Είναι ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους μας, που ανήκει στην γενιά του 30.
Η αντιπολεμική θεματολογία, το λυρικό και ποιητικό ύφος, η καλοδουλεμένη γλώσσα ενός μεγάλου τεχνίτη του λόγου, κατατάσσουν τον Μυριβήλη ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς μας.
Ο Μυριβήλης τιμήθηκε για το έργο του όσο ζούσε. Το 1940, με το κρατικό βραβείο Πεζογραφίας για το «Γαλάζιο Βιβλίο». Το 1958 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας, ύστερα από πέντε ανεπιτυχείς υποψηφιότητες και διορίζεται τιμητικά μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1959 του απονέμεται ο Σταυρός του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου του Α'. Προτάθηκε τρεις φορές για το Νόμπελ ενώ το 1969, λίγο πριν από τον θάνατό του, η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον ανακηρύσσει επίτιμο πρόεδρό της. Το έργο του Στράτη Μυριβήλη μελετήθηκε εκτενώς από την κριτική και τοποθετήθηκε κυρίως στο πλαίσιο του πολεμικού μυθιστορήματος και της γενιάς του '30.
Η αγάπη για τη ζωή, για τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον δεσπόζουν όλο το έργο του ,ξεκινά από το στατικό και καταλήγει στο μεταφυσικό και πανανθρώπινο στοιχείο…
Η πρώτη εμφάνιση του στη λογοτεχνία καταγράφηκε με τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινες Ιστορίες, που δημοσιεύθηκε στη Μυτιλήνη το 1915. Ακολουθεί «Η Ζωή εν Τάφω», πρώτα σε συνέχειες από την εφημερίδα «Καμπάνα» και σε πρώτη έκδοση το 1924. Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1930 και ήταν σημαντικά αναθεωρημένη και προσαυξημένη με νέα κεφάλαια. Πραγματοποιήθηκαν άλλες πέντε, όλες ξαναδουλεμένες. Η έβδομη και οριστική έκδοση δημοσιεύθηκε το 1955. Ο Στράτης Μυριβήλης έγραψε άλλα δύο μυθιστορήματα. Αυτά είναι «Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια» το 1933 και «Η Παναγιά η Γοργόνα», το 1949. Και τα δύο αυτά μυθιστορήματα είχαν ήδη προδημοσιευτεί σε συνέχειες από περιοδικά έντυπα.
Ένα μεγάλο μέρος του έργου του διοχετεύθηκε σε νουβέλες, διηγήματα και λυρικά πεζογραφήματα που δημοσίευε χωρίς διακοπή. Έγραψε τρεις νουβέλες: « Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», που στην τελική του μορφή δημοσιεύθηκε το 1943, «Τα Παγανά» το 1944 και «Ο Παν» το 1946. Εκτός από τη συλλογή Διηγήματα που δημοσιεύθηκε το 1928, οι άλλες συλλογές διηγημάτων φέρουν χρωματικούς τίτλους: « Το Πράσινο» (1935), «Το Γαλάζιο Βιβλίο» (1939), «Το κόκκινο βιβλίο» (1952) και «Το Βυσινί βιβλίο» (1959). Δημοσίευσε δύο συλλογές λυρικών πεζογραφημάτων «Το Τραγούδι της Γης» (1937) και»Μικρές Φωτιές» (1942) και κατέγραψε ταξιδιωτικές εντυπώσεις: «Απ’την Ελλάδα»» (1954) και «Ολυμπία» (1958). Μία συλλογή χρονογραφημάτων δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Πτερόεντα», ενώ ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα κριτικά μελετήματα. Τα τρία μυθιστορήματα και «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης» μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες, φανερώνοντας την απήχηση του έργου του και στο εξωτερικό.
Πέθανε στι 19 Ιουλίου του 1969 έπειτα από μακροχρόνια ασθένεια, σε ηλικία 78 ετών.
***
Στράτης Μυριβήλης: Το
ευτύχημα της αγραμματοσύνης του ελληνικού λαού
…Αν ύστερα από ένα αιώνα
αντεθνικής εκπαίδευσης σώζεται ακόμα ακμαίο και δυνατό στις βιολογικές
εκδηλώσεις του το ελληνικό έθνος, το χρωστάμε στο ευτύχημα της αγραμματοσύνης
του ελληνικού λαού. Και εννοώ τον γνήσια αγράμματο λαό, που εξακολουθεί να μας
απομένει ο μοναδικός θεματοφύλακας του εθνικού πολιτισμού, και να διατηρεί μέσα
στη σοφή άγνοιά του όλα τα νήματα της φυλετικής μας συνέχειας. Αν αυτά τα εκατό
χρόνια τα κατάφερναν οι δάσκαλοι να περάσουν από το ανθελληνικό τεζάχι τους όλα
τα εκατομμύρια των ρωμιών, σήμερα δε θα υπήρχαμε πάνω στη γη σα φυλή με
αυτοτελή φυσιογνωμία καταγωγής και πολιτισμού.
Το πανεπιστήμιο στάθηκε ο μεγάλος οχτρός της εθνικής ψυχής. Αυτό χτύπησε κατακέφαλα καθετί που ήταν η γνήσια και ατόφια κληρονομιά του γένους. Γλώσσα, ήθη και έθιμα, μουσική, χορούς, βιοτεχνία, λαϊκές τέχνες, παραδόσεις και θρύλους. Γιατί όλα αυτά τα καταδίωξε το πανεπιστήμιο με φανατισμό, με σύστημα και με πάθος, που ποτές, κανένας καταχτητής δεν τόφτασε, απ’ όσους μας τσαλαπάτησαν μέσα στην αιώνια Ιστορία μας. Από κει βγήκαν και σκόρπισαν σ’ όλες τις πολιτείες, σ’ όλα τα νησιά, στα χωριά και στα βουνά και στ’ ακρογιάλια της Ελλάδας, οι φοιτητές, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι υπουργοί της παιδείας, οι καθηγητές των γυμνασίων και οι δάσκαλοι των δημοτικών σχολειών, όλοι φανατισμένοι καταλυτές της ζωντανής Ελλάδας, όλοι κήρυκες της επιστροφής προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Βρυκόλακα, προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – τάφο, προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Νεοελληνοφάγο. Καμιά κοροϊδία δεν ήταν αρκετή για τη γλώσσα, για τα φερσίματα, για τη ντυσιά, για τα τραγούδια, για τις παραδόσεις του αγράμματου γονιού, από μέρους του γιου του που τον έστειλε να σπουδάσει, και γύριζε από τη μια μεριά αρνητής και οχτρός κάθε παράδοσης και κάθε συνέχειας φυλετικής, κι από την άλλη οπλισμένος με το κύρος του σπουδαγμένου και με την επιβεβαίωση του τυπωμένου βιβλίου, που ακόμα πριν από λίγα χρόνια είχε το κύρος της Αγίας Γραφής, γιατί μόνο τα θρησκευτικά βιβλία έβλεπε τυπωμένα και τάκουγε στην εκκλησία ο ελληνικός λαός.
Το αρχαιόπληχτο πανεπιστήμιο όμως στάθηκε στο δρόμο του έθνους μόνο σαν άρνηση της ψυχικής ζωής. Στυλίτεψε, καταράστηκε, αφόρεσε τη γνήσια ελληνική ζωή, χτύπησε με μανιακή λύσσα όλες τις μορφές αυτής της ζωής σα μορφές βάρβαρες, όμως δεν είχε τι να προσφέρει σε αντάλλαγμα για τις αξίες που καταργούσε, έξω από μια παγωμένη γλώσσα, που έπαιζε τραμπάλα ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα και παρίστανε την αττική γλώσσα. ..
Το πανεπιστήμιο στάθηκε ο μεγάλος οχτρός της εθνικής ψυχής. Αυτό χτύπησε κατακέφαλα καθετί που ήταν η γνήσια και ατόφια κληρονομιά του γένους. Γλώσσα, ήθη και έθιμα, μουσική, χορούς, βιοτεχνία, λαϊκές τέχνες, παραδόσεις και θρύλους. Γιατί όλα αυτά τα καταδίωξε το πανεπιστήμιο με φανατισμό, με σύστημα και με πάθος, που ποτές, κανένας καταχτητής δεν τόφτασε, απ’ όσους μας τσαλαπάτησαν μέσα στην αιώνια Ιστορία μας. Από κει βγήκαν και σκόρπισαν σ’ όλες τις πολιτείες, σ’ όλα τα νησιά, στα χωριά και στα βουνά και στ’ ακρογιάλια της Ελλάδας, οι φοιτητές, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι υπουργοί της παιδείας, οι καθηγητές των γυμνασίων και οι δάσκαλοι των δημοτικών σχολειών, όλοι φανατισμένοι καταλυτές της ζωντανής Ελλάδας, όλοι κήρυκες της επιστροφής προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Βρυκόλακα, προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – τάφο, προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Νεοελληνοφάγο. Καμιά κοροϊδία δεν ήταν αρκετή για τη γλώσσα, για τα φερσίματα, για τη ντυσιά, για τα τραγούδια, για τις παραδόσεις του αγράμματου γονιού, από μέρους του γιου του που τον έστειλε να σπουδάσει, και γύριζε από τη μια μεριά αρνητής και οχτρός κάθε παράδοσης και κάθε συνέχειας φυλετικής, κι από την άλλη οπλισμένος με το κύρος του σπουδαγμένου και με την επιβεβαίωση του τυπωμένου βιβλίου, που ακόμα πριν από λίγα χρόνια είχε το κύρος της Αγίας Γραφής, γιατί μόνο τα θρησκευτικά βιβλία έβλεπε τυπωμένα και τάκουγε στην εκκλησία ο ελληνικός λαός.
Το αρχαιόπληχτο πανεπιστήμιο όμως στάθηκε στο δρόμο του έθνους μόνο σαν άρνηση της ψυχικής ζωής. Στυλίτεψε, καταράστηκε, αφόρεσε τη γνήσια ελληνική ζωή, χτύπησε με μανιακή λύσσα όλες τις μορφές αυτής της ζωής σα μορφές βάρβαρες, όμως δεν είχε τι να προσφέρει σε αντάλλαγμα για τις αξίες που καταργούσε, έξω από μια παγωμένη γλώσσα, που έπαιζε τραμπάλα ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα και παρίστανε την αττική γλώσσα. ..
(Απόσπασμα από κείμενό
του στο περιοδικό
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 318,
15/3/1940)
0 Σχόλια