Νίκος Εγγονόπουλος αντιπροσωπευτικά του ποιήματα και βιογραφικό του.

Νίκος Εγγονόπουλος αντιπροσωπευτικά του ποιήματα και βιογραφικό του.






 "Αν η νύχτα αργεί να περάσει"
Αν η νύχτα αργεί να περάσει
παρηγόρια μας στέλνει τις παλιές της σελήνες
κι αν στου κάμπου τα πλάτη, φαντασμάτων σκοτάδια
λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν.

Ήρθ’ η ώρα της νίκης,
ήρθ’ η ώρα θριάμβου,
Μπολιβάρ!

Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα
και το κόκκινο χρώμα που’ χαν πριν τη θυσία
θα σκεπάσει μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.

Μπολιβάρ!, Μπολιβάρ!, Μπολιβάρ!, Μπολιβάρ!


"Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής"
«… πολύ σιωπηλά είναι όλα, κι η σιωπή είναι
καλή μονάχα σαν κλείνει μέσα της χαρά.
Αλλιώς τη φοβάμαι…» Λη

τα σπέρματα
των λυκανθρώπων
κουράζουν
τα πηδάλια
του ορίζοντος
ριχτούν
αναμμένες φλογέρες
μέσα
στα ματωμένα φουστάνια
που κρέμονται

στα πυκνά κλαριά
των δέντρων
πνίγουν κοράκια
μεσ’ στους καθρέφτες
ζητούν
τη δικαιοσύνη
και τον οίκτο
των
παιδιών

εγώ
όμως
βάζω κόκκινα λουλούδια
μεσ’ στα μαλλιά της
ορθώνομαι
ολόγυμνος
μέσα σε κήπους
πορφυρούς
χάνομαι
μέσα σε
σκοτεινές σπηλιές
που κρυφτούν
βαθιά
ραφτομηχανές
και ψάρια
κίτρινα
που μιλούν
σα λουλούδια
κι ίσως
εγώ να είμαι πια
αυτός ο λυκάνθρωπος

των αστραπών
αυτός που λεν
σα βραδιάζει
ο «άνθρωπος παρένθεσις»
μες στις φυσούνες
της πλεκτάνης
στα
σάβανα
της πορείας
εν ώρα
νυκτός
όταν
πεθαίνει
ένα πουλί
σα θειαφοκέρι

κι έτσι πέφτουν
σταλαματιά, σταλαματιά
στους κρόταφους
των απεγνωσμένων
κλειδοκυμβάλων
τα ζευγάρια
των απογοητευμένων
κι ένα
βαρύ σύννεφο
από μακριά
ξανθά μαλλιά
με μάτια φαιά
πετάει αθόρυβα
μες σε
στενόμακρα υπόγεια
οπ’ ανθούν μόνο
λιμάνια
αι
γυπαετοί

κι είναι η σιωπή
φωτιά
μιαν ανεμόσκλα
που τοποθετούν
προσεκτικά
στα χείλια
κι ένα άσπρο
άλογο
που είναι
ένα δέντρο
κοντά στη θάλασσα
κι ένα κόκκινο
άλογο
σαν
σημαία

και τρέχω
πάνω στα νερά
ακούραστα
με το λυρικό
ποδήλατο
με την περικεφαλαία
της αγάπης
κι όταν φτάσω
στο τελευταίο
σκαλί
της σκοτεινής
αυτής σκάλας

κι ανοίξω
την πόρτα
του δωματίου
τότες μόνε αντιλαμβάνομαι
πως το δωμάτιο
ήταν
είναι
ένας μεγάλος κήπος
γιομάτος μουσική
και
ζωγραφιές

ένα δωμάτιο
γεμάτο σεντόνια
ριχμένα
μέσα στον κήπο

σεντόνια
π’ άλλα ανεμίζανε
σα σημαίες
κι ωσάν
υελοπίνακες
κι άλλα ήτανε
ριχμένα κάτω
σαν καθρέφτες
κι άλλα
μιλούσαν
λέξεις άναρθρες
σαν καπνοδόχες
κι άλλα στρωμένα
σε κρεβάτια
σαν κομήτες
άλλα έμοιαζαν
κανάτια
άλλα ήτανε
σαν προβοσκίδες
κι άλλα
έντυναν
με δροσιά
και τραγικές κραυγές
γυναίκες ολόγυμνες
κι ωραίες

έτσι
που πρέπει
ίσως ναν κι ανάγκη απόλυτη
να παραβάλω
την όλη
κατάσταση
μ’ ένα γυαλί
που όταν
βάζεις
το μάτι
βλέπεις
ένα βαθύ
πηγάδι
και στο
βάθος
ένα
πουλί.


"Το λίκνον ο λύχνος"
πάντοτε αγαπούσα
- με πάθος –
κάθε εκδήλωση της ζωής
όμως δεν μ’ ένοιαζε
ο θάνατος

τώρα που μ’ άφισες να ξαποσταίνω
πλάι στο λαμπρό φως
των ωραίων ματιών σου
τώρα αγαπώ ακόμη περισσότερο τη ζωή
και δε θα ‘θελα
να πεθάνω πια
ποτέ.
 
«Ο εραστής»
Mιλούσε μιαν άλλη γλώσσα, την ιδιάζουσα διάλεκτο μιας
λησμονημένης, τώρα πλέον, πόλεως, της οποίας και είτανε,
άλλωστε, ο μόνος νοσταλγός.

(από τα Ποιήματα, B΄, Ίκαρος 1977)


Νίκος Εγγονόπουλος Βιογραφικά στοιχεία:
1907 – 1985



Τεχνίτης του χρωστήρα και του στίχου, ένας από τους συνεπέστερους εκπροσώπους του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 1907 και πέρασε τα μαθητικά του χρόνια (1919-1927) εσωτερικός σε σχολείο του Παρισιού.


Στην Αθήνα επέστρεψε το 1927 για να υπηρετήσει τη θητεία του ως ακροβολιστής στο 1o Σύνταγμα Πεζικού. Απολύθηκε το 1928 κι εργάστηκε ως το 1930 ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα, φοιτούσε σε Νυχτερινό Γυμνάσιο.

Από το 1930 έως το 1933 εργάστηκε ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεως του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Το 1932 γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ φοίτησε στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και γνωρίστηκε με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Δημήτρη Πικιώνη.

Το 1939 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση. Με επιρροές από τo μεταφυσικό κόσμο του Ντε Κίρικο και την υπερβατικότητα της βυζαντινής τέχνης προσπαθεί να εκφράσει την παγκοσμιότητα του ελληνισμού, μέσα από την πολυσημία της σουρεαλιστικής γραφής.










Ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», η οποία προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις κι έλαβε τις διαστάσεις φιλολογικού σκανδάλου. Μερίδα των κριτικών τον ειρωνεύτηκε, όπως και τον Εμπειρίκο άλλωστε, θεωρώντας τη γραφή του πνευματικό παιγνίδι χωρίς βαθύτερο αντίκρισμα.

Μοναδικός του υπερασπιστής υπήρξε ο επίσης υπερεαλιστής Ανδρέας Εμπειρίκος. Του έγραφε: «Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμο δύο είναι τα μεγαλύτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία, ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο από όλα η κριτική. Είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής, άσε λοιπόν οι άλλοι να λένε ότι θέλουν».

Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίσθηκε από τους Γερμανούς. Μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ' όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια.

Το 1944, με νωπές τις αναμνήσεις του πολέμου, παρουσιάζει τον «Μπολιβάρ», την κορυφαία στιγμή της ποίησής του.
Μέσα από τη μορφή του Σιμόν Μπολιβάρ, του απελευθερωτή της Νότιας Αμερικής από τους Ισπανούς, ο Εγγονόπουλος δίνει το διαχρονικό πρότυπο του αγωνιζόμενου ανθρώπου, χωρίς τους περιορισμούς φυλής, χώρας ή εποχής.
Σύμφωνα με τον επιγραμματικό χαρακτηρισμό του κριτικού Ανδρέα Καραντώνη, το μακροσκελές αυτό ποίημα αποτελεί τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» της γενιάς του '30.

Το 1945 ξεκίνησε πανεπιστημιακή καριέρα στο ΕΜΠ ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου.
Το 1969 έγινε καθηγητής στην έδρα Ελεύθερου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης.
Η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία έληξε το 1973 με τη συνταξιοδότησή του.

Το 1958 του απονεμήθηκε το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Εν Ανθηρώ Ελληνι Λόγω», ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο με το Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α'. Το 1979 θα του απονεμηθεί εκ νέου το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες».

Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 από ανακοπή καρδιάς.
Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Η καλλιτεχνική δημιουργία τού Νίκου Εγγονόπουλου τοποθετείται στην πρωτοπορία του ελληνικού υπερρεαλισμού. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του αποτέλεσαν η ιδιότυπη χρήση της δημοτικής γλώσσας και οι συμβολικές μορφές του, μέσω των οποίων πρόβαλε το αίτημα για μια ελληνοκεντρική σουρεαλιστική ποίηση και μια νέα έκφραση ελληνικότητας.

Ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου έχουν μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου. Επιπλέον, έχουν μελοποιηθεί από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Αργύρη Κουνάδη και τον Νίκο Μαμαγκάκη.



Πηγή βιογραφικού:sansimera.gr


 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια