«Μαρίνα, ο πόνος δεν
δόθηκε τυχαία στους ανθρώπους. Όπως ακριβώς στο σώμα σου σε πονάει κάτι για να
σε προειδοποιήσει ότι κάτι δεν πάει καλά, κάτι έχει αρρωστήσει και πρέπει να το
γιατρέψεις, έτσι ακριβώς και ο πόνος της ψυχής σε προτρέπει ν’ασχοληθείς μαζί
της. Κι ενδεχομένως να την γιατρέψεις. Αν τον αγνοήσεις, αν τον προσπεράσεις,
κοροϊδεύεις τον εαυτό σου – αυτός είναι πάντα εκεί. Λοιπόν, άκου. Θα σου πω μια
ιστορία που την λέγαμε στα παιδιά στο ίδρυμα, αλλά μας αφορά όλους.
Κάποτε υπήρχε ένα χωριό ψηλά σ’ένα βουνό, με λιγοστούς κατοίκους, γύρω στις εκατό οικογένειες. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν πολύ αρμονικά κι ευτυχισμένα μεταξύ τους. Ποτέ δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, ήταν πάντα γελαστοί κι αισιόδοξοι.
Μια μέρα εμφανίστηκε στο χωριό ένας δράκος. Κατέβηκε από τα βουνά κι εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά πάνω από τα σπίτια τους. Κάθε τόσο κατέβαινε στο χωριό κι έτρωγε κι από έναν χωρικό. Είτε άντρα, είτε γυναίκα, είτε καμιά φορά και παιδί, δεν έκανε διακρίσεις. Οι χωρικοί είχαν πανικοβληθεί, δεν ήξεραν πώς να τον αντιμετωπίσουν. Ένας, ένας οι πιο γενναίοι άντρες του χωριού, οπλίζονταν και πήγαιναν να παλέψουν μαζί του. Όμως ο δράκος πάντα νικούσε και τους σκότωνε.
Οργάνωσαν μια επίθεση από δέκα άντρες, οπλισμένους με μαχαίρια και κάθε λογής όπλα και του επιτέθηκαν στη φωλιά του. Ο δράκος, με μια ανάσα γεμάτη φωτιά, τους έκαψε όλους μονομιάς. Όταν πια είχαν απελπιστεί, μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και μετακόμισαν σ’ένα γειτονικό χωριό εκεί κοντά. Ο δράκος όμως τους ακολούθησε κι εξακολουθούσε να τους επιτίθεται και να τους σκοτώνει έναν έναν.
Τότε εμφανίστηκε στο χωριό ένας άντρας νέος, κοντός κι αδύνατος και τους είπε: ‘εγώ θα τον σκοτώσω τον δράκο’.
Όλοι γέλασαν μαζί του και τον κορόιδεψαν, έμοιαζε στη δύναμη με μικρό παιδί!
‘Θα σε κάνει μια χαψιά’, του έλεγαν. Εκείνος όμως, Μέμος ήταν τ’όνομά του, πήρε ένα μικρό μαχαίρι, ένα μπουκάλι νερό κι ένα κομμάτι ψωμί και ξεκίνησε για τη φωλιά του δράκου.
Πλησίασε αργά και σιγά, για να μην τον πάρει χαμπάρι, και του έστησε καραούλι. Περίμενε μέχρι να νυχτώσει για τα καλά κι όταν ο δράκος αποκοιμήθηκε κι άρχισε να ροχαλίζει, πήδηξε γρήγορα-γρήγορα μέσα στο στόμα του και κατέβηκε στην κοιλιά του. Εκεί κάθησε ήσυχα σε μια γωνιά, έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του κι άρχισε να κόβει την κοιλιά του δράκου από μέσα. Κάθε μέρα που περνούσε έκοβε κι από ένα μικρό κομματάκι.
Ο δράκος, που ήταν τεράστιος, στην αρχή δεν καταλάβαινε τίποτα. Μετά από λίγες μέρες, άρχισε να έχει αφόρητους πόνους και να μη μπορεί πια να φάει τίποτα. Ο Μέμος, με υπομονή κι επιμονή, έκοβε κάθε μέρα και λίγο περισσότερο από την κοιλιά του. Ακόμα κι όταν σώθηκε το νερό και το ψωμί που είχε πάρει μαζί του, εκείνος εξαντλημένος και πεινασμένος, συνέχιζε να κόβει.
Οι χωρικοί πίστεψαν ότι ο Μέμος είχε πεθάνει, ότι τον είχε φάει ο δράκος, όπως τους υπόλοιπους. Έλεγαν μάλιστα ότι ήταν τόσο ανόητος αυτός, που πήγε και μπήκε μόνος του στο στόμα του δράκου! Καθώς περνούσαν οι μέρες κι ο δράκος σταμάτησε τις επιθέσεις, παραξενεύτηκαν.
Μετά από ένα μήνα, μαζεύτηκαν όλοι έξω από τη σπηλιά του δράκου και τον παρακολουθούσαν να σφαδάζει από τους πόνους, να χτυπιέται, να βγάζει φωτιές, αλλά χωρίς να μπορεί να σηκωθεί.
Ξαφνικά ο δράκος ξεψύχησε μ’ένα εκκωφαντικό αγκομαχητό. Και τότε, άνοιξε η κοιλιά του και βγήκε από μέσα ο Μέμος! Οι χωρικοί έμειναν άφωνοι για λίγο και μετά άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν τον ήρωά τους. Τον σήκωσαν στα χέρια και τον οδήγησαν στην πλατεία του χωριού για να του αποδώσουν τις τιμές που του έπρεπαν.
Αφού του έδωσαν να πιει νερό και να φάει καλά, τον ρώτησαν πώς τα κατάφερε, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, να σκοτώσει τον δράκο που δεν είχαν καταφέρει δέκα δυνατοί άντρες μαζί. Κι ο Μέμος τους είπε:
‘Το μυστικό είναι να μπεις μέσα στο θεριό, πριν προλάβει εκείνο να σε φάει. Να μπεις με τη θέλησή σου, καλά προετοιμασμένος και να έχεις υπομονή κι επιμονή. Θα σου πάρει καιρό, αλλά τελικά θα καταφέρεις να το σκοτώσεις. Όταν είσαι μέσα του ζωντανός, δε μπορεί να σε πολεμήσει. Ο χρόνος είναι ο σύμμαχός σου. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα μικρό μαχαίρι’.»
Η Μαρίνα έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά του είπε:
«Υπέροχη ιστορία Αλέκο μου, πραγματικά. Δε νομίζω όμως πως καταλαβαίνω τι θες να μου πεις»
«Ο δράκος Μαρίνα είναι η θλίψη, το πένθος. Μπορεί να παρουσιαστεί στη ζωή σου εντελώς ξαφνικά κι αν δεν ξέρεις πως να το αντιμετωπίσεις, θα σε φάει. Αν προσπαθήσεις να το αγνοήσεις, είσαι σίγουρα χαμένος. Αν πάλι πας να το πολεμήσεις βιαστικά και να το χτυπήσεις όντας απ’έξω, θα σε νικήσει. Ο μόνος τρόπος να το νικήσεις είναι να μπεις μέσα του και να το πολεμήσεις σιγά-σιγά. Κάθε μέρα κι από λίγο. Με υπομονή κι επιμονή. Το μαχαίρι του Μέμου είναι η δύναμη της θέλησης που έχει ο καθένας μας. Κι ο χρόνος ο σύμμαχός μας. Καταλαβαίνεις τώρα;»
«Και το ψωμί και το νερό;»
«Αυτά είναι τα εφόδια που χρειάζεσαι για να παραμείνεις ζωντανός και να παλέψεις. Είναι οι αγαπημένοι μας άνθρωποι που είναι δίπλα μας και μας στηρίζουν, που μπορεί να τους έχουμε σα δεδομένο στην καθημερινή μας ζωή – ποιός εκτιμάει λίγο νερό κι ένα κομμάτι ψωμί; - αλλά που στη δεδομένη στιγμή, χωρίς αυτά δε θα μπορούσες να ζήσεις για να νικήσεις τον δράκο σου»....
Κάποτε υπήρχε ένα χωριό ψηλά σ’ένα βουνό, με λιγοστούς κατοίκους, γύρω στις εκατό οικογένειες. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν πολύ αρμονικά κι ευτυχισμένα μεταξύ τους. Ποτέ δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, ήταν πάντα γελαστοί κι αισιόδοξοι.
Μια μέρα εμφανίστηκε στο χωριό ένας δράκος. Κατέβηκε από τα βουνά κι εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά πάνω από τα σπίτια τους. Κάθε τόσο κατέβαινε στο χωριό κι έτρωγε κι από έναν χωρικό. Είτε άντρα, είτε γυναίκα, είτε καμιά φορά και παιδί, δεν έκανε διακρίσεις. Οι χωρικοί είχαν πανικοβληθεί, δεν ήξεραν πώς να τον αντιμετωπίσουν. Ένας, ένας οι πιο γενναίοι άντρες του χωριού, οπλίζονταν και πήγαιναν να παλέψουν μαζί του. Όμως ο δράκος πάντα νικούσε και τους σκότωνε.
Οργάνωσαν μια επίθεση από δέκα άντρες, οπλισμένους με μαχαίρια και κάθε λογής όπλα και του επιτέθηκαν στη φωλιά του. Ο δράκος, με μια ανάσα γεμάτη φωτιά, τους έκαψε όλους μονομιάς. Όταν πια είχαν απελπιστεί, μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και μετακόμισαν σ’ένα γειτονικό χωριό εκεί κοντά. Ο δράκος όμως τους ακολούθησε κι εξακολουθούσε να τους επιτίθεται και να τους σκοτώνει έναν έναν.
Τότε εμφανίστηκε στο χωριό ένας άντρας νέος, κοντός κι αδύνατος και τους είπε: ‘εγώ θα τον σκοτώσω τον δράκο’.
Όλοι γέλασαν μαζί του και τον κορόιδεψαν, έμοιαζε στη δύναμη με μικρό παιδί!
‘Θα σε κάνει μια χαψιά’, του έλεγαν. Εκείνος όμως, Μέμος ήταν τ’όνομά του, πήρε ένα μικρό μαχαίρι, ένα μπουκάλι νερό κι ένα κομμάτι ψωμί και ξεκίνησε για τη φωλιά του δράκου.
Πλησίασε αργά και σιγά, για να μην τον πάρει χαμπάρι, και του έστησε καραούλι. Περίμενε μέχρι να νυχτώσει για τα καλά κι όταν ο δράκος αποκοιμήθηκε κι άρχισε να ροχαλίζει, πήδηξε γρήγορα-γρήγορα μέσα στο στόμα του και κατέβηκε στην κοιλιά του. Εκεί κάθησε ήσυχα σε μια γωνιά, έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του κι άρχισε να κόβει την κοιλιά του δράκου από μέσα. Κάθε μέρα που περνούσε έκοβε κι από ένα μικρό κομματάκι.
Ο δράκος, που ήταν τεράστιος, στην αρχή δεν καταλάβαινε τίποτα. Μετά από λίγες μέρες, άρχισε να έχει αφόρητους πόνους και να μη μπορεί πια να φάει τίποτα. Ο Μέμος, με υπομονή κι επιμονή, έκοβε κάθε μέρα και λίγο περισσότερο από την κοιλιά του. Ακόμα κι όταν σώθηκε το νερό και το ψωμί που είχε πάρει μαζί του, εκείνος εξαντλημένος και πεινασμένος, συνέχιζε να κόβει.
Οι χωρικοί πίστεψαν ότι ο Μέμος είχε πεθάνει, ότι τον είχε φάει ο δράκος, όπως τους υπόλοιπους. Έλεγαν μάλιστα ότι ήταν τόσο ανόητος αυτός, που πήγε και μπήκε μόνος του στο στόμα του δράκου! Καθώς περνούσαν οι μέρες κι ο δράκος σταμάτησε τις επιθέσεις, παραξενεύτηκαν.
Μετά από ένα μήνα, μαζεύτηκαν όλοι έξω από τη σπηλιά του δράκου και τον παρακολουθούσαν να σφαδάζει από τους πόνους, να χτυπιέται, να βγάζει φωτιές, αλλά χωρίς να μπορεί να σηκωθεί.
Ξαφνικά ο δράκος ξεψύχησε μ’ένα εκκωφαντικό αγκομαχητό. Και τότε, άνοιξε η κοιλιά του και βγήκε από μέσα ο Μέμος! Οι χωρικοί έμειναν άφωνοι για λίγο και μετά άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν τον ήρωά τους. Τον σήκωσαν στα χέρια και τον οδήγησαν στην πλατεία του χωριού για να του αποδώσουν τις τιμές που του έπρεπαν.
Αφού του έδωσαν να πιει νερό και να φάει καλά, τον ρώτησαν πώς τα κατάφερε, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, να σκοτώσει τον δράκο που δεν είχαν καταφέρει δέκα δυνατοί άντρες μαζί. Κι ο Μέμος τους είπε:
‘Το μυστικό είναι να μπεις μέσα στο θεριό, πριν προλάβει εκείνο να σε φάει. Να μπεις με τη θέλησή σου, καλά προετοιμασμένος και να έχεις υπομονή κι επιμονή. Θα σου πάρει καιρό, αλλά τελικά θα καταφέρεις να το σκοτώσεις. Όταν είσαι μέσα του ζωντανός, δε μπορεί να σε πολεμήσει. Ο χρόνος είναι ο σύμμαχός σου. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα μικρό μαχαίρι’.»
Η Μαρίνα έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά του είπε:
«Υπέροχη ιστορία Αλέκο μου, πραγματικά. Δε νομίζω όμως πως καταλαβαίνω τι θες να μου πεις»
«Ο δράκος Μαρίνα είναι η θλίψη, το πένθος. Μπορεί να παρουσιαστεί στη ζωή σου εντελώς ξαφνικά κι αν δεν ξέρεις πως να το αντιμετωπίσεις, θα σε φάει. Αν προσπαθήσεις να το αγνοήσεις, είσαι σίγουρα χαμένος. Αν πάλι πας να το πολεμήσεις βιαστικά και να το χτυπήσεις όντας απ’έξω, θα σε νικήσει. Ο μόνος τρόπος να το νικήσεις είναι να μπεις μέσα του και να το πολεμήσεις σιγά-σιγά. Κάθε μέρα κι από λίγο. Με υπομονή κι επιμονή. Το μαχαίρι του Μέμου είναι η δύναμη της θέλησης που έχει ο καθένας μας. Κι ο χρόνος ο σύμμαχός μας. Καταλαβαίνεις τώρα;»
«Και το ψωμί και το νερό;»
«Αυτά είναι τα εφόδια που χρειάζεσαι για να παραμείνεις ζωντανός και να παλέψεις. Είναι οι αγαπημένοι μας άνθρωποι που είναι δίπλα μας και μας στηρίζουν, που μπορεί να τους έχουμε σα δεδομένο στην καθημερινή μας ζωή – ποιός εκτιμάει λίγο νερό κι ένα κομμάτι ψωμί; - αλλά που στη δεδομένη στιγμή, χωρίς αυτά δε θα μπορούσες να ζήσεις για να νικήσεις τον δράκο σου»....
0 Σχόλια