«Να σ’ αγναντεύω,
θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά».
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά».
Θάλασσα η αιώνια
ερωμένη των ποιητών, η ατίθαση σύντροφος τις ώρες της μοναξιάς, αυτή που με τα
δροσιστικά της κύματα ελαφρύνει τον πόνο των ψυχών. Σε ποια όμως θάλασσα
ακριβώς αναφέρεται ο ασπρομάλλης ποιητής των «μοιραίων»; Πιθανώς, στη θάλασσα
της παιδικής του ηλικίας. Την αθώα, φιλική και στοργική σαν την αγκαλιά της
μάνας ή την οργισμένη, την άγνωστη, εκείνη που εγκυμονεί κινδύνους από τους
δυσδιάκριτους υφάλους και σκοπέλους της ζωής;
Το γεγονός πάντως, είναι πως η γαλάζια αγαπημένη του Κώστα Βάρναλη περικλείει μια αλησμόνητη πατρίδα. Η θάλασσα της Ανατολικής Ρωμυλίας - Βόρειας Θράκης, ένα μεγάλο τμήμα του Εύξεινου Πόντου, ήταν πάντοτε αυτή που φοβόταν όλοι οι ναυτικοί στα ταξίδια τους, καθώς ενέτειναν την προσοχή όταν πλησίαζαν τις βραχώδεις ακτές της Αγχιάλου. Μα ο φάρος προειδοποιούσε στο ακρωτήρι με το φως του πνεύματος που έλαμπε όλο σεμνότητα. Η βυθισμένη παλιά βυζαντινή πόλη είχε τη δική της ανεξάρτητη ζωή· από τα βάθη της θάλασσας αναδυόταν η αδιάκοπη δραστηριότητα των κατοίκων της κι εκείνη πάλευε με τ’ απομεινάρια και τα ερείπιά της να ξεκαθαρίσει απ’ το σκοτάδι τις αναμνήσεις που διασώθηκαν μέσα στις περγαμηνές.
Σ’ αυτό τον τόπο γεννήθηκε η μητέρα του η Ελισάβετ Μαυρομμάτη ή Καμπίτση. Όταν λοιπόν, ο Κώστας Βάρναλης έγραψε το 1956 την ποιητική του συλλογή «Ποιητικά», πρέπει να υποπτευθούμε πως είχε στο νου του εκείνη τη γενέθλια θάλασσα, τη μυρωμένη με τους αέρηδες του Αίμου και της Ροδόπης. Στο ποίημα «Πρόλογος» αντηχεί η λυρική φωνή της θάλασσας, η γεμάτη χρώματα υμνωδία των κυμάτων που κάνει ν’ ανοίξουν διάπλατα τα φτερά των γλάρων, των καραβιών τα πανιά. Η ανεμελιά του φωτός που παιχνιδίζει αρκεί για να στέκει ακόμη ο «ασπρομάλλης γέρος» και ν’ αγναντεύει με ψυχική ηρεμία, συναισθηματική γαλήνη την αιώνια ερωμένη του· την αχανή θάλασσα. Το χέρι του τρέμει όταν συνθέτει τους στίχους του πάνω στο χαρτί, αφού προηγουμένως δώσει την εξουθενωτική μάχη με τη σκέψη. Το πρόσωπό του είναι πλημμυρισμένο από τα δάκρυα κάθε φορά που η ψυχή του αντιστέκεται στην απουσία. Η ελπίδα επιστροφής στον τόπο των γονιών του, του ζεσταίνει την καρδιά.
Το γεγονός πάντως, είναι πως η γαλάζια αγαπημένη του Κώστα Βάρναλη περικλείει μια αλησμόνητη πατρίδα. Η θάλασσα της Ανατολικής Ρωμυλίας - Βόρειας Θράκης, ένα μεγάλο τμήμα του Εύξεινου Πόντου, ήταν πάντοτε αυτή που φοβόταν όλοι οι ναυτικοί στα ταξίδια τους, καθώς ενέτειναν την προσοχή όταν πλησίαζαν τις βραχώδεις ακτές της Αγχιάλου. Μα ο φάρος προειδοποιούσε στο ακρωτήρι με το φως του πνεύματος που έλαμπε όλο σεμνότητα. Η βυθισμένη παλιά βυζαντινή πόλη είχε τη δική της ανεξάρτητη ζωή· από τα βάθη της θάλασσας αναδυόταν η αδιάκοπη δραστηριότητα των κατοίκων της κι εκείνη πάλευε με τ’ απομεινάρια και τα ερείπιά της να ξεκαθαρίσει απ’ το σκοτάδι τις αναμνήσεις που διασώθηκαν μέσα στις περγαμηνές.
Σ’ αυτό τον τόπο γεννήθηκε η μητέρα του η Ελισάβετ Μαυρομμάτη ή Καμπίτση. Όταν λοιπόν, ο Κώστας Βάρναλης έγραψε το 1956 την ποιητική του συλλογή «Ποιητικά», πρέπει να υποπτευθούμε πως είχε στο νου του εκείνη τη γενέθλια θάλασσα, τη μυρωμένη με τους αέρηδες του Αίμου και της Ροδόπης. Στο ποίημα «Πρόλογος» αντηχεί η λυρική φωνή της θάλασσας, η γεμάτη χρώματα υμνωδία των κυμάτων που κάνει ν’ ανοίξουν διάπλατα τα φτερά των γλάρων, των καραβιών τα πανιά. Η ανεμελιά του φωτός που παιχνιδίζει αρκεί για να στέκει ακόμη ο «ασπρομάλλης γέρος» και ν’ αγναντεύει με ψυχική ηρεμία, συναισθηματική γαλήνη την αιώνια ερωμένη του· την αχανή θάλασσα. Το χέρι του τρέμει όταν συνθέτει τους στίχους του πάνω στο χαρτί, αφού προηγουμένως δώσει την εξουθενωτική μάχη με τη σκέψη. Το πρόσωπό του είναι πλημμυρισμένο από τα δάκρυα κάθε φορά που η ψυχή του αντιστέκεται στην απουσία. Η ελπίδα επιστροφής στον τόπο των γονιών του, του ζεσταίνει την καρδιά.
«Έτσι να στέκω,
θάλασσα, παντοτινέ ερωτά μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ’ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά».
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ’ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά».
Όλη αυτή τη θάλασσα
κατάφερε να συγκεντρώσει ο σύλλογος των Αγχιαλιτών της Αθήνας σ’ ένα μουσικό
cd, με τίτλο «…στα ηχοκύματα υψωμένοι». Όλες τις εντυπώσεις, τα συναισθήματα,
τις αντανακλάσεις των τοπίων έστρεψε στην ευαίσθητη ψυχή που καρτερά με επίγεια
όνειρα να ταξιδέψει στων στίχων τη δροσιά. Μέσα στον παιγνιδιάρικο και σατυρικό
στίχο του Βάρναλη οι μουσικές της φύσης ξεχειλίζουν, καθώς βρίσκουν εξαίσιους
μιμητές, τους μουσικούς με τα έγχορδα και τα πνευστά τους όργανα.
Οι μελωδικές φωνές φτάνουν μέχρι τον ουρανό, τη νοσταλγία συντονίζουν σαν ταξιδιώτες του φωτός που ασπάζονται την ελπίδα, για ν’ αναστηθεί η πατρίδα των προγόνων μας μέσα στα χέρια τα ζεστά, για ν’ αγγίξει ο ήλιος επιτέλους το πρόσωπο μιας καινούργιας ημέρας.
Οι μελωδικές φωνές φτάνουν μέχρι τον ουρανό, τη νοσταλγία συντονίζουν σαν ταξιδιώτες του φωτός που ασπάζονται την ελπίδα, για ν’ αναστηθεί η πατρίδα των προγόνων μας μέσα στα χέρια τα ζεστά, για ν’ αγγίξει ο ήλιος επιτέλους το πρόσωπο μιας καινούργιας ημέρας.
©
Πηγή : Παράθυρο στα όνειρα
.
0 Σχόλια