Ο Αχιλλέας Παράσχος
(1838-1895), ήταν ο πρώτος «εθνικός
ποιητής» του νεοελληνικού κράτους , και όσο ήταν
εν ζωή, αρκετά δημοφιλής , η φήμη του
έφτασε και στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας.
Λέγεται όταν απήγγειλε στίχους ο κόσμος έτρεχε να τον ακούσει.
Η επιτυχία του οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ρευστής εποχής την οποία χαρακτήριζαν έντονες προσδοκίες και απογοητεύσεις δημιουργώντας ένα κλίμα πρόσφορο στις υπερβολές.
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο από χιώτικη οικογένεια που μετοίκησε εκεί μετά την καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους.
Ο Παράσχος ανήκει στους ρομαντικούς ποιητές της Α’ Αθηναϊκής σχολής, ήταν ο πρώτος ποιητής που μπορούσε να βιοπορίζεται από την πέννα του: η έκδοση των ποιημάτων του σε τρεις τόμους το 1881 λέγεται ότι του απέφερε έσοδα 50.000 δρχ., που πρέπει να ήταν πολύ μεγάλο ποσό, που όμως κατάφερε να το σπαταλήσει και να βρεθεί στην ανάγκη να ζητάει βοήθεια από φίλους του.
Λέγεται όταν απήγγειλε στίχους ο κόσμος έτρεχε να τον ακούσει.
Η επιτυχία του οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ρευστής εποχής την οποία χαρακτήριζαν έντονες προσδοκίες και απογοητεύσεις δημιουργώντας ένα κλίμα πρόσφορο στις υπερβολές.
Γεννήθηκε στο Ναύπλιο από χιώτικη οικογένεια που μετοίκησε εκεί μετά την καταστροφή του νησιού από τους Τούρκους.
Ο Παράσχος ανήκει στους ρομαντικούς ποιητές της Α’ Αθηναϊκής σχολής, ήταν ο πρώτος ποιητής που μπορούσε να βιοπορίζεται από την πέννα του: η έκδοση των ποιημάτων του σε τρεις τόμους το 1881 λέγεται ότι του απέφερε έσοδα 50.000 δρχ., που πρέπει να ήταν πολύ μεγάλο ποσό, που όμως κατάφερε να το σπαταλήσει και να βρεθεί στην ανάγκη να ζητάει βοήθεια από φίλους του.
Η γλώσσα του ήταν μικτή, κυρίως καθαρεύουσα, αλλά κάποιες
φορές και γνήσια δημοτική στο ύφος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Από τεχνικής άποψης, οι στίχοι του ήταν φλογεροί πατριωτικοί καί βαθύτατα δημοκρατικοί και παρουσιάζουν κάποια ελαττώματα - όπως χασμωδίες και επαναλήψεις - και το ίδιο πολλές φορές συμβαίνει και με το περιεχόμενό τους, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ένας ατάλαντος ποιητής.
Ο ποιητής χώρισε τα ποιήματά του σε τέσσερεις ενότητες Δάφνες (πατριωτικά), Ιτέας (ελεγειακά), Χλόη (παιδαγωγικά), και Φύλλα (διάφορα).
Το ιδεώδες του ήταν υπερβολικά ρομαντικό με στοιχεία από την ποίηση των λόρδου Βύρωνα, Αλφόνς Ντε Λαμαρτίν του Οσιάν και από το υποτονικό βλέμμα ενός νοσηρού πουριτανισμού.
Η ποίησή του παρόλη την οσμή του μπαρουτιού, της λεβεντιάς της φουστανέλλας ,την λάμψη του αγώνα καί το πατριωτικό μένος την διακρίνει πιο πολύ ή θυλυκή ευπάθεια παρά ή αρρενωπή ενέργεια».
Είναι ο ποιητής μιας ευσιγκίνητης, υπεραιεύσθητης, ρομαντικής κοινωνίας η οποία έτσι τον ήθελε για να τον αγαπήσει και για να τον δοξάσει.
Επέζησε όλων των άλλων ρομαντικών ποιητών φτάνοντας μέχρι το κατώφλι του επόμενου αιώνα.
Είδε τις νέες τάσεις που ερχόντουσαν για να παραμερίσουν τα ξεπερασμένα ιδανικά.
Προσπάθησε να αντιταχθεί αλλά σιγά σιγά βεβαιωνόταν και το μάταιο της προσπαθειάς του,αν καί πολύ κόσμος εξακολουθούσε να τον αγαπάει, οι νέοι ποιητές του τότε χάραζαν τον καινούργιο δρόμο της ποίησης, βέβαιοι για το μέλλον τους, περιφρονούσαν την εφήμερη δόξα του.
Από τεχνικής άποψης, οι στίχοι του ήταν φλογεροί πατριωτικοί καί βαθύτατα δημοκρατικοί και παρουσιάζουν κάποια ελαττώματα - όπως χασμωδίες και επαναλήψεις - και το ίδιο πολλές φορές συμβαίνει και με το περιεχόμενό τους, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ένας ατάλαντος ποιητής.
Ο ποιητής χώρισε τα ποιήματά του σε τέσσερεις ενότητες Δάφνες (πατριωτικά), Ιτέας (ελεγειακά), Χλόη (παιδαγωγικά), και Φύλλα (διάφορα).
Το ιδεώδες του ήταν υπερβολικά ρομαντικό με στοιχεία από την ποίηση των λόρδου Βύρωνα, Αλφόνς Ντε Λαμαρτίν του Οσιάν και από το υποτονικό βλέμμα ενός νοσηρού πουριτανισμού.
Η ποίησή του παρόλη την οσμή του μπαρουτιού, της λεβεντιάς της φουστανέλλας ,την λάμψη του αγώνα καί το πατριωτικό μένος την διακρίνει πιο πολύ ή θυλυκή ευπάθεια παρά ή αρρενωπή ενέργεια».
Είναι ο ποιητής μιας ευσιγκίνητης, υπεραιεύσθητης, ρομαντικής κοινωνίας η οποία έτσι τον ήθελε για να τον αγαπήσει και για να τον δοξάσει.
Επέζησε όλων των άλλων ρομαντικών ποιητών φτάνοντας μέχρι το κατώφλι του επόμενου αιώνα.
Είδε τις νέες τάσεις που ερχόντουσαν για να παραμερίσουν τα ξεπερασμένα ιδανικά.
Προσπάθησε να αντιταχθεί αλλά σιγά σιγά βεβαιωνόταν και το μάταιο της προσπαθειάς του,αν καί πολύ κόσμος εξακολουθούσε να τον αγαπάει, οι νέοι ποιητές του τότε χάραζαν τον καινούργιο δρόμο της ποίησης, βέβαιοι για το μέλλον τους, περιφρονούσαν την εφήμερη δόξα του.
Η κηδεία του ήταν
πάνδημη, με είκοσι επικήδειους και με την παρουσία του βασιλιά Γεώργιου Α’, όπως έγραψε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος
«Δεν έμεινε άνθος που να μην κατατεθεί εις τον τάφον του εκείνον στολιζόμενον καθημερινώς επί εβδομάδας, επί μήνας από γνωστούς και αγνώστους θαυμαστάς. Όλοι τον έκλαψαν ως τον τελευταίον εθνικόν ποιητήν του ελληνισμού».
«Δεν έμεινε άνθος που να μην κατατεθεί εις τον τάφον του εκείνον στολιζόμενον καθημερινώς επί εβδομάδας, επί μήνας από γνωστούς και αγνώστους θαυμαστάς. Όλοι τον έκλαψαν ως τον τελευταίον εθνικόν ποιητήν του ελληνισμού».
Μετά το θάνατό του,
η ποίησή του γρήγορα ξεπεράστηκε, οι λεκτικές του και άλλες υπερβολές, ανεκτές
στην εποχή του, άρχισαν να φαντάζουν κωμικές, κι έτσι τα ποιήματά του έγιναν
αντικείμενο παρωδίας και διακωμώδησης.
Παρ’ όλ’ αυτά, οι παλιότεροι από τους νεότερους (Παλαμάς, Ξενόπουλος κτλ.) εξακολουθούσαν να εκφράζονται με επαινετικά λόγια για τον Αχιλλέα Παράσχο.
Συγκεκριμένα ο Εμμανουήλ Ροΐδης έγραψε:
«Εις πάντα αυτού τα ποιήματα θαυμάζομεν κραυγάς ανερχομένας εις τα χείλη εκ των μυχών αληθώς αλγούσης καρδίας, ευγλώττους αποστροφάς, σφοδρότητα πάθους, μεταφοράς ποιητικωτάτας».
Ο Δημήτριος Βερναδάκης τον αποκάλεσε «υπέροχο» και ανάλογο θαυμασμό προς το πρόσωπό του έδειχνε και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Τέλος, για τον Κωστή Παλαμά αποτέλεσε «το λυρικό ίνδαλμα των νιάτων του.
Παρ’ όλ’ αυτά, οι παλιότεροι από τους νεότερους (Παλαμάς, Ξενόπουλος κτλ.) εξακολουθούσαν να εκφράζονται με επαινετικά λόγια για τον Αχιλλέα Παράσχο.
Συγκεκριμένα ο Εμμανουήλ Ροΐδης έγραψε:
«Εις πάντα αυτού τα ποιήματα θαυμάζομεν κραυγάς ανερχομένας εις τα χείλη εκ των μυχών αληθώς αλγούσης καρδίας, ευγλώττους αποστροφάς, σφοδρότητα πάθους, μεταφοράς ποιητικωτάτας».
Ο Δημήτριος Βερναδάκης τον αποκάλεσε «υπέροχο» και ανάλογο θαυμασμό προς το πρόσωπό του έδειχνε και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Τέλος, για τον Κωστή Παλαμά αποτέλεσε «το λυρικό ίνδαλμα των νιάτων του.
Δείγματα γραφής του
ποιητή:
«Εις τα γενέθλια του Αιμιλίου μου» του Αχιλλέα Παράσχου
Α'
Την πλάσι με το χέρι μου το πατρικό γυμνόνω,
για να σου στείλω σήμερα τα δώρα σου, παιδί μου·
κι' ανίσως και δεν φθάνουνε, το χέρι μου απλόνω
μέσα στον κήπο της καρδιάς, βαθειά μεσ’ στην ψυχή
καὶ πέρνω άνθη με νερό αγάπης ποτισμένα,
αναθρεμμένα στο φιλὶ και στον παλμό ανθισμένα...
Σου τα χαρίζω άνοιξε το ζαχαρένιο στόμα
και πάρε τα φιλήματα αυτά, και αυτό ακόμα
και την καρδία μου ολόκληρη, τους πόθους, την ευχή μου
και μετ’ αδέλφια σου μαζί μοιράστε τα, παιδί μου!
Την πλάσι με το χέρι μου το πατρικό γυμνόνω,
για να σου στείλω σήμερα τα δώρα σου, παιδί μου·
κι' ανίσως και δεν φθάνουνε, το χέρι μου απλόνω
μέσα στον κήπο της καρδιάς, βαθειά μεσ’ στην ψυχή
καὶ πέρνω άνθη με νερό αγάπης ποτισμένα,
αναθρεμμένα στο φιλὶ και στον παλμό ανθισμένα...
Σου τα χαρίζω άνοιξε το ζαχαρένιο στόμα
και πάρε τα φιλήματα αυτά, και αυτό ακόμα
και την καρδία μου ολόκληρη, τους πόθους, την ευχή μου
και μετ’ αδέλφια σου μαζί μοιράστε τα, παιδί μου!
Β'
Μοιράστε τα· όμως εγώ δεν έχω, παρά μόνον
αγάπη, πόθους, προσευχή και πόνο, πολύ πόνο...
Είναι τα πλούτη μου φτωχά, πλούτη καρδιάς, παιδί μου...
Και δεν μπορούνε όλ' αυτά τα πλούτη μαζωμένα,
Ένα να δώσουνε ψωμί εις τα μικρά μου, ένα!
Αχ, όσα και τον ουρανό μπορούνε να στολίζουν,
κάτω εδώ, λίγο ψωμί παιδί μου δεν αξίζουν...
Μακρυά τα σύννεφα, μακρυά τα φείδι' απ' τα λουλούδια·
μακρυά η πίκρ' απ' τη χαρά, το δάκρυ απ' τα τραγούδια·
κανείς και τίποτε σ' αυτήν την ώρα δεν στενάζει·
Όλα γελούν και χαίρονται ο Μίλιος σαν γιορτάζει!
Όμως κανείς, ούτε αυτής της μάνας σου ακόμα
τα χείλη δεν χαμογελούν σαν το δικό μου στόμα!
Μοιράστε τα· όμως εγώ δεν έχω, παρά μόνον
αγάπη, πόθους, προσευχή και πόνο, πολύ πόνο...
Είναι τα πλούτη μου φτωχά, πλούτη καρδιάς, παιδί μου...
Και δεν μπορούνε όλ' αυτά τα πλούτη μαζωμένα,
Ένα να δώσουνε ψωμί εις τα μικρά μου, ένα!
Αχ, όσα και τον ουρανό μπορούνε να στολίζουν,
κάτω εδώ, λίγο ψωμί παιδί μου δεν αξίζουν...
Μακρυά τα σύννεφα, μακρυά τα φείδι' απ' τα λουλούδια·
μακρυά η πίκρ' απ' τη χαρά, το δάκρυ απ' τα τραγούδια·
κανείς και τίποτε σ' αυτήν την ώρα δεν στενάζει·
Όλα γελούν και χαίρονται ο Μίλιος σαν γιορτάζει!
Όμως κανείς, ούτε αυτής της μάνας σου ακόμα
τα χείλη δεν χαμογελούν σαν το δικό μου στόμα!
Γ'
Σαν σήμερα γεννήθηκες·ωσάν αυτή την ώρα
έλαμψε γη και ουρανός,αστράφτανε οι δρόμοι
κ' εμύρωσε η γειτονιά, κ' εμύρωσ' όλ’η χώρα
κ' εκηλαϊδούσαν τα πουλιά γλυκύτερα ακόμη.
Όλα μυρίζουν, λάμπουνε κι' αστράφτουν σαν τον ήλιο,
η ευλογία του Θεού σαν έρχετ'εδώ κάτω·
κ'ήτον χαμόγελο Θεού, η γέννησίς σου, Μίλιο.
Σαν κρίνο ήλθες Γαβριήλ, ολόχαρο, γροσάτο...
Ευλογημένη κ'η στιγμήκ’η ώρα και η μέρα,
πούλθες σαν άστρο μυστικό, γλυκύστομο πουλί μου,
π’ακόμη άλλη μια φορά με έκαμες πατέρα,
και αδελφάκι χάρισες στ 'αδέλφι σου, παιδί μου!
Ήτον μονάχο· τώρα δυό είσθε μαζί το ένα
απάνω στ 'άλλο θ' ακουμβά αδέλφι στ' αδελφάκι·
ρίζα στη ρίζα, στη στοργή βαθειά θεμελιωμένα·
κλαδί στο πράσινο κλαδί, δενδράκι στο δενδράκι...
Δεν θα φοβάσθε τον Βοριά ,σμιγμένα, σαν φυσήση
κλαδί το φύλλο θα γενή και το κλαδί πλατάνι
και γέρος ο πατέρας σας θα έλθη να καθίσει
Σαν σήμερα γεννήθηκες·ωσάν αυτή την ώρα
έλαμψε γη και ουρανός,αστράφτανε οι δρόμοι
κ' εμύρωσε η γειτονιά, κ' εμύρωσ' όλ’η χώρα
κ' εκηλαϊδούσαν τα πουλιά γλυκύτερα ακόμη.
Όλα μυρίζουν, λάμπουνε κι' αστράφτουν σαν τον ήλιο,
η ευλογία του Θεού σαν έρχετ'εδώ κάτω·
κ'ήτον χαμόγελο Θεού, η γέννησίς σου, Μίλιο.
Σαν κρίνο ήλθες Γαβριήλ, ολόχαρο, γροσάτο...
Ευλογημένη κ'η στιγμήκ’η ώρα και η μέρα,
πούλθες σαν άστρο μυστικό, γλυκύστομο πουλί μου,
π’ακόμη άλλη μια φορά με έκαμες πατέρα,
και αδελφάκι χάρισες στ 'αδέλφι σου, παιδί μου!
Ήτον μονάχο· τώρα δυό είσθε μαζί το ένα
απάνω στ 'άλλο θ' ακουμβά αδέλφι στ' αδελφάκι·
ρίζα στη ρίζα, στη στοργή βαθειά θεμελιωμένα·
κλαδί στο πράσινο κλαδί, δενδράκι στο δενδράκι...
Δεν θα φοβάσθε τον Βοριά ,σμιγμένα, σαν φυσήση
κλαδί το φύλλο θα γενή και το κλαδί πλατάνι
και γέρος ο πατέρας σας θα έλθη να καθίσει
Στη μυρισμένη σας σκιά, ολίγο πριν πεθάνη...
Η ευλογία του Θεού στη ρίζα, στα κλαδιά σας,
στα φύλλα κι εις τ ’ άνθη σας· σε λίγο, δεν θ'αργήση,
εκείνη που σε γέννησε, η μάνα η γλυκειά σας
κι' άλλο λουλούδι δροσερό ακόμη να βλαστήση...
Η ευλογία του Θεού στη ρίζα, στα κλαδιά σας,
στα φύλλα κι εις τ ’ άνθη σας· σε λίγο, δεν θ'αργήση,
εκείνη που σε γέννησε, η μάνα η γλυκειά σας
κι' άλλο λουλούδι δροσερό ακόμη να βλαστήση...
Ποιός ξέρει αν είναι λυγαριά, τριανταφυλλιά ανθισμένη
καὶ στ' αδελφάκια έρχεται απάνω ν' ακουμβήση;
Ανίσως κόρη έρχεται απ’το Θεό σταλμένη
και χελιδόνα άνοιξι κι' αυγή να κελαδήση;
…..................................................................
Θεέ μου, όπου βρίσκομαι γονατιστός κοντά Σου
καὶ νύχτα μέρα Σ' ευλογώ βαθειά μέσ' στην καρδιά μου,
ρίξε απάνω στα παιδιά μια πατρική ματιά σου
καὶ δώσ’ ότι θα έδινα εγώ εις τα μικρά μου
δωσ’ τους υγεία και ζωή, ζωή κ’υγεία πάλι,
πάντα υγεία και ζωή ευχή δεν έχω άλλη.
καὶ στ' αδελφάκια έρχεται απάνω ν' ακουμβήση;
Ανίσως κόρη έρχεται απ’το Θεό σταλμένη
και χελιδόνα άνοιξι κι' αυγή να κελαδήση;
…..................................................................
Θεέ μου, όπου βρίσκομαι γονατιστός κοντά Σου
καὶ νύχτα μέρα Σ' ευλογώ βαθειά μέσ' στην καρδιά μου,
ρίξε απάνω στα παιδιά μια πατρική ματιά σου
καὶ δώσ’ ότι θα έδινα εγώ εις τα μικρά μου
δωσ’ τους υγεία και ζωή, ζωή κ’υγεία πάλι,
πάντα υγεία και ζωή ευχή δεν έχω άλλη.
Περισσότερα δείγματα
γραφής της ποίησής του στον σύνδεσμο:
0 Σχόλια