκφράσεις πώς υπάρχει, πώς αισθάνεται ένας αληθινά
ερωτευμένος. Πώς να αποδείξει ό,τι είναι και διακινδυνεύει τα πάντα; Ακόμα και
μεταξύ των δύο προσώπων αυτό έρχεται σαν διαίσθηση πρώτα κι ύστερα σαν μια
απερίγραπτη δια-βεβαίωση της άλλης ύπαρξης. Μετά συν-υπάρχουν οι δυο στην Εποχή
τους. Μέχρι πότε; Ο έρωτας ξεκινάει για μια αιωνιότητα, σαν το Ω της
απόπειρας για ζωή. Αν σπάνια κρατάει μια αιωνιότητα, γι’ αυτό συνήθως φταίει η
ανθρώπινη αδυναμία να ισορροπεί αιωνίως σ’ ένα τεντωμένο σχοινί. Κάποιος κάποτε
κουράζεται πρώτος, αλλά αυτό που μένει δεν είναι μνήμη θανάτου, αλλά ζωής.
Πιθανόν ο ποιητής να μην ξαναγαπήσει ποτέ, γιατί δεν μπαίνει εύκολα σε
παρόμοιες διαδικασίες. Πιθανόν, γιατί μια εμπειρία ζωής μπορεί να σε σώσει για
πάντα, ζεις ανάμεσα στους άλλους με κατανόηση για τις μικροχαρές τους και αυτή
η εμπειρία γίνεται στίχος, τραγούδι, μυθοπλασία. Πρόχειρο παράδειγμα «οι
γέφυρες του Μάντισον», όπου ένας έρωτας τεσσάρων ημερών κράτησε μια αιωνιότητα.
Η γυναίκα διακινδύνευσε την ύπαρξή της, αλλά δεν μπόρεσε να θυσιάσει τη
σωματική παρουσία της, η οποία ανήκε σε άλλη Εποχή, στην οικογένειά της. Αλλά ο
παράνομος έρωτας είχε αρπάξει για πάντα την ψυχή της, ζούσε μόνο για να τον
σκέφτεται και να θυμάται ότι κάποτε έζησαν σ’ ένα δικό τους σύμπαν, σε μια
μετα-εποχή δική τους.
Τελικά. Οι ερωτευμένοι δεν
διανοούνται να γκρεμίσουν τον θεσμοθετημένο κόσμο τους, αν και θα το ήθελαν, αν
και θα το τολμήσουν αν χρειαστεί. Αντί να μπουν στην διαδικασία της σύγκρουσης,
προτιμούν να βιώνουν τον έρωτα σε συνθήκες παρανομίας, διακινδυνεύοντας την
όποια εικόνα τους, διακινδυνεύοντας για χάρη του αγαπημένου προσώπου την ίδια
τους την ύπαρξη. Αν οι καρδιές έχουν πειστεί ότι αξίζουν να υπάρχουν μαζί στη
δική τους Εποχή, τότε σχετικοποιούν τον υπάρχοντα γύρω τους κόσμο και βρίσκουν
τις εσωτερικές ισορροπίες για να ζουν εντός και εκτός των κατεστημένων δομών.
Αν ο έρωτας είναι πραγματικά ο
έρωτας, πάντα θα είναι παράνομος, πάντα θα διακινδυνεύεις κάτι, από το λίγο της
ρουτίνας μέχρι το όλον της ύπαρξης. Αναλόγως της δύναμης, αναλόγως της πίστης
στην αξία του διακυβεύματος, αναλόγως της ποίησης που σου έχει χαρίσει η
δυναμική του έρωτα. Τελικά με τον έρωτα διακινδυνεύεις το δικαίωμα να είσαι ή
να μην είσαι ο όντως άνθρωπος...
0 Σχόλια