ΝΥΧΤΑ
(Ο Φάουστ, μέσα σε μια
στενή γοτθική κάμαρα με θόλους ψηλούς κάθεται γεμάτος ανησυχία στο γραφείο του.
σημ. ο εισαγωγικός
μονόλογος είναι παμπάλαιη παράδοση, από τον Ευριπίδη ως τον Μάρλοου).
Φάουστ : Αχ! Σπούδασα
Φιλοσοφία
Νομική και Γιατρική
κι αλίμονο, Θεολογία
παλεύοντας μ’ επιμονή.
Κι έμεινα πάντα ένας
φτωχός εγώ μωρός,
διόλου δεν έγινα ποτέ
σωστός σοφός!
Δάσκαλο με λένε,
δόκτορα τρανό,
τους μαθητές μου πότε
εκεί και πότε δω
τούς σέρνω χρόνια δέκα
τώρα,
μα βλέπω καθαρά τούτη
την ώρα
πως δεν τα βρήκαμε της
γνώσης τα κλειδιά,
γι’ αυτό πικρά μού
καίγεται η καρδιά.
Έμαθα πιότερα απ’ όλους
τους χαζούς,
γιατρούς, παπάδες,
δασκάλους και γραμματικούς!
Αμφιβολίες πια δεν έχω
διόλου,
μήτε της κόλασης το
φόβο, μήτε του διαβόλου.
Κάθε μου χαρά γίνηκε
κομμάτια!
Όσα κι αν έμαθα, τυφλά
στο φως τα μάτια!
Δεν ξέρω πια τί πρέπει
να διδάξω,
πώς να φωτίσω τους
ανθρώπους και πώς να τούς αλλάξω.
Δεν έχω πλούτη και
χωράφια,
δεν έχω δόξες και
παλάτια.
Ούτε σκυλί δε θα ‘θελε
τέτοια ζωή.
Δέξου με τώρα εσύ,
Μαγεία τρανή.
(σημ. Μαγεία : με την
έννοια της μυστικής επιστήμης. Αυτή που προχωρεί πιο πέρα από την αιτιοκρατία
και τους νόμους, στη βαθύτερη, την υπαρξιακή ουσία. Στα προβλήματα, όπου λύση
να δώσει κανείς δεν μπορεί).
Ίσως μου φανερώσεις
μυστικά καμπόσα
μέσ’ απ’ το πνεύμα σου
που κρύβει τόσα!
Να πάψω πια να ιδροκοπώ
ό,τι δεν ξέρω για να
πω.
Τί κρύβει αυτός ο
κόσμος στα βαθιά,
αυτό να νιώσει η δόλια
μου καρδιά.
Να δω τις ρίζες, τις
πηγές, την κάθε αλήθεια,
να πάψω πια να λέω
παραμύθια.
Ω εσύ, φεγγάρι μου
αργυρό,
στον πόνο μου κι εσύ,
θαρρώ,
και συ από ψηλά ποθείς
μεσάνυχτα να μη με
ξαναδείς
μες το εργαστήρι μου
κλεισμένο
και πάνω στα χαρτιά
σκυμμένο.
Αχ, να ’μουνα σε μια
βουνοκορφή,
τη λάμψη σου φορώντας
την ιερή,
μέσα σε σπήλαια με
νεράιδες μαγεμένα
μες σε λιβάδια με
λουλούδια μυρωμένα.
Από της γνώσης τον
καημό να λυτρωθώ,
μες στη δροσιά και πάλι
την υγεία μου να βρω.
Ω, ακόμα εγώ στη φυλακή
τούτη κλεισμένος,
κι αυτός ο τοίχος ο
καταραμένος,
γιατί να έχει παράθυρα
ψηλά
και τ’ ουρανού το φως
να με ρωτά;
Σωρός βιβλία εδώ κι
εκεί ριγμένα
απ’ τον χρόνο κι απ’
την κάπνα αραχνιασμένα.
Κουτιά, μπουκάλια,
γυάλινα ποτήρια
κι όργανα ολόγυρά μου
μύρια,
παμπάλαιες, προγονικές
οικοσκευές.
Να ο κόσμος σου! του
κόσμου σου οι χαρές!
Γιατί ρωτάς να μάθεις
τότε,
ο πόνος που σου σφίγγει
την καρδιά
πως θε να γιατρευτεί
και τότε,
πότε θα σπάσεις της
ζωής σου τα δεσμά;
Αντίς στη φύση να ’σαι
εσύ τη ζωντανή,
όπου ο Θεός μάς έχει
πλάσει,
μέσα στη μούχλα αυτή
την παγερή
ο νους τούς ζωντανούς
με σκελετούς αλλάσσει.
Φύγε! στον κάμπο τρέξε
τον πλατύ.
Του Νοστραντάμους κράτα
μόνο τη γραφή.
Μάθε των άστρων την
ουράνια πορεία
κι άκου της φύσης την
εσώτατη και θεϊκή αρμονία!
Τότε τα πνεύματα που
ζουν ολόγυρά σου
θε να τ’ ακούσεις να
μιλήσουν στην καρδιά σου.
" Γκαίτε «Φάουστ» Α´ μέρος μετάφραση : Ι. Παυλάκη από τις Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ», Αθήνα 1988."
0 Σχόλια