Αφιέρωμα στον ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (Владимир Владимирович Маяковский) με τα πιο αντιπροσωπευτικά του ποιήματα.

Αφιέρωμα στον ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (Владимир Владимирович Маяковский) με τα πιο αντιπροσωπευτικά του ποιήματα.







«Αυτός είναι ο ποιητής που άνοιξε ρήγματα στο παρόν κι έδωσε στη ρωσική  ποίηση – και όχι μόνο- μια άλλη υπόσταση. Ένας Μαγιακόφσκι ήταν απαραίτητος,  ώστε κάποιες από τις δυνατότητες που ξάνοιγαν εκείνα τα χρόνια να πάρουν μορφές σύγχρονες, ζωντανές κι έναν πιο αδρό υπολογίσιμο χαρακτήρα. Αλλά το ίδιο θα πρέπει να τονιστεί αναφορικά και με τον ρόλο της εποχής. Της ήρθε γάντι. Σμίξανε δύο έκτακτα μεγέθη και η σύνθεση πήρε τον αυθεντικό χαρακτήρα της επαλήθευσης μιας μεγάλης δυνατότητας. Γι’ αυτό τόσο τον θαύμασαν και τον πολέμησαν.»
Έτσι περιέγραψε τον ποιητή ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος στο βιβλίο «Ο Μαγιακόφσκι- Τα εύκολα και τα δύσκολα-».

Αλλά ας δούμε ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του ποιητή:
Σαν σήμερα  στην Βαγδάτη της Γεωργίας, στις 7 Ιουλίου του 1893, γεννήθηκε ο  ποιητής  Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (Владимир Владимирович Маяковский) και  ‘εδωσε τέλος  στη ζωή του στη Μόσχα στις 14 Απριλίου του 1930 , σε ηλικία μόλις 37 ετών.
 Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι  θεωρείται ο μοναδικός  τραγουδιστή της μεγάλης Οχτωβριανής  επανάστασης .
 Ο  ρηξικέλευθος συνεχιστής της πλούσιας λογοτεχνικής παράδοσης της πατρίδας του και συγχρόνως,  ανανεωτή της. Αυτού του
 Ένα  τολμηρό  πνεύμα, ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο,  με φλογερό πάθος ρίχτηκε ολοκληρωτικά στη μεγάλη περιπέτεια της ευρωπαϊκής τέχνης των αρχών του αιώνα, ταυτίζοντας το όνομά του, με ό,τι εννοούμε σήμερα όταν μιλάμε για τέχνη στρατευμένη στο πλευρό των ταπεινών και καταφρονεμένων, στον αγώνα του παγκόσμιου προλεταριάτου για την κοινωνική του απελευθέρωση και την εκπλήρωση του ιστορικού του ρόλου.
 Ο Στάλιν  τον είχε χαρακτηρίσει «Καλύτερο και πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής μας εποχής».
Ο πατέρας του ήταν Ρώσος  ευγενούς καταγωγής ,δασοφύλακας στο επάγγελμα. Η μητέρα του ήταν ουκρανικής καταγωγής. Από τα 14 χρόνια του ασπάσθηκε τις ιδέες του σοσιαλισμού και συμμετείχε ενεργά σε αντιτσαρικές διαδηλώσεις στη γενέτειρά του. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός Βλαντιμίρ, η μητέρα του και οι δύο αδελφές του, Όλγα και Λουντμίλα, μετακόμισαν στη Μόσχα.
Το 1908 ο Μαγιακόφσκι έγινε μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και φυλακίστηκε επανειλημμένα για την ανατρεπτική δράση του. Στο κελί της απομόνωσης άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Μετά την αποφυλάκισή του φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και προσχώρησε στο κίνημα των ρώσων φουτουριστών, όπου γρήγορα διακρίθηκε κι έγινε ο κύριος εκπρόσωπός τους.
Το 1912, ο κύκλος των ρώσων φουτουριστών εξέδωσε μανιφέστο με τίτλο «Χαστούκι στο γούστο του κοινού». Το κίνημα του φουτουρισμού ανήγαγε σε φετίχ του το μέλλον και ύμνησε την τεχνολογική εξέλιξη. «Ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο αγώνων είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης» υποστήριζε ο «γκουρού» του φουτουρισμού, ιταλός  Τομάσο Μαρινέτι.Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ρώσοι συνοδοιπόροι του: «Το παρελθόν είναι στενάχωρο. Η Ακαδημία, ο Πούσκιν, ο Ντοστογιέφσκι, ο  Τολστόι, είναι πιο ακατανόητοι κι από ιερογλυφικά» γραφόταν στο Μανιφέστο. Οι φουτουριστές συνήθιζαν να διαβάζουν ποιήματά τους καταμεσής του δρόμου, έριχναν τσάι στο ακροατήριό τους και γενικά έκαναν το παν για να ενοχλούν τον καθωσπρεπισμό των αστών.
Από την εποχή αυτή η ποίηση του Μαγιακόφσκι άρχισε να γίνεται επιθετική και προκλητική, με έντονα στοιχεία υπερβολής, υπεροψίας και αυτοαναφοράς. Το 1915 δημοσιεύει το πρώτο μεγάλο του ποίημα με τίτλο: «Σύννεφο με παντελόνια», από το οποίο πήρε και το όνομά του το γνωστό ελληνικό μουσικό σχήμα «Σύννεφα με παντελόνια». Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου γνωρίζει και ερωτεύεται τη Λιλλή Μπρικ, γυναίκα του εκδότη του Οσιπ Μπρικ. Τις αφιερώνει το επόμενο σπουδαίο ποίημά του «Σπονδυλωτό Φλάουτο» (1916). Και τα δύο αυτά έργα του καταγράφουν έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση κι εκφράζουν τη διάσταση του ποιητή με τον κόσμο που ζούσε.
Με την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Μαγιακόφσι υπηρέτησε πολυποίκιλα με την πέννα του το νέο καθεστώς. Έγραφε στρατευμένα ποιήματα («Ωδή στην Επανάσταση», «Αριστερή Πορεία»), άρθρα, βιβλία για μικρά παιδιά και ζωγράφιζε αφίσες και σκίτσα, τα οποία συνόδευε με στίχους και συνθήματα, ενώ παράλληλα περιόδευε τη χώρα, κάνοντας διαλέξεις και απαγγελίες. Το 1924 έγραψε μία ελεγεία από 3.000 στίχους για τον θάνατο του Λένιν. Μετά το 1925 ταξίδεψε στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Κούβα, το Μεξικό, εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις της ερωμένης του στη διαβόητη μυστική υπηρεσία «Τσε-Κα». Τις εντυπώσεις από το ταξίδι του στο Νέο Κόσμο τις αποτύπωσε στο βιβλίο του «Πώς ανακάλυψα την Αμερική».
Σε μια διάλεξή του στις ΗΠΑ γνωρίζεται με την Έλι Τζόουνς. Καρπός του κεραυνοβόλου και σύντομου έρωτά τους είναι μια κόρη, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε το 1929, όταν συναντήθηκε κρυφά με την Τζόουνς στη Γαλλία. Εκείνη την εποχή ο Μαγιακόφσκι ζούσε ένα παθιασμένο έρωτα με την Τατιάνα Γιακόβλεβα, μία συμπατριώτισσά του εμιγκρέ, που ζούσε στο Παρίσι. Επιθυμούσε να την παντρευτεί, αλλά αυτή αρνιόταν πεισματικά.
Στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του εξέδωσε δύο θεατρικά έργα («Κοριός» και «Λουτρό»), με κριτική διάθεση απέναντι στη σοβιετική γραφειοκρατία. Η αποτυχία της παράστασης του «Λουτρού» στο Λένινγκραντ το 1930, οι ερωτικές του απογοητεύσεις, οι διαδοχικές παρεξηγήσεις και συγκρούσεις με τον Ρωσικό Σύνδεσμο Προλεταρίων Συγγραφέων, οδήγησαν τον Μαγιακόφσκι στην απελπισία. Απογοητευμένος και από τη σοβιετική πραγματικότητα, μετά την άρνηση των αρχών να του δώσουν άδεια να ταξιδέψει στο εξωτερικό, έβαλε τέλος στη ζωή του στις 14-4-1930.
Το σημείωμα που βρέθηκε στον τόπο της αυτοκτονίας του έγραφε:
Σε όλους.
Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατο μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά.
Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο. Λιλλή αγάπα με.
Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλλή Μπρικ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ' ευχαριστώ. Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν.
Όπως λένε "Το επεισόδιο έληξε".
Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών;
Να 'στε ευτυχισμένοι.
Μετά την αυτοκτονία του, ο σοβιετικός τύπος επιτέθηκε στον ποιητή, χαρακτηρίζοντάς τον «φορμαλιστή» και «συνοδοιπόρο» και όχι «Καλλιτέχνη του Λαού», όπως συνηθιζόταν για τους στρατευμένους καλλιτέχνες. Η Λιλλή Μπρικ έγραψε, τότε, ένα γράμμα στο Στάλιν και του ζητούσε την αποκατάσταση του ονόματος του Μαγιακόφσκι. Ο Στάλιν ανταποκρίθηκε και τον χαρακτήρισε «Καλύτερο και πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής μας εποχής».
Αυτός ήταν και ο «δεύτερος θάνατος του Μαγιακόφσκι», σύμφωνα με τον φίλο του συγγραφέα Μπόρις Πάστερνακ («Δρ Ζιβάγκο»), αφού μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1991) χαρακτηρίστηκε «ένας από τους εκπροσώπους του ολοκληρωτισμού», ενώ μια μερίδα της κριτικής θεωρεί σήμερα το έργο του ξεπερασμένο. Ο Μαγιακόφσκι, με τον λυρισμό και τις τεχνικές καινοτομίες, βρήκε αξιόλογους συνεχιστές στην πατρίδα του (Οστρόφσκι, Έρενμπουργκ, Γεφτουσένκο) και στο εξωτερικό (Ελιάρ, Αραγκόν, Νερούντα, Ρίτσος,Πατρίκιος).
Μετά το θάνατο του Στάλιν κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Μαγιακόφσκι δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε κατ' εντολή του. Τη δεκαετία του '90, όταν άνοιξαν τα αρχεία της KGB, δεν βρέθηκε κάτι σχετικό κι έτσι οι φήμες παρέμειναν αναπόδεικτες.


Στην  παραπάνω φωτογραφία η Λίλη Γιούρεβνα Μπρικ και ο  ποιητής Μαγιακόφσκι,που  θα συνδέσει όλη του τη ζωή  μαζί της μέχρι το τέλος του.
 
Στο τελευταίο  του σημείωμα , που βρέθηκε μετά την αυτοκτονία,γράφει:
"Λίλη αγάπα με."




Ενδεικτικά ποιήματα του τόσου αμφιλεγόμενου ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι σας παθέτω παρακάτω.
Η κρίση και η ανάλυση είναι  δική σας, άλλωστε η ποίηση είναι υποκειμενική ,αφού αφυπνίζει στον καθένα- καθεμιά μας διαφορετικά συναισθήματα…
Καλή ανάγνωση!!!


«Ελευθερία έκφρασης»
Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.
Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.
Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.
Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα.


«Καλώ στην απολογία»
Χτυπάει ασταμάτητα το τύμπανο του πολέμου
Καλεί να μπήγουν σίδερο στους ζωντανούς.
Από τις διάφορες επικράτειες τους πολίτες
σαν σκλάβους πουλημένους
πετούν στην κόψη της λόγχης.
Για τι;
Τρέμει η γη
πεινασμένη,
απογυμνωμένη.
Ζεμάτισαν την ανθρωπότητα στο λουτρώνα αιματηρό
μόνο γιατί
κάποιος επιμένει
να κερδίσει την Αλβανία.
Αρπάχθηκε το μίσος των ανθρώπινων σκυλολογιών αιμόχαρο,
πέφτουν στο σώμα της γης χτυπήματα ανελέητα,
μόνο για να περάσουν
τον Βόσπορο
καράβια κάποια αφορολόγητα.
Σύντομα η γη
δε θα’ χει άσπαστο πλευρό.
Και την ψυχή θα βγάλουν
με τα χέρια απλωμένα στα δημόσια ταμεία,
μόνο για να
πάρει κάποιος
στα χέρια του
τη Μεσοποταμία.

Εν ονόματι ποιών συμφερόντων η αρβύλα
τη γη καταπατεί τρίζοντας άγρια;
Τι είναι εκεί στον ουρανό των μαχών;
Ελευθερία;
Θεός;
Δολάριο!
Πότε επιτέλους θα σηκωθείς με όλο σου τ’ ανάστημα εσύ,
που τη ζωή σου δίνεις ηλίθια;
Πότε θα πετάξεις στα μούτρα τους την ερώτηση
γιατί πολεμάμε, αλήθεια!



«Επίκαιροι Αμίλητοι»
Την ώρα που αεροκοπανάνε οι άρχοντες περί δημοκρατικής τάξης,
ανάμεσά μας οι αμίλητοι ζούνε.
Κι όσο σαν δούλοι εμείς μένουμε σιωπηλοί,
οι ηγεμόνες δυναμώνουν,

ξεσκίζουν, βιάζουν, ληστεύουν,

των ανυπόταχτων τα μούτρα τσαλακώνουν.

Ετούτων των αμίλητων το πετσί,
περίεργα θα ’λεγες είναι φτιαγμένο.

Τους φτύνουνε καταπρόσωπο
κι αυτοί σκουπίζουνε σιωπηλά το πρόσωπο το φτυμένο.

Να αγριέψουνε δεν το λέει η ψυχούλα τους,
και που το παράπονό τους να πούνε;
Απ’ του μισθού τα ψίχουλα,
πώς να αποχωριστούνε;
Μισή ώρα, κι αν, βαστάει το κόχλασμά τους,
μετά αρχινάνε το τρεμούλιασμά τους.

Ει! Ξυπνήστε κοιμισμένοι!

Από την κορυφή ως τα νύχια ξεσκεπάστε τους,
άλλο δε μας μένει .



«Ξελασπώστε το μέλλον»
 Μετάφραση στα ελληνικά Γιάνης Ρίτσος
Το μέλλον δε θα “ρθει
από μονάχο του, έτσι νέτο σκέτο,
αν δεν πάρουμε μέτρα
κι εμείς.
Από τα βράγχια, κομσομόλε, άρπαξε το!
Απ” την ουρά του, πιονιέροι, εσείς.
Η κομμούνα
δεν είναι μια βασιλοπούλα του παραμυθιού, που λές,
για να την ονειρεύεσαι
τις νυχτιές.
Μέτρησε,
καλοσκέψου,
σημάδεψε –
και τράβα, βήματα τα βήματα,
έστω και πάνω σε μικροζητήματα.
Δεν είναι μόνον
ο κομμουνισμός
στη γη,
στα κάθιδρα εργοστάσια εκείνα.
Είναι και μέσ” στο σπίτι,
στο τραπεζάκι μπρος,
στις σχέσεις,
στη φαμίλια,
στην καθημερινή ρουτίνα.
Εκείνος κει,
που ολημερίς
τριζοβολάει βλαστήμιες
σαν κάρο κακογρασωμένο
εκείνος που,
σαν ολολύζει η μπαλαλάικα,
χλωμιάζει ευθύς,
αυτός
το μπόι του μέλλοντος
δεν το “χει φτασμένο.
Πόλεμος
δεν είναι μόνο, όπως θαρρείς εσύ,
να λες ναι, ναι,
στα μέτωπα
με βολές πολυβόλου.
Της φαμίλιας,
του σπιτικού,
η επίθεση,
για μας μικρότερη απειλή
δεν είναι διόλου.
Εκείνος που υποτάχτηκε
στην πίεση της φαμίλιας,
κοιμάται
μέσ” στη μακαριότητα
ρόδων φτιαγμένων με χαρτί, -
αυτός δεν έφτασε το μπόι
της προσήλιας,
της δυνατής ζωής εκείνης
που θα “ρτει.
Σαν τη φλοκάτα
και το χρόνο επίσης,
ο σκόρος της καθημερινότητας
τον κατατρώει στιγμή στιγμή.
Το μεινεσμένο ρούχο
των ημερών μας για ν” αερίσεις,
ε, κομσομόλε, τίναξε το εσύ.



«Καλώ στην απολογία!»
Χτυπάει ασταμάτητα το τύμπανο του πολέμου
Καλεί να μπήγουν σίδερο στους ζωντανούς.
Από τις διάφορες επικράτειες τους πολίτες
σαν σκλάβους πουλημένους
πετούν στην κόψη της λόγχης.
Για τι;
Τρέμει η γη
πεινασμένη,
απογυμνωμένη.
Ζεμάτισαν την ανθρωπότητα στο λουτρώνα αιματηρό
μόνο γιατί
κάποιος επιμένει
να κερδίσει την Αλβανία.
Αρπάχθηκε το μίσος των ανθρώπινων σκυλολογιών αιμόχαρο,
πέφτουν στο σώμα της γης χτυπήματα ανελέητα,
μόνο για να περάσουν
τον Βόσπορο
καράβια κάποια αφορολόγητα.
Σύντομα
η γη
δε θα’ χει άσπαστο πλευρό.
Και την ψυχή θα βγάλουν
με τα χέρια απλωμένα στα δημόσια ταμεία,
μόνο για να
πάρει κάποιος
στα χέρια του
τη Μεσοποταμία.
Εν ονόματι ποιών συμφερόντων
η αρβύλα
τη γη καταπατεί τρίζοντας άγρια;
Τι είναι εκεί στον ουρανό των μαχών;
Ελευθερία;
Θεός;
Δολάριο!
Πότε επιτέλους θα σηκωθείς με όλο σου τ’ ανάστημα
εσύ,
που τη ζωή σου δίνεις ηλίθια;
Πότε θα πετάξεις στα μούτρα τους την ερώτηση
γιατί πολεμάμε, αλήθεια!

«Στίχοι για το Σοβιετικό Διαβατήριο»
 Θα καταβροχθίσω
τη γραφειοκρατία
σα λύκος
Δε σέβομαι
τα πιστοποιητικά
και στέλνω
σ’ όλους τους διαόλους
όλα τα «χαρτιά».
Όμως αυτό …
Πηγαίνοντας ξυστά
στα βαγόνια,
ένας δημόσιος υπάλληλος
αξιοσέβαστος
προχωρεί
Καθένας δείχνει το διαβατήριό του
κι εγώ
δίνω
το
μικρό μου κόκκινο καρνέ.
Είναι διαβατήρια
που σου φέρνουνε το γέλιο,
άλλα πάλι –
σου ‘ρχεται να τα φτύσεις.
Είναι, λόγου χάρη,
άξια σεβασμού
τα διαβατήρια
με το εγγλέζικο λιοντάρι
απ’ τις δυο μεριές.
Τρώγοντας
με τα μάτια αυτόν τον κύριο,
με χαιρετούρες κι υποκλίσεις
παίρνει
σα να παίρνει πουρμπουάρ,
το διαβατήριο
ενός Αμερικάνου.
Για το πολωνικό
παίρνει το ύφος
μιας κατσίκας που κοιτάζει μιαν αφίσα.
Για το πολωνικό –
το μέτωπο είναι ζαρωμένο.
Όμως, δίχως
το κεφάλι του να στρέψει,
χωρίς να δοκιμάσει
συγκινήσεις ζωηρές,
δέχεται
δίχως τα μάτια του ν’ ανοιγοκλείσει
τα δανέζικα χαρτιά
και το σουηδικά
όλων
των ειδών.
Ξαφνικά,
σα γλειμμένο απ’ τη φωτιά,
το στόμα
του κυρίου
στραβώνει.
Ο κύριος
υπάλληλος
άγγιξε
το κόκκινό μου διαβατήριο.
Τ’ αγγίζει σα να ‘ταν
μια βόμβα,
τ’ αγγίζει σα να ‘ταν
σκατζόχερας,
σα να ‘ταν
ξυράφι δίκοπο,
τ’ αγγίζει σα να ‘ταν
κροταλίας
με δυο δεκάδες γλώσσες,
που ‘χει δυο μέτρα μάκρος και περισσότερο.
Το διαβατήριο
θάμπωσε
το βλέμμα του αχθοφόρου,
που ετοιμάζεται να κουβαλήσει τις αποσκευές δίχως αμοιβή.
Ο αστυφύλακας
κοιτάζει το μυστικό,
ο μυστικός
τον αστυφύλακα.
Με πόση απόλαυση
θα μ’ είχε
μαστιγώσει, σταυρώσει
η φάρα των αστυφυλάκων,
επειδή
κρατώ στα δυο μου χέρια,
ο στηριχτής του δρεπανιού,
του σφυριού ο φορέας,
το σοβιετικό μου
διαβατήριο.
Θα καταβροχθίσω
τη γραφειοκρατία
σα λύκος
Δε σέβομαι
τα πιστοποιητικά
και στέλνω
σ’ όλους τους διαόλους
όλα τα «χαρτιά».
Όμως, αυτό …
Θα τραβήξω
απ’ τις βαθιές μου τσέπες
την απόδειξη
μεγάλου συναλλάγματος.
Διαβάστε καλά,
ζηλέψτε –
είμαι
ένας πολίτης
της Σοβιετικής Ένωσης.

«Εσείς θα καταφέρετε;»
Αμέσως άλλαξα σα σκίτσο τη ημέρα,
ρίχνοντας την μπογιά απ’ τον κουβά,
έδειξα πάνω στην ανάγλυφή μας σφαίρα
ανάγλυφα του κόσμου τα καλά και τα στραβά.
Στα λέπια των ψαριών τα κρύα
εύκολα διάβασα τα δόγματα της κοσμοσυρροής.
Εσείς
θα καταφέρετε
να παίξετε τη νυκτωδία, σε ένα φλάουτο
από σωλήνες της υδρορροής;
 



Πηγές: Σαν σήμερα
Λογοτεχνικό περιβόλι
άλλο ένα του ποίημα στον σύνδεσμο:




Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια