Τι να πρωτογράψει κανείς για τον πολύπλευρο Γάλλο φιλόσοφο Ζαν Πώλ Σατρ , θεατρικό συγγραφέα ,μυθιστοριογράφο, σεναριογράφο , κριτικό λογοτεχνίας και πολιτικό ακτιβιστή που σημάδεψε τη Γαλλική Φιλοσοφία του 20ου αιώνα και η κινητήριος Δύναμη του Υπαρξισμού!!!
Τον άνθρωπο που συνέδεσε τη ζωή του με την εμβληματική φιγούρα του φεμινισμού Σιμόν ντε Μποβουάρ και το 1929 έκλεισαν μια συμφωνία που τήρησαν ώς το τέλος της ζωής τους σαν οι «αιώνιοι εραστές» και προκάλεσαν τα ήθη της εποχής υπερασπιζόμενοι την ελεύθερη συμβίωση.
Όπως έγραψε η Κάρολ Σέιμουρ-Τζόουνς στην ογκώδη, αποκαλυπτική βιογραφία τους «Επικίνδυνη σχέση» από τις εκδόσεις «Αγκυρα», σε μετάφραση Βίκης Δέμου:
«Η περιβόητη συμφωνία τους έμελλε ν' αλλάξει το πρότυπο του αξιοπρεπούς γάμου, εισάγοντας την έννοια της ελευθερίας ενός άντρα και μιας γυναίκας, που ζουν ως ζευγάρι, να συνάπτουν ερωτικές σχέσεις με τρίτα άτομα χωρίς αυτό να επηρεάζει την αφοσίωση του ενός προς τον άλλο. Κράτησε περισσότερο από μισόν αιώνα και έγινε σύμβολο για πολλές μεταγενέστερες γενιές…»
Με το πέρασμα του χρόνου η φήμη του «πρότυπου ζευγαριού» απλωνόταν σε όλο τον κόσμο. Ο Σαρτρ, που δεν διακρινόταν για την ομορφιά του αλλά και για την καθαριότητά του, αναπαρήγαγε τις πρώτες εντυπώσεις του για τη Σιμόν. «Πιστεύω πως είναι όμορφη», είχε πει σε συνέντευξή του για το American Vogue, το 1965.
«Τα έπαιξα όλα για όλα προκειμένου να την γνωρίσω επειδή ήταν όμορφη, επειδή είχε -και έχει ακόμα- το είδος του προσώπου που με τραβάει σε μια γυναίκα.
Το θαύμα με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ είναι ότι διαθέτει ανδρική ευφυΐα και γυναικεία ευαισθησία.
Με άλλα λόγια, είναι όλα όσα θα μπορούσα ποτέ να επιθυμήσω».
Αλλά και για την Μποβουάρ ο Σαρτρ ήταν ο άντρας με το πνευματικό ανάστημα που μπορούσε να σταθεί δίπλα της, «ενσάρκωνε ως την παραμικρή λεπτομέρεια τον ιδανικό σύντροφο που ονειρευόμουν από τα δεκαπέντε μου», έγραφε στα «Απομνημονεύματα μιας Συνετής Κόρης». «Ήταν ο σωσίας, στο πρόσωπο του οποίου η φλόγα της προσδοκίας μου δυνάμωνε και γινόταν φωτιά».
Άλλωστε το περίφημο δίδυμο, που ταίριαζε απόλυτα στη σκέψη και στον έρωτα, δεν περνούσε απαρατήρητο στις συναναστροφές του.
Ο συγγραφέας Ολιβιέ Τοντ περιγράφει:
«Ήταν σαν να σκέφτονταν ταυτοχρόνως, ακόμη και όταν, φαινομενικά, έκαναν λάθος. Έμοιαζαν με αλλόκοτους σκυταλοδρόμους ιδεών, που δεν χρειαζόταν καν να δώσουν ο ένας στον άλλο τη σκυτάλη για να συνεχιστεί ο αγώνας. Συγχρόνιζαν τον βηματισμό τους και ακολουθούσαν ο ένας τον άλλον με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί σε ζευγάρι, πουθενά στον κόσμο. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ κατάφερνε μέχρι και να αποτελειώνει τις φράσεις του Σαρτρ και το αντίστροφο...»
Ο Σατρ αρνήθηκε επίσης να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ γιατί θεωρούσε ότι θα συνέδεε το όνομά του, με το όργανο που θα τον
τιμούσε. Άλλωστε, είχε την πεποίθησή ότι η ανταλλαγή γνώσης και πολιτισμού
μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης πρέπει να γίνεται μεταξύ των ανθρώπων, χωρίς
την παρέμβαση των θεσμικών οργάνων. "Ο συγγραφέας πρέπει να αρνηθεί να
μετατρέψει τον εαυτό του σε όργανο, ακόμα κι αν αυτό συμβαίνει κάτω από τις πιο
τιμητικές περιστάσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση" είπε στις δηλώσεις
του στον Τύπο. "Αυτή η στάση είναι φυσικά, εντελώς δική μου και δεν
περιέχει καμία κριτική σε όσους έχει ήδη απονεμηθεί το βραβείο" Είναι
προφανές ότι δεν ήθελε να δεχτεί κανένα βραβείο που θα βάραινε το όνομά του.
"Αν υπογράφω τώρα ως Jean-Paul Sartre δεν θα είναι το ίδιο πράγμα με το να
υπογράψω ως ο βραβευμένος με Νόμπελ Jean-Paul Sartre" τόνιζε.
Ένα εδιαφέρον απόσπασμα από μια συνέντευξη στο ιταλικό «Contemporaneo», που δημοσιεύτηκε και στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το έτος 1965!!!
«… Δεν είναι μεγάλος συγγραφέας αυτός που δεν εκφράζει -μέσα από το πρίσμα της προσωπικότητάς του- τα προβλήματα της κοινωνίας. Οι βασικές αντιφάσεις απ” τις οποίες πάσχουμε είναι κοινωνικής προέλευσης και γι” αυτό τα έργα τέχνης είναι μια τόσο σημαντική μαρτυρία μας εποχής. Είμαι μαρξιστής ή τουλάχιστο θεωρώ τέτοιο τον εαυτόν μου, μολονότι πολλοί ισχυρίζονται το αντίθετο. Είμαι μαρξιστής, γιατί ο σκοπός της πάλης μου -κι ας μην είμαι γραμμένος στο κόμμα- είναι ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός. Με τούτη την προοπτική, καταλαβαίνετε πολύ καλά ότι δεν μπορώ να μη σκέφτομαι ότι οι συγγραφείς πρέπει να είναι χρήσιμοι στην κοινωνία.
Ο συγγραφέας που δεν υπηρετεί την κοινωνία, είναι κακός συγγραφέας. Η στρατευμένη λογοτεχνία με βρίσκει εξ ολοκλήρου σύμφωνο. Αλλά, για την αποτελεσματικότητα της στράτευσης δεν αποφασίζει μόνο το ταλέντο, αλλά και η σχέση με την κοινωνία, που ο καλλιτέχνης πρέπει να την νοιώθει πολύ προσωπικά, στον εσωτερικό του κόσμο.
Για να “ναι αποτελεσματική η δράση, ο συγγραφέας χρειάζεται να βρει αυτό που εγώ θα το “λεγα «καθολικό κοινό»: μια κοινότητα αναγνωστών, που θ” αγκαλιάζει ολόκληρη την κοινωνία, την οποία αυτός πρέπει να υπηρετεί με το έργο του. Ο συγγραφέας πρέπει να διευκολύνει την πιο πλατειά δυνατή συμπαράταξη αναγνωστών, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη τον τρόπο να ανυψωθούν και να τους προσφέρει την δυνατότητα να κάνουν ένα βήμα προς τα μπρος. Σ” αυτό το χρέος τον βοηθούν οι συγγραφείς, που προηγήθηκαν απ” αυτόν. …
Στην ουσία, ο συγγραφέας ονειρεύεται έναν απαιτητικό αναγνώστη, νοσταλγεί έναν αναγνώστη, που να “χει το διπλό γνώρισμα, το αρσενικό και το θηλυκό: δηλαδή που δεν θα δέχεται μόνο, αλλά και θα αντιδρά ενεργητικά. Ο συγγραφέας φιλοδοξεί να εκφράσει εκείνα τα προβλήματα κι εκείνα τα πράγματα, που κι οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να “ναι σε θέση να τα γράψει. Αν προφανώς έχει ταλέντο. …
Εγώ νομίζω ότι κάθε καλός συγγραφέας είναι χρήσιμος και αναγκαίος, γιατί κάθε καλός συγγραφέας κατορθώνει να πει τουλάχιστον λίγη απ” την αλήθεια της κοινωνίας. Απ’ την άλλη μεριά όμως θα’ πρεπε να μπορεί να το κάνει για λογαριασμό του ή στο όνομα μιας καθορισμένης κοινωνικής ομάδας, χωρίς να εμπλέκει το κύρος του Κράτους ή των εκδοτικών οίκων.…»
Ας δούμε μερικά από τα αποφθέγματά του:
0 Σχόλια