Γιώργος Σεφέρης η ζωή και το έργο του
Επιμέλεια :
Ρένα Τζωράκη- Μανουκάκη
Επιμέλεια :
Ρένα Τζωράκη- Μανουκάκη
Τι να πρωτογράψει κανείς για την ποικιλόμορφη
παρουσία του Γιώργου Σεφέρη στα ελληνικά
γράμματα τον Νομπελίστα ποιητή, πεζογράφο,
μυθιστοριογράφο, δοκιμιογράφο, κριτικό, ενδογλωσσικό και διαγλωσσικό μεταφραστή, μελετητή, διπλωμάτη,
που αποτελεί τον κορυφαίο εκπρόσωπο της
γενιάς του '30 και υπήρξε μια από τις πιο λαμπρές προσωπικότητες
της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τον ποιητή που κατάφερε με τους στίχους του όχι μόνο να
αγγίξει τις ψυχές των Ελλήνων αλλά και να κάνει γνωστή την ελληνική ποίηση σε
όλο τον κόσμο. Γιατί η ποίηση είναι
η αγνή ανάσα της ψυχής μέσα απ’ την
ομορφιά, το ιλαρό φύσημα που φυσάει απ’ το Πνεύμα.
Η γενιά του '30 τον είχε, στο κέντρο και στην κορυφή, ηγέτη και δάσκαλο. Οι επόμενες και οι μεθεπόμενες συνέχισαν σαν να μην είχε φύγει. Η ποίησή του σημάδεψε τον αιώνα με τα τέσσερα άλφα βάσεις που πρέπει να στηρίζεται η ποίηση: Αμεσότητα, απλότητα, αυθεντία , αλήθεια.
Πολλά ποιήματά του τραγουδήθηκαν και βρήκαν πλατι
ά απήχηση στον κόσμο που τον διάβαζε, αλλά και στον άλλο που δεν
τον διάβαζε. Τα δοκίμιά του θεωρούνται υποδειγματικά, τα Ημερολόγιά του
κατατοπιστικά, το σύνολο του έργου του σταθμός στα ελληνικά Γράμματα. Είναι ο
ποιητής Γιώργος Σεφέρης, αυτός που μας έφερε το πρώτο Νόμπελ στην Ελλάδα και ανέδειξε τη σύγχρονη Ελλάδα με τις πληγές της και τα
τραύματά της, την Ιστορία της και τα μνημεία της, τον ήλιο και τις ομορφιές
της, την ελληνική θάλασσα και την ελληνική γλώσσα, που επί είκοσι πέντε αιώνες
δεν έπαψε να δίνει ποιητικά κείμενα.Η γενιά του '30 τον είχε, στο κέντρο και στην κορυφή, ηγέτη και δάσκαλο. Οι επόμενες και οι μεθεπόμενες συνέχισαν σαν να μην είχε φύγει. Η ποίησή του σημάδεψε τον αιώνα με τα τέσσερα άλφα βάσεις που πρέπει να στηρίζεται η ποίηση: Αμεσότητα, απλότητα, αυθεντία , αλήθεια.
Πολλά ποιήματά του τραγουδήθηκαν και βρήκαν πλατι
Ο Σεφέρης έκανε πρώτος τη στροφή. Ο Ελύτης
δεύτερος και πιο ρηξικέλευθος. Και οι δυο μαζί τάραξαν και συγκλόνισαν συθέμελα το οικοδόμημα της Ποίησης και άνοιξαν νέους
δρόμους, αλλάζοντας τον ρου του ποιητικού ποταμού. Μετά από αυτούς η Ποίηση δεν
ήταν πια ίδια.
Aπό τους
νεανικούς του ακόμα στίχους, έκανε εντύπωση η πρωτοτυπία, η πυκνότητα της
έκφρασής του και η τάση του ν’ ανοίξει
νέους
δρόμους για την ποίηση.
δρόμους για την ποίηση.
Η ποίηση
του Σεφέρη εμφανίζεται με την μεγάλη κρίση της εθνικής μας ζωής ύστερα από τον
Α’ παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα από την καταστροφή του ασιατικού ελληνισμού, που
είναι μια από τις μεγαλύτερες της
ιστορίας μας φέρνει την σφραγίδα
αυτής της κρίσης, και το αίσθημα αυτής της καταστροφής το γεμίζει ολόκληρη.
Μέσα απ ’αυτό το πρίσμα βλέπει όχι μόνο τον ελληνισμό να βουλιάζει
Μέσα απ ’αυτό το πρίσμα βλέπει όχι μόνο τον ελληνισμό να βουλιάζει
στην
παρακμή, παρά σκοτεινιάζει στη συνείδησή του και η γενική εικόνα του κόσμου.
Όπως
έγραψε ο Μάρκος Αυγέρης το ήθος του ,δημιουργεί το ύφος του.
Το ήθος του είναι η εγκράτεια, και η αυτοκυριαρχία, που χαλιναγωγεί και κατευθύνει το ύφος του. Αυτός ο συγκρατημός είναι η δύναμη και η αδυναμία του.
Το ήθος του είναι η εγκράτεια, και η αυτοκυριαρχία, που χαλιναγωγεί και κατευθύνει το ύφος του. Αυτός ο συγκρατημός είναι η δύναμη και η αδυναμία του.
Καίει
πάντα με την σιγανή φωτιά ζήτημα θέλησης, αγωγής ή ιδιοσυγκρασίας;
Η σκυθρωπή και δραματική φλέβα του, δεν έχει διάθεση για διαχύσεις.
Εκφράζεται ελλειπτικά, όπως είπαν, πλάγια και έμμεσα, αποφεύγει τις πολλές εξηγήσεις, μιλά με υπαινιγμούς και υπονοούμενα. Δεν συνδιαλέγεται, παρά μονολογεί συνήθιζε να μιλά στον εαυτό του.
Στο ύφος αυτό χρωστά τον τόνο της ειλικρίνειας και το ανεπιτήδευτο της έκφρασης. Έχει την αποστροφή της επίδειξης και δεν είναι από
τους ναρκισσευόμενους ποιητές, λιτός, δωρικός ο Σεφερικός λόγος σαν τα λευκά μάρμαρα καθαρότατος λόγος, με πυκνές διατυπώσεις άξιος
δουλευτής της εκφραστικότητας με την βαθιά του επιθυμία να την απαλλάξει από τα περιττά φορτία με μια κλίση στο απλό, το απέριττο, το αναγκαίο, μα χωρίς να αποβάλλει την πυκνότητα της παράστασης και ν’ αραιώσει τον πλούτο της.
Η σκυθρωπή και δραματική φλέβα του, δεν έχει διάθεση για διαχύσεις.
Εκφράζεται ελλειπτικά, όπως είπαν, πλάγια και έμμεσα, αποφεύγει τις πολλές εξηγήσεις, μιλά με υπαινιγμούς και υπονοούμενα. Δεν συνδιαλέγεται, παρά μονολογεί συνήθιζε να μιλά στον εαυτό του.
Στο ύφος αυτό χρωστά τον τόνο της ειλικρίνειας και το ανεπιτήδευτο της έκφρασης. Έχει την αποστροφή της επίδειξης και δεν είναι από
τους ναρκισσευόμενους ποιητές, λιτός, δωρικός ο Σεφερικός λόγος σαν τα λευκά μάρμαρα καθαρότατος λόγος, με πυκνές διατυπώσεις άξιος
δουλευτής της εκφραστικότητας με την βαθιά του επιθυμία να την απαλλάξει από τα περιττά φορτία με μια κλίση στο απλό, το απέριττο, το αναγκαίο, μα χωρίς να αποβάλλει την πυκνότητα της παράστασης και ν’ αραιώσει τον πλούτο της.
Δουλεύει έτσι ανάμεσα στα αντίθετα και η προσπάθειά του είναι να υποτάξει και να δέσει τα εκφραστικά στοιχεία σε μια ενότητα όπου να διατηρείται η δύναμή τους.
Γι’ αυτό ο λόγος του παρουσιάζεται δύσκολος και συχνά σκοτεινός.
Στον
«Ερωτικό Λόγο » και στη «Στέρνα»,ο
στίχος του είναι ρωμαλαίος και
αψεγάδιαστος.
Ειδικά στην «Στέρνα» ,παρουσιάζεται σαν η άγρυπνη συνείδηση, ένα μάτι πάντα άγρυπνο και ορθάνοιχτο,που βλέπει τον κόσμο στην κίνησή του, να έχεται και να παρέρχεται.
«Ο πάνω κόσμος σαν ραπίδι και παίζει με το φύσημα τα’ανέμου.»
Είναι η εικόνα του κόσμου στην συνείδηση του ποιητή:
«Πεθαίνουμε και πεθαίνουν οι θεοί μας»
Το όραμά του κρύβει στο βάθος του το θάνατο. Η παρουσία αυτή του θανάτου, θα κανονίζει τα θέματα, τα σύμβολα, τα αισθήματα και την παράστασή του ολόκληρη ως το τέλος. Όπως όλη η ποίησή του είναι και η Στέρνα είναι η πλατωνική μελέτη θανάτου.
Η
θεματολογία του Σεφέρη είναι καθολικής
σημασίας, είναι τα θεμελιακά προβλήματα της ζωής, το ίδιο το πρόβλημα της
ύπαρξης, που τυραννεί τη συνείδησή του σε όλο το έργο. Γι ’αυτό η Στέρνα , σαν
σύμβολο απλώνεται πέρα από τα
φαινομενικά πλαίσια της και γίνεται η συνείδηση της ύπαρξης και η ίδια η ύπαρξη και μέσα σ’ αυτή η σημασία της
ζωής διαγράφεται με την έννοια
της φθοράς ,του αφανισμού και της λήθης:
«Στο
πύργωμα του θόλου ανέλεης νύχτας /
πατούνε οι ένιες κι οι χαρές διαβαίνουν/
με το γοργό κροτάλισμα της μοίρας/ πρόσωπα ανάβουν λάμπουν μια στιγμή/ και σβήνονται σ’ ένα
σκοτάδι εβένου.»
Αυτό το
κροτάλισμα της μοίρας ακούγεται σαν
μαστίγιο και τα ανθρώπινα παρουσιάζονται
όπως οι Σκιές στον Ομηρικό Άδη’ Είδωλα καμόντων».
Η επόμενη
συλλογή που ακολουθεί με τίτλο «Μυθιστόρημα»,είναι ένα είδος ποιητικής
παράστασης ανάμεσα στο μύθο και στην
πραγματικότητα ,μια αυτοβιογραφία του ποιητή, που εκφράζεται με εικόνες και
σύμβολα.
Εδώ η « μελέτη Θανάτου» συνεχίζεται με άλλους τρόπους. Οι στέρνες και τα πηγάδια είναι σύμβολο ειδικό στην ποίηση του Σεφέρη: «Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά λέει σ’ ένα από τα ποιήματα της σειράς.
Η σπηλιά είναι και αυτή εικόνα της ύπαρξης, η Πλατωνική σπηλιά αλλά το σύμβολο του πηγαδιού πάει πιο πέρα από αυτή την έννοια, είναι μια εξαντλημένη πηγή, που κάποτε ήταν γεμάτη φρεναπάτες, μέσα στο γενικό σύμβολο της ύπαρξης υπάρχει το μερίδιο σύμβολό της δικής μας ζωής. Σήμερα καμιά ψευδαίσθηση δεν είναι δυνατή για τον κόσμο του ποιητή ,το πηγάδι ξεράθηκε και ο ζόφος έγινε πυκνότερος. Ότι τον ξεγελούσε ήταν σαν τα ακρωτηριασμένα μάρμαρα, και τώρα που «ξύπνησε» βρέθηκε μ’ ένα «μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια του.»Είναι ένας υπαινιγμός για τη φαντασία μιας αρχαίας δόξας, που μας ξεπλάνευε και σαν άτομα και σαν έθνος.
Οι «Αργοναύτες » είναι από τα πιο ρωμαλέα
κομμάτια μέσα στην Σεφερική ποίηση , μια αναπόληση για την ακαταδάμαστη εκείνη
ελληνική φύτρα, που βούλιαξε στην ανυπαρξία. Από το «Μυθιστόρημα» και πέρα
εμφανίζονται οι επιδράσεις του από
την « Έρημη Χώρα» ολοφάνερες όπως γράφουν
όλοι οι κριτικοί από τον Έλιοτ. Η
επίδραση του Έλιοτ έπαιξε
αποφασιστικό και γόνιμο ρόλο στην τελική διαμόρφωση της ποίησης του Σεφέρη. Η
γνωριμία του Σεφέρη με την «Έρημη Χώρα»
τον βοήθησε να δώσει στη δική του αίσθηση της ζωής την τελική της έκφραση. Από δω και πέρα η ποίησή του ξεπερνάει την τοπική σημασία της, δεν παρουσιάζεται σαν ένα κλαδί από την
ελληνική ποίηση, αλλά μπαίνει στην
μεγάλη οικογένεια της ευρωπαικής ποίησης ,χωρίς να χάσει την ελληνικότητά της ενώνεται με τα μεγάλα πεσιμιστικά ρεύματα της ζωής του
δυτικού κόσμου και μιλάει με μια γλώσσα, που αποκρίνεται σε πλατύτερες καταστάσεις. Η «Έρημη Χώρα» είναι για τον Σεφέρη η Ελληνική Γη, δεν
κλείνει μόνο το νόημα όλης της ελληνικής ιστορίας με τις δόξες και τις
καταστροφές της με την ακμή και την παρακμή του μεγάλου ελληνικού κόσμου, παρά
την συνοδεύει το γενικότερο απαισιόδοξο αίσθημα για το θάνατο των λαών και των
πολιτισμών και για την αστάθεια των ανθρωπίνων.
Από δω και πέρα μεγαλώνει διαρκώς η ευαισθησία του και η ποίησή του γνωρίζει μια νέα ευφορία, όπου ο λυρικός ίμερος συμπορεύεται με την αθυμία.
Από δω και πέρα μεγαλώνει διαρκώς η ευαισθησία του και η ποίησή του γνωρίζει μια νέα ευφορία, όπου ο λυρικός ίμερος συμπορεύεται με την αθυμία.
Στο βάθος της ποίησης του Σεφέρη, που μιλάει με απελπισμένα
λόγια , υπάρχει ένας πονεμένος πατριώτης, που όλες οι έγνοιες και οι ανησυχίες
του, αφορούν την ελληνική μοίρα. Βλέπει τον κόσμο, που κυβερνά τη χώρα του χωρίς ψευδαισθήσεις. Η ποίησή του
είναι μια απελπισμένη πατριωτική κίνηση στην πλατύτερη σημασία αυτής της
έννοιας , μόνο που περιορίζεται στη
μελέτη, στους απόμονους στοχασμούς και στη θεώρηση. Περιορίζεται στο
παθητικό αντίκρισμα της ζωής, γιατί
κι αυτός
είναι ποιητής των ηττημένων χωρίς ελπίδα.
Από την άποψη αυτή βαδίζει σ’ένα δρόμο παράλληλο με τον Καβάφη κι έχει πολλά κοινά στοιχεία μαζί του, μα και μεγάλες διαφορές , και η μεγαλύτερη διαφορά του ,πως ξεκινά με από το αντικείμενο κι από τον παρόντα χρόνο, ενώ ο Καβάφης ξεκινά από το υποκείμενό του και μεταφέρεται στα περασμένα. Ο Σεφέρης είναι ένας πληγωμένος πατριώτης, ενώ ο Καβάφης στέκεται πάντα παράμερα από τα κοινά και τα παρόντα. Πολλές φορές ο Σεφέρης εμπνέεται από το άμεσο, που το γενικεύει και το αιωνίζει, ενώ ο Καβάφης δεν μπορεί να τραφεί από το ιστορικό παρόν, που τον αφήνει ψυχρό. Και τους δυό τους απασχολεί το φαινόμενο του Μεγάλου Ελληνισμού, η κατάπτωση, κι ο ιστορικός θάνατός του, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Ο Καβάφης απευθύνεται άμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο, όπου βλέπει σύμβολα που εκφράζουν και δικαιώνουν τα πάθη του, ενώ ο Σεφέρης αναφέρεται έμμεσα στην καταστροφή αυτού του κόσμου, καθώς την αισθάνεται να βαραίνει ενάντια επάνω στη μοίρα μας. Και των δυό τα αισθήματα και οι συλλογισμοί ξεκινούν από το χαμένο κόσμο της Μεγάλης Ελλάδας και ανάγονται και οι δυό σε μια γενίκευση και μια καθολικότητα, αλλά διαφορετική ο καθένας. Ο ένας λυτρώνεται με την αναδοχή του κόσμου των Γραικύλων ,όπου βρίσκει την ανακούφισή του και την εικόνα μιας κοινής μοίρας, του κόσμου αυτών που ενδίδουν, αποδέχονται και συμβιβάζονται την ήττα τους, αλλά για το Σεφέρη ο κόσμος μένει σκοτεινός και δραματικός όπου δεν υπάρχει λύτρωση και ανάπαυση για κανένα, το μαύρο τύμπανο του σκεπάζει τον ορίζοντα.
Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν η Ελλάδα ζούσε μέσα στο σκοτάδι της Κατοχής κι ο λαός αγωνιζόταν με την μεγαλύτερη αποφασιστικότητα κατά των εχθρών του ο Σεφέρης είχε αρχίσει να πιστεύει στην «ανάσταση της ζωής του ανθρώπου, με την πιο βαριά έννοια¨, που « θα καταργήσει τις ωμότητες, τα φίμωτρα, τις φυλακές, τις υποκρισίες…» Κι αν αυτά δε γίνουν, τότε θα έχουν πάει , αλίμονο, όλα αυτά που ζούμε στα χαμένα.»
Από την άποψη αυτή βαδίζει σ’ένα δρόμο παράλληλο με τον Καβάφη κι έχει πολλά κοινά στοιχεία μαζί του, μα και μεγάλες διαφορές , και η μεγαλύτερη διαφορά του ,πως ξεκινά με από το αντικείμενο κι από τον παρόντα χρόνο, ενώ ο Καβάφης ξεκινά από το υποκείμενό του και μεταφέρεται στα περασμένα. Ο Σεφέρης είναι ένας πληγωμένος πατριώτης, ενώ ο Καβάφης στέκεται πάντα παράμερα από τα κοινά και τα παρόντα. Πολλές φορές ο Σεφέρης εμπνέεται από το άμεσο, που το γενικεύει και το αιωνίζει, ενώ ο Καβάφης δεν μπορεί να τραφεί από το ιστορικό παρόν, που τον αφήνει ψυχρό. Και τους δυό τους απασχολεί το φαινόμενο του Μεγάλου Ελληνισμού, η κατάπτωση, κι ο ιστορικός θάνατός του, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Ο Καβάφης απευθύνεται άμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο, όπου βλέπει σύμβολα που εκφράζουν και δικαιώνουν τα πάθη του, ενώ ο Σεφέρης αναφέρεται έμμεσα στην καταστροφή αυτού του κόσμου, καθώς την αισθάνεται να βαραίνει ενάντια επάνω στη μοίρα μας. Και των δυό τα αισθήματα και οι συλλογισμοί ξεκινούν από το χαμένο κόσμο της Μεγάλης Ελλάδας και ανάγονται και οι δυό σε μια γενίκευση και μια καθολικότητα, αλλά διαφορετική ο καθένας. Ο ένας λυτρώνεται με την αναδοχή του κόσμου των Γραικύλων ,όπου βρίσκει την ανακούφισή του και την εικόνα μιας κοινής μοίρας, του κόσμου αυτών που ενδίδουν, αποδέχονται και συμβιβάζονται την ήττα τους, αλλά για το Σεφέρη ο κόσμος μένει σκοτεινός και δραματικός όπου δεν υπάρχει λύτρωση και ανάπαυση για κανένα, το μαύρο τύμπανο του σκεπάζει τον ορίζοντα.
Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν η Ελλάδα ζούσε μέσα στο σκοτάδι της Κατοχής κι ο λαός αγωνιζόταν με την μεγαλύτερη αποφασιστικότητα κατά των εχθρών του ο Σεφέρης είχε αρχίσει να πιστεύει στην «ανάσταση της ζωής του ανθρώπου, με την πιο βαριά έννοια¨, που « θα καταργήσει τις ωμότητες, τα φίμωτρα, τις φυλακές, τις υποκρισίες…» Κι αν αυτά δε γίνουν, τότε θα έχουν πάει , αλίμονο, όλα αυτά που ζούμε στα χαμένα.»
Και πήγαν
στα χαμένα, για μας και πολλούς άλλους κι ο Σεφέρης εξακολουθεί ν’αναμασάει το
ίδιο πικρό φύλλο της δάφνης.
Όλες του οι ποιητικές συλλογές και τα δοκίμια του, αναδεικνύουν την λογοτεχνική του δεινότητά, την βαθιά αγάπη του για τον άνθρωπο, τον πατριωτισμό του και την προσήλωσή του στα ιδεώδη της ελευθερίας, δημοκρατίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης τα οποία διακονεί και προβάλει στο έργο του.
Στην
ποιητική τέχνη εκόμισε τον βαθύ και
ήρεμο ποιητικό και δοκιμιακό στοχασμό
του για το πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας, καθώς και για το πρόσωπο του ανθρώπου
στον έρωτά του, στη μοναξιά του, την απόγνωσή του.
Την καίρια συμβολή του στην ανανέωση του ποιητικού λόγου.
Την αδιαφορία του για τα στιχουργημένα κηρύγματα. Τη δύναμή του να μιλάει στα ποιήματά του, για τα δράματα του τόπου, χωρίς να ενδίδει στη ρητορική του μελοδραματισμού. Τη στέρεη γλώσσα του, μια δημοτική που εμπιστεύεται την χάρη και τον πλούτο της. Τη γενναία και συναρπαστική πίστη πως «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα τραγούδια μας.»
Μια μέθοδο τίμιας συνομιλίας με την λογοτεχνική παράδοση,από τις αρχαίες ρίζες της, στο έργο του Ομήρου και των τραγωδών, έως το δημοτικό τραγούδι, που το εγκωμίασε σαν πρότυπο γλωσσικού ήθους, τον Ερωτόκριτο και τους μεγάλους ποιητές του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου.Τη σκέψη του για τον Σολωμό ,τον Κάλβο,,τον Καβάφη και τον Μακρυγιάννη.
Τη σχέση
του με τη διεθνή ποίηση, η οποία αποτυπώθηκε και στις μεταφράσεις αλλόγλωσσων
ποιητών.
Λογοτέχνης και λόγιος, ανέβηκε ψηλά «σκαρφαλώνοντας
λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα» και δεν
θέλησε παρά να μιλήσει απλά, όπως έγραψε στους στίχους του: « Δε θέλω τίποτε
άλλο παρά να μιλήσω απλά,να μου δοθεί/ετούτη η χάρη/.Γιατί και το τραγούδι το
φορτώσαμε με τόσες μουσικές/που σιγά σιγά βουλιάζει /και την τέχνη μας τη
στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε /από τα μαλάματα το πρόσωπό της/κι είναι
καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η / ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.»
Τι κι αν έφυγε από κοντά μας ,το πνεύμα του είναι επιβλήτικά παρών στα γράμματά μας, αφήνοντας στην Αιωνιότητα τους στίχους του,σαν παρακαταθήκες πολύτιμες, γιατί όπως τόνισε ο Οδυσσέας Ελύτης:
Τι κι αν έφυγε από κοντά μας ,το πνεύμα του είναι επιβλήτικά παρών στα γράμματά μας, αφήνοντας στην Αιωνιότητα τους στίχους του,σαν παρακαταθήκες πολύτιμες, γιατί όπως τόνισε ο Οδυσσέας Ελύτης:
«Ο Γ. Σεφέρης έθεσε τη βάση για την ελεύθερη
ποίηση.»
«Κανείς άλλος δεν στάθηκε τόσο ικανός ν’ ανιχνεύσει, να βρει και να κινήσει τα νήματα της ζωντανής ελληνικής παράδοσης όσο αυτός… Καλλιέργησε το αίσθημα της ευθύνης και κράτησε ψηλά τη σημαία της ελεύθερης συνείδησης, που τόσο την έχουν ανάγκη, σήμερα προπάντων, οι νέοι», ενώ ο Γ. Ρίτσος με τη σειρά του είπε:
«Κανείς άλλος δεν στάθηκε τόσο ικανός ν’ ανιχνεύσει, να βρει και να κινήσει τα νήματα της ζωντανής ελληνικής παράδοσης όσο αυτός… Καλλιέργησε το αίσθημα της ευθύνης και κράτησε ψηλά τη σημαία της ελεύθερης συνείδησης, που τόσο την έχουν ανάγκη, σήμερα προπάντων, οι νέοι», ενώ ο Γ. Ρίτσος με τη σειρά του είπε:
«Αυτή την ώρα, τα λόγια μου φαίνονται μικρά για το ανάστημα του ποιητή, μικρά για τη λύπη και την περηφάνια που μας γεμίζει το έργο του και το ήθος του. Εδώ και πολλά χρόνια, σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ο ποιητής έσμιξε ποίηση και ελευθερία, αισθητική και ηθική, σε μια γνήσια και φυσική ενότητα, αφήνοντας μιάν υψηλή, παραδειγματική κληρονομιά σ’ ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμα μια φορά «σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα».
Βιογραφικό Σημείωμα για τον ποιητή
Γιώργο Σεφέρη (1900-1971):
Δυό ημερομηνίες
πιθανολογούνται για την ημερομηνία γεννήσεώς του ποιητή, που το πραγματικό του όνομα ήταν
Γεώργιος Σεφεριάδης, γεννημένος στη Σμύρνη άλλοι λένε 29 Φεβρουαρίου και άλλοι 13 Μαρτίου του 1900.
Ήταν ο ο πρωτότοκος γιος του Στέλιου Σεφεριάδη ,δικηγόρου και διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Παρισιού και της Δέσπως Σεφεριάδη, το γένος Γιωργάκη Τενεκίδη. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια την Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου) και τον Άγγελο. Η πανεπιστημιακή καριέρα του πατέρα του υπήρξε λαμπρή και κατέληξε το 1933 στην αναγόρευσή του ως Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού. Μετά το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το 1914 η οικογένεια Σεφεριάδη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην Αθήνα ο Σεφέρης τέλειωσε το Πρότυπο Κλασικό Γυμνάσιο. Από το 1918 ως το 1924 έζησε στο Παρίσι όπου σπούδασε νομικά και ήρθε σε επαφή με τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνική παραγωγή. Στο Παρίσι συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό Βωμός (με το ψευδώνυμο Γιώργος Σκαλιώτης), έδωσε μια διάλεξη για τον Jan Moreas στο Σύλλογο Ελλήνων Σπουδαστών και άρχισε να γράφει ποιήματα στα γαλλικά και τα ελληνικά. Το καλοκαίρι του 1924 μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο έφυγε για το Λονδίνο, όπου έμεινε ως το χειμώνα του επόμενου χρόνου. Εκεί έγραψε το ποίημα Fog. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα άρχισε να γράφει το Ημερολόγιο, και το γνωστό ως Έξι νύχτες στην Ακρόπολη πεζογράφημα και πρωτοδιάβασε τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Το 1926 πέθανε η μητέρα του και στις 29 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Σεφέρης διορίστηκε ακόλουθος του Υπουργείου Εξωτερικών. Το 1928 δημοσιεύτηκε η μετάφρασή του από το έργο του Βαλερύ Μια νύχτα με τον κ.Τεστ στη Νέα Εστία. Τον ίδιο χρόνο έγραψε Το ύφος μιας μέρας και το Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη. Το 1931 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Στροφή, για την οποία ο Παλαμάς δημοσίευσε επιστολή στη Νέα Εστία. Διορίστηκε υποπρόξενος και στη συνέχεια πρόξενος στο Γενικό Προξενείο του Λονδίνου, όπου παρέμεινε ως το 1934. Το 1932 δημοσίευσε τη Στέρνα και το 1935 το Μυθιστόρημα, και τα δύο σε περιορισμένα αντίτυπα. Το 1936 δημοσίευσε το βιβλίο Θ.Σ.Έλιοτ και διορίστηκε Πρόξενος στην Κορυτσά, όπου έμεινε ως το 1937, που ταξίδεψε στο Βουκουρέστι για το Συνέδριο Διαβαλκανικού Τύπου. Τότε πραγματοποιήθηκε και η πρώτη μετάφραση ποιήματός του στα γαλλικά από την Έλλη Λαμπρίδη. Το 1938 διορίστηκε προϊστάμενος της Διευθύνσεως Εξωτερικού Τύπου στην Αθήνα και ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με τον Αντρέ Ζιντ στο σπίτι του Κ.Θ.Δημαρά και ταξίδεψε στη Ρουμανία με τον Τ.Παπατσώνη. Το 1940 εξέδωσε τα Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’, Ποιήματα 1 και Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937). Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε μανιφέστο κατά του Ιταλικού Φασισμού και το διάγγελμα του βασιλιά μαζί με το Νικολούδη. Το 1941 παντρεύτηκε τη Μαρώ Ζάννου, εξέδωσε το Χειρόγραφο Σεπτ. ‘41 και ταξίδεψε με την ελληνική κυβέρνηση στη Σούδα, την Αίγυπτο και τη Νότιο Αφρική. Το 1942 εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια η Λύρα του Κάλβου με πρόλογο του Σεφέρη. Ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ και μετατέθηκε στο Κάιρο (Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών της Ελληνικής Κυβέρνησης). Το 1943 έδωσε διαλέξεις για τον Παλαμά και το Μακρυγιάννη στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια και γνωρίστηκε με το Στρατή Τσίρκα. Το 1944 εκδόθηκαν οι Δοκιμές στο Κάιρο και το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’. Ταξίδεψε με την κυβέρνηση στην Ιταλία και τον Οκτώβρη επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1945 διετέλεσε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Το 1946 γνωρίστηκε με τον Eluard , εξέδωσε τον Ερωτόκριτο, την Κίχλη και διάβασε τη μελέτη του Καβάφης - Έλιοτ · Παράλληλοι στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας. Το 1947 τιμήθηκε με το έπαθλο Παλαμά και ένα χρόνο αργότερα παραιτήθηκε μαζί με πολλούς άλλους συγγραφείς από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, τονίζοντας τη φθορά που είχε υποστεί ο θεσμός. Διορίστηκε σύμβουλος πρεσβείας στην Άγκυρα. Το 1949 εκδόθηκε η μετάφρασή του από ποιήματα του Έλιοτ με τίτλο Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα. Το 1950 πέθανε ο αδερφός του Άγγελος στην Αμερική. Τον ίδιο χρόνο ο Σεφέρης ταξίδεψε στη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας του · διορίστηκε σύμβουλος στην πρεσβεία του Λονδίνου. Το 1952 μετατέθηκε στη Βηρυτό και το 1953 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην Κύπρο μαζί με τη γυναίκα του (ακολούθησε δεύτερο ταξίδι τον επόμενο χρόνο και τρίτο το 1955). Το 1956 έγινε διευθυντής στην Β’ Πολιτική Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών και το 1957 συμμετείχε στη συζήτηση για το Κυπριακό στη Νέα Υόρκη. Τότε διορίστηκε πρεσβευτής στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε ως το 1962. Το 1960 ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των γραμμάτων από το πανεπιστήμιο του Cambridge, το 1961 τιμήθηκε με το βραβείο Foyle και το 1963 με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Ένα χρόνο αργότερα αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Οξφόρδης και ταξίδεψε στην Ισπανία. Το 1964 δημοσιεύτηκε η μετάφρασή του από το Άσμα ασμάτων και οι Αντιγραφές. Τότε γνωρίστηκε με τον Ezra Pound, ενώ ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκαν τα Τρία Κρυφά ποιήματα και εκδόθηκε η μετάφραση της Αποκάλυψης του Ιωάννη. Το 1969 δημοσιεύτηκε η δήλωσή του κατά της χούντας του Παπαδόπουλου και ο Σεφέρης παύτηκε από πρέσβης επί τιμή, ενώ του απαγορεύτηκε και να κάνει χρήση του διπλωματικού του διαβατηρίου. Το 1971 έγραψε το τελευταίο του ποίημα με τίτλο Επί ασπαλάθων , που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το Βήμα στις 23-9-71 δηλαδή τρεις μέρες από το θάνατό του στην περίοδο της δικτατορίας. Τὸ ποίημα βασίζεται σὲ μία περικοπῆ τοῦ Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ. ἑ.) ποὺ ἀναφέρεται στὴ μεταθανάτια τιμωρία τῶν ἀδίκων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἀρδιαίου. Ὁ Ἀρδιαῖος, τύραννος σὲ μία πόλη, εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του καὶ τὸν μεγαλύτερό του ἀδερφό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ τιμωρία του, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων τυράννων, στὸν ἄλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Ὅταν ἐξέτισαν τὴν καθιερωμένη ποινὴ ποὺ ἐπιβαλλόταν στοὺς ἀδίκους καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ βγοῦν στὸ φῶς, τὸ στόμιο δὲν τοὺς δεχόταν ἀλλὰ ἔβγαζε ἕνα μουγκρητό. «Τὴν ἴδια ὥρα ἄντρες ἄγριοι καὶ ὅλο φωτιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ ἤξεραν τί σημαίνει αὐτὸ τὸ μουγκρητό, τὸν Ἀρδιαῖο καὶ μερικοὺς ἄλλους ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν κάτω καὶ τοὺς ἔγδαραν, ἄρχισαν νὰ τοὺς σέρνουν ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ νὰ τοὺς ξεσκίζουν ἐπάνω στ᾿ ἀσπαλάθια καὶ σὲ ὅλους ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐξηγοῦσαν τὶς αἰτίες ποὺ τὰ παθαίνουν αὐτὰ καὶ ἔλεγαν πὼς τοὺς πηγαίνουν νὰ τοὺς ρίξουν στὰ Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616).
Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη. Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς. Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν ἀκόμη...
Γαλήνη
-Τί μπορεῖ νὰ μοῦ θύμισε τὸν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;
Μιὰ λέξη στὸν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ
τ᾿ αὐλάκια. Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς. Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή: «τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει «τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι». Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος
Πέθανε το
Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. Είχε προηγουμένως υποβληθεί σε χειρουργική
επέμβαση στο δωδεκαδάκτυλο. Την κηδεία του παρακολούθησαν χιλιάδες κόσμου. Ο
Γιώργος Σεφέρης υπήρξε ηγετική μορφή στην ποίηση και τη θεωρία της
λογοτεχνίας στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα. Με τη σκέψη και τη δημιουργία του
ανανέωσε ριζικά τον προσανατολισμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, συνδυάζοντας
βαθιά γνώση της παράδοσης και των παγκόσμιων ιδεολογικών ρευμάτων και
προτάσσοντας το αίτημα της ελληνικότητας στα πλαίσια της ευρωπαϊκής
πραγματικότητας.
|
Σήμερα
πιο πολύ από ποτέ, θέλω να σταθούμε σε δυό σταθμούς, ομιλίες του, που ο λόγος
του ρέει,σαν το καθαρό νερό που κυλάει στο ποτάμι για να κατευθυνθεί στον
ωκεανό, λόγια καρδιάς ζυμωμένα με την πικρή αλήθεια που πονά και το δάκρυ της
ψυχής του ποιητή, που φανερώνουν την
αγάπη του για την φιλοσοφία,και τον βαθύ πατριωτισμό του…
Το 1963 παίρνει το Βραβείο Νόμπελ η Oμιλία στη Στοκχόλμη:
Στην ομιλία του στη
Στοκχόλμη, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Nόμπελ (το Δεκέμβριο του
1963), ο Σεφέρης συνοψίζει τις πεποιθήσεις του, αφενός για την άμεση και
αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας (και ευρύτερα της ελληνικής ηθικής
συνείδησης) από την αρχαιότητα ως τη σημερινή εποχή και αφετέρου για την
αναγκαιότητα και τη λειτουργία της ποίησης στο σύγχρονο κόσμο.
Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια
αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια
γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε
αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράσω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη
γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον
εαυτό μου.
28 Μαρτίου 1969 :H Δήλωση του
Γιώργου Σεφέρη εναντίον της δικτατορίας
των συνταγματαρχών.
«Πάει καιρός ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου - δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία - ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.
Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:
Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.
Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.
Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».
Ο Ερωτικός Σεφέρης:
Όλοι γνωρίζουμε τον Ερωτικό λόγο του Σεφέρη εμπνευσμένο από την ερωτική σχέση του στην Γαλλίδα Ζαγκλίν,καθώς και την αλληλογραφία του στη Μαρώ όμως ο ποιητής είχε ένα πλούσιο ερωτικό βιογραφικό,
που μαρτυράει ένα εκρηκτικό ερωτικό ταμπεραμέντο. Μια λατρεία για τη Μαρώ που την έκλεψε από την άντρα της ναύαρχο Ανδρέα Λόντο, και δεν ήταν φυσικά ούτε η πρώτη του «τρέλα», αλλά ούτε η τελευταία. Τον συγκινούσε «ο τύπος της μεγαλύτερης γυναίκας, της καλλονής, της γυναίκας με ισχυρό χαρακτήρα». Πρώτος έρωτας η Μέλπα, μια φίλη της αδελφής του Ιωάννας που «τον ξαπόστειλε». Δεύτερος η παριζιάνα Σουζόν η κόρη της σπιτονοικοκυράς του, που «τον εξευτέλισε», τρίτος η νορβηγίδα Κίρστεν, με την οποία κατ’ εξαίρεση «φάνηκε σκληρόκαρδος». Ακολουθεί η γαλλιδούλα Ζακλίν, που όμως «ήθελε γάμο» και ο δεσμός τους έγινε οδυνηρός, Κατόπιν η αισθησιακή Λουκία Φωτοπούλου- μουσικοκριτικός-χαϊδευτικά Λου. Εκείνη τον εμύησε στη μουσική.
Ένα ρομάντζο, λιγότερο συναισθηματικό, εντόνως αισθησιακό, καθώς η Λου, παντρεμένη και χωρισμένη, «έχει σχέσεις με γυναίκες όπως και με άντρες και προστατεύει με σθένος την ερωτική ελευθερία της». Πυκνή η αλληλογραφία τους, παραμένει αδημοσίευτη. Η Μαρώ, Μαρίκα Ζάννου (πέθανε το 2000 – στα 102 της !), σύζυγος του ναυάρχου Ανδρέα Λόντου, και μετέπειτα Μαρώ Σεφέρη, ήταν η Θεότητά του.
Η Μαρώ ήταν μια γοητευτική κυρία της καλής κοινωνίας των Αθηνών. Παντρεμένη με τον Ανδρέα Λόντο είχαν δύο κόρες. Στα 38 της (αρχές του ’36) ερωτεύεται τον 36άρη διπλωμάτη συγκλονίζοντας την κοσμική και πνευματική Αθήνα. Παρά τις απειλές του Λόντου ότι δεν θα ξαναδεί τις κόρες της, εκείνη φεύγει με το Σεφέρη για την Αίγυπτο. Ακόμη όμως και στη διάρκεια αυτή της ερωτικής θύελλας μαζί της, μπερδεύτηκε και με μια βολιώτισσα, μιαν άλλη νεαρή υπάλληλο της πρεσβείας, μιαν ακόμη ρωσίδα, κι ίσως η αδημοσίευτη αλληλογραφία του δείξει κι άλλα τινά σκιρτήματα, ώσπου μια κρίση προστάτη έβαλε τέρμα στις δοσοληψίες των νυκτών του.
Ο φωτογραφικός Σεφέρης:
Όλοι γνωρίζουμε τον Σεφέρη σαν ποιητή ποιος όμως γνωρίζει ότι ήταν και καλός φωτογράφος;
Μπορεί να μην ήταν επαγγελματίας φωτογράφος και οι φωτογραφίες που τραβούσε να μην έχουν έχουν καλλιτεχνικά στοιχεία, ούτε είναι σκηνοθετημένες, αλλά διακρίνονται για την αμεσότητά τους και αποτελούν μικρό αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα της μακροχρόνιας ενασχόλησης του ποιητή με την φωτογραφική τέχνη, καθώς στο αρχείο του που δωρίθηκε, από τη σύζυγό του Μαρώ Σεφέρη το 1984 και την Άννα Λόντου την κόρη της Μαρώς , το 1999 στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης περιλαμβάνονται 2.500 αρνητικά, από το 1920 όταν ο Σεφέρης ήταν ακόμη φοιτητής στο Παρίσι έως το 1971 που πέθανε.
Ο Σεφέρης και η σχέση του με την πολιτική:
Ο Σεφέρης
σχετίστηκε με πολλούς πολιτικούς
διαφόρων χωρών και όλων των βαθμίδων. Ο ίδιος
στο Χειρόγραφο το Σεπτέμβρη του 1941
διατυπώνει τη θέση του:
«Ανήκω στη γενιά του Διχασμού, αλλά δεν είμαι φανατικός.Την κρίση
εκείνη την έζησα κατάσαρκα,αλλά η εμπάθεια δεν είναι το κλίμα μου. Και στους καιρούς
ακόμη που είχαν αποχαλινωθεί τα πιο
τυφλωτικά πάθη, η ροπή μου ήταν να προσπαθώ να καταλάβω την άποψη του άλλου. Είμαι
περισσότερο άνθρωπος του διαλόγου, παρά της γροθιάς.»«Έπειτα η πολιτική, με την στενή της έννοια, δεν μ’απασχόλησε ποτέ, σαν σκοπός ζωής. Αργότερα ,όταν μπήκα στο Υπουργείο και βρέθηκα εξαρτημένος από την πολιτική, πάλι δεν μου πέρασε από το νου πως θα μπορούσα να γίνω ποτέ σαν πολίτης, περισσότερο από ένας τίμιος οπαδός, και σαν υπηρέτης του κράτους,περισσότερο από ένας ικανός βοηθός.»
«Στην πολιτική μου ζωή , ένιωσα τις περισσότερες φορές μεγάλη αηδία. Όμως ποτέ δεν έπαψα να δίνω, μ’ όλη τη θέρμη της καρδιάς μου, την πίστη μου στον ελληνισμό, που είναι η άλλη όψη του ανθρωπισμού μου, όπως τον έπλασαν τουλάχιστον ο χαρ/ρας μου και οι συμπτώσεις της ζωής. Τον ελληνισμό τον έβλεπα να κατέχει ένα πολύ μεγάλο χώρο. Όσο για τους σύγχρονους ελλαδικούς φορείς του, αισθανόμουνα πως τον υπηρετούσαν καλύτερα οι αδίδακτοι από τους σπουδασμένους. Τους τελευταίους τους πρόσεξα πολύ και τους βρήκα χαλασμένους τις περισσότερες φορές. Αντίθετα, μου έτυχε να συναντήσω ανάμεσα στο λαό πραγματικούς άρχοντες.
Θα ήθελα να προσθέσω μόνο,πως μου φαινότανε παράξενο και σχεδόν ανεξήγητο τούτο ακόμη:πως ενώ υπήρχαν τόσοι αξιόλογοι άνθρωποι ανάμεσα στο λαό, μόλις άγγιζαν και περνούσαν την γραμμή που τους χώριζε από τις λεγόμενες μορφωμένες τάξεις αλλοιωνόντουσαν,προστύχαιναν και γινόντουσαν σαν άλλους.»
ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ:
Το βιβλίο «Η "μουσική ποιητική" του Γιώργου Σεφέρη» (εκδόσεις Δόμος) της διδάκτορος νεοελληνικής φιλολογίας του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου (King's College) Πολίνας Ταμπακάκη είναι μία επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής της, την οποία εκπόνησε κατά την περίοδο 2003-2007, υπό την εποπτεία του Ρόντερικ Μπίτον.
Η Πολίνα Ταμπακάκη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε παράλληλα με τη Φιλολογία (Γλωσσολογία) στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, βιολί με τη Νίνα Πατρικίδου. Μετά το πέρας του διδακτορικού της, εργάστηκε ως μεταδιδακτορική υπότροφος, στο Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Πρίνστον (2008-09) και ως επισκέπτρια λέκτορας, στο τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου (2010-11). Το φετινό ακαδημαϊκό έτος είναι λέκτορας στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του King's College.
Η μελέτη αυτή δείχνει, όπως μας λέει η Πολίνα Ταμπακάκη, «ότι η μουσική έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη μουσική θεωρία και πρακτική του Γιώργου Σεφέρη. Ο Σεφέρης δεν είχε σπουδάσει μουσική, δεν ήξερε να διαβάζει παρτιτούρες και δεν έπαιζε κάποιο μουσικό όργανο». Παρά το γεγονός ότι δεν είχε μουσική παιδεία, εν τούτοις μπήκε σ' αυτό το «τριπάκι», αφού με τη μουσική έπαιζαν οι ποιητές της μαθητείας του: ο Μαλαρμέ, ο Βαλερί, ο Ελιοτ, ο Πάουντ.
Η τριετία 1931-1934 του Λονδίνου, όπου είχε διοριστεί ως υποπρόξενος, θα είναι καθοριστική για την ποιητική διαμόρφωση του Γιώργου Σεφέρη, υπό τη χρυσή βροχή της μουσικής. «Εκεί, εκτός από τις συναυλίες που παρακολουθούσε, είχε στη διάθεσή του το μικρό κόκκινο γραμμόφωνό του: ήταν αυτή η τεχνολογική εξέλιξη, που άλλαξε ριζικά το άκουσμα και την επαφή του κοινού με τη μουσική. Καθόρισε τη σχέση του Σεφέρη και αποτέλεσε το στοιχείο-κλειδί της μοντερνιστικής «μουσικής ποιητικής» του».
Και τι δεν άκουσε: Μπαχ, Χάιντν, Μπετόβεν, Σοπέν, Στράους, Ραβέλ, Στραβίνσκι.
Στους συναυλιακούς χώρους του Λονδίνου είχε την τύχη να δει και ν' ακούσει στο πόντιουμ, τον Φούρτβενγκλερ, τον Ραβέλ, τον Σένμπεργκ. «Τ' απόγευμα άκουσα το δεύτερο μέρος της συμφωνίας του Φρανκ, εκείνο που αρχίζει με τις άρπες κι άρχισα ένα ποίημα που λέγεται "Τυφλοί"», γράφει ο ποιητής στο ημερολόγιό του. «Ενα κεφάλαιο από το ερχόμενο βιβλίο λέγεται "Ιντερμέδιο για χαμηλή φωνή". Ετσι επηρεάζομαι από τις μουσικές γιατί βαρέθηκα να επηρεάζομαι από τους λογοτέχνες. Αύριο θα πάω να αγοράσω το "Φαύνο" ή το "Valse" του Ραβέλ ή το "Bolero". Φαντάζομαι τους μελλούμενους κριτικούς που δεν θα μπορούν να βρουν ποιους έκλεψα. Αν ήμουν ελεύθερος θα πήγαινα στο Παρίσι να σπουδάσω μουσική».
Από εδώ, μέσω αλληλογραφίας με τη μουσικολόγο και τη μουσικοκριτικό Λυδία Φωτοπούλου, θα βάλει σε τάξη τις μουσικές του εμπειρίες. Είναι η γυναίκα η οποία θα τον σφραγίσει: «Δεν κάνω τον σπουδαίο, σου το λέω να το ξέρεις, όταν σου μιλώ για μουσική, νιώθω πως είμαι αγράμματος σ' αυτό το κεφάλαιο», της εξομολογείται.
Αν το Λονδίνο μεταμόρφωσε τον ποιητή σε συστηματικό ακροατή και μπόλιασε την ποίησή του με τη «μοντερνιστική» χειρονομία του γραμμοφώνου, δημιουργώντας μια διαδραστική συνομιλία στίχου και παρτιτούρας, το Παρίσι ήταν η πρώτη εποχή τής εν γένει αφύπνισης. Ο άνθρωπος θα ανακάλυπτε τον καλλιτέχνη, που είχε μέσα του. Κατά την παριζιάνικη περιπλάνησή του (1918-1924), ο υπό διαμόρφωση χαρακτήρας και δημιουργός, αρχίζει σταδιακά να βγαίνει από το καβούκι της συνεσταλμένης νεότητας.
«Εζησα, με όλη την προσήλωση της ψυχής μου, αγαπώντας την κάθε στιγμή, την κάθε γωνιά, την κάθε πέτρα, ώς και το σπασμένο χάχανο της πιο ελεεινής πόρνης», θυμόταν. Η ζωή η ελεύθερη ήταν πράγματι για να τη ρουφήξει, αφού έχει αφήσει πλέον πίσω του την ασφάλεια μιας άλλης ζωής, της οικογενειακής. Εδώ θα αισθανθεί τον μοντερνιστικό κραδασμό του Σατί και του Στραβίνσκι. Η γαλλική και η ρωσική μουσική πρωτοπορία θα αναμειχθούν «γλυκά» με την τζαζ, το καμπαρέ και το ραγκτάιμ. Ο Σεφέρης είναι ένα «σφουγγάρι», αλλά τα «σφουγγάρια» χρειάζονται καθοδήγηση. Θα την ανακαλύψει στον Κωνσταντινουπολίτη βιολιστή Γιώργο Πονηρίδη, ο οποίος σπούδαζε στο Παρίσι, με τους Εντί και Ρουσέλ, αλλά και στην πιανίστα και πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής του, Ζακλίν Πουγιολόν.
«Εδινε έμφαση στην ανθρώπινη φωνή, τη σιωπή και την αίσθηση του χρόνου», συμπεραίνει η Πολίνα Ταμπακάκη για τη στάση του Γιώργου Σεφέρη απέναντι στην ποίηση και τη μουσική. Αυτές οι τρεις έννοιες «αποτελούν τους άξονες για την ανάλυση της "μουσικής" θεωρίας και πρακτικής του Σεφέρη, ιδιαίτερα στα ποιήματα "Τρία κρυφά ποιήματα", "Νιζίνσκι" και "Ελένη"». *
Πηγές:
Βικιπαίδεια,
Σαν σήμερα, Παλμογράφος, Ελευθεροτυπία, Καθημερινή
«Η μουσική του Γιώργου Σεφέρη »του Βασίλη. Καλαμαρά
Αλληλογραφία Σεφέρης και Μάρω τόμος Α’ φιλολογική επιμέλεια Μ. Ζ. Κοπιδάκης
«ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» του Μάρκου Αυγέρη
«Μέρες»Α’ Γιώργος Σεφέρης
Έλληνες ποιητές:-Γιώργος Σεφέρης ανθολόγηση – εισαγωγή ΠαντελήςΜπουκάλας
0 Σχόλια