Μικρό αφιέρωμα στο Γάλλο ποιητή Πωλ Ελυάρ και αντιπροσωπευτικά του ποιήματα

Μικρό αφιέρωμα στο Γάλλο ποιητή Πωλ Ελυάρ και αντιπροσωπευτικά του ποιήματα




Σαν σήμερα στις 18 Νοεμβρίου1952 , η  καρδιά του Γάλλου ποιητή  Πωλ Ελυάρ,  σταμάτησε για πάντα!

 Το πραγματικό του  όνομα  , ήταν  Eugène Grindel, γεννήθηκε  στις  14 Δεκεμβρίου 1895  και πέθανε στις  18 Νοεμβρίου 1952 , από καρδιακή προσβολή.
Μέχρι και σήμερα θεωρείται  από τους  κορυφαίους  ποιητές του υπερρεαλισμού.


Έζησε τη ζωή  με πάθος ενώ έγραψε και αγωνίστηκε για την ελευθερία της σκέψης και των λαών.
Υπήρξε απ' εκείνους τους διανοούμενους που συμπαραστάθηκε δραστήρια και μαχητικά στους αγώνες του λαούς μας κατά των αγγλοαμερικάνων ιμπεριαλιστών και των ντόπιων μοναρχοφασιστών.
Επισκέφτηκε πολλές φορές τη χώρα μας και τελευταία τον Ιούνη του 1949 στο Γράμμο για συμπαράσταση-αλληλεγγύη στον ηρωικό αγώνα του ένδοξου Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).
Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί, κοντά στο Παρίσι όπου πέρασε τα πρώτα του χρόνια. Στο διάστημα 1907-1911 γράφτηκε στη Σχολή Κολμπέρ όπου πραγματοποίησε σπουδές, ωστόσο σε ηλικία περίπου 17 ετών προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να τις διακόψει. Για δύο χρόνια, διέμεινε σε σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας όπου τελικά θεραπεύτηκε και αμέσως μετά, το 1914 κατατάχθηκε στον στρατό.

Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά, με την οποία απέκτησε και μία κόρη. Την ίδια περίοδο δημοσίευε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πωλάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα, ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τους Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938.
Κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος.
Η ποίησή του:
Στο βάθος της η  ποίηση του Ελυάρ,  είναι  μελαγχολική, παρά τις λυρικές της εξάρσεις, διακατέχεται από το αίσθημα ότι ο έρωτας είναι το κύριο αντιστάθμισμα της απελπισίας.
O Ελυάρ συνδυάζει το άλογο στοιχείο με το συμβολιστικό, σε μιαν έκφραση που οφείλει τη δραστικότητά της στη λεπτή τους ισορροπία.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, γράφει για την ποίηση του Ελυάρ ότι του «προκαλεί άμεσα τη συγκίνηση, καθώς συγκλονίζει ολόκληρο τον ανθρώπινο ψυχισμό».
Ας αφήσουμε όμως την ίδια την ποίηση του ποιητή να μιλήσει…
«Αθήνα »

Έλληνα λαέ βασιλιά απελπισμένε
Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά
Τον έρωτα σου για τη λευτεριά και για τη δικαιοσύνη
Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου Βασιλιά λαέ δε σ’ απειλεί ο θάνατος
 Στον έρωτά σου είσ’ όμοιος είσαι αγαθός .
Και το κορμί σου κι η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα .
Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί.
 Και πως σου δίναν τίμια τ’ άρματα να σηκώσεις .
Τίμια δικιά σου σώζοντας βάζοντας το δικό σου νόμο .
Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο τ’ άρματα εμπιστέψου.
 Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα .
Και τη ελπίδα τούτη όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ.
 Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δεν βολεύεται .
Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέ Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας .
Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του καιρού σου Έλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου .
Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας κι η σάρκα η ίδια .
Η φυσική λαχτάρα το ψωμί κι η λευτεριά .
Η λευτεριά όμοια με τη λιόλουστη θάλασσα .
Το ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους .
Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ’ όλα Πιο δυνατό απ’ τον πόνο και τους εχθρούς μας όλους …

«Στις ελληνίδες αδελφές μου»

Αδελφές μου της ελπίδας, ω, γυναίκες γενναίες,
Έχετε κλείσει συμφωνία ενάντια στο θάνατο
Ω, αθάνατες αγαπημένες μου,
Παίζετε τη ζωή σας
Για να θριαμβεύσει η ζωή
Είναι κοντά η μέρα, ω, αδελφές μου του μεγαλείου,
Που θα κοροϊδεύουμε τις λέξεις πόλεμος και μιζέρια
Γιατί θα έχετε νικήσει

“Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω, για να σε ονομάσω Ελευθερία”
Πάνω στα τετράδια του σχολείου
Στα θρανία μου και τα δένδρα
Πάνω στην άμμο και το χιόνι
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες
 Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη
 Γράφω τ’ όνομά σου Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες
 Στ΄ άρματα των πολεμιστών
Στην κορώνα των βασιλιάδων
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη ζούγκλα και την έρημο
Στις φωλιές και τα σπαρτά
Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές
Γράφω τ’ όνομά σου
 Πάνω σ΄ όλα τα γαλάζια κουρέλια μου
Στο μουχλιασμένο έλος του ήλιου
Στη ζωντανή λίμνη σελήνη
 Γράφω τ’ όνομά σου
Στους αγρούς στον ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών και στο μύλο των ίσκιων
Γράφω τ’ όνομά σου
 Σε κάθε φύσημα της αυγής
Στη θάλασσα και τα πλοία
Πάνω στο τρελό βουνό
Γράφω τ’ όνομά σου
 Στον αφρό απ΄ τα σύννεφα
Στους ιδρώτες της καταιγίδας
Στην βροχή την πυκνή και ανούσια
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα σχήματα που σπιθίζουν
 Στις καμπάνες των χρωμάτων
Πάνω στη φυσική αλήθεια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα μονοπάτια που ξύπνησαν
 Στους δρόμους που ξεδιπλώθηκαν
 Στις πλατείες που ξεχείλισα
ν Γράφω τ’ όνομά σου
 Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα ενωμένα μου σπίτια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο φρούτο το κομμένο στα δύο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του Γράφω τ’ όνομά σου
Στο σκαλοπάτι της πόρτας μου
Στα γνώριμά μου αντικείμενα στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
 Γράφω τ’ όνομά σου
 Σε κάθε σάρκα σύμφωνη
 Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που προσφέρεται
 Γράφω τ’ όνομά σου Στο κρύσταλλο των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πιο πάνω απ΄ τη σιωπή
Γράφω τ’ όνομά σου
 Στα χαλασμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους μου φάρους
Στους τοίχους της ανίας μου
 Γράφω τ’ όνομά σου
Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
 Στα σκαλιά του θανάτου
Γράφω τ’ όνομά σου
 Στην υγεία που ξανάρθε
Στον κίνδυνο που εξαφανίστηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τ’ όνομά σου
Και με τη δύναμη της λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
 Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω
Για να πω τ΄ όνομά σου Ελευθερία!
"Προσεύχονται οι χήρες και οι μανάδες"
(Απ' τη συλλογή: «Ελλάδα, τριαντάφυλλο του λογισμού μου»

Είχαμε δώσει τα χέρια μας
και τα μάτια μας γελούσαν δίχως λόγο

Με τα όπλα και με το αίμα
λυτρώστε μας από το φασισμό

Νανουρίζαμε ολάκερο το φως
και τα στήθη μας φούσκωναν γάλα

Αφήστε μας να πάρουμε τουφέκι
να βάλουμε σημάδι τους φασίστες

Ήμασταν η πηγή και ο ποταμός
κι ωκεανός να γίνουμε όνειρό μας
Τον τρόπο μόνο δώστε μας
μην πάρουν χάρην οι φασίστες

Απ' τους νεκρούς μας είναι λιγότεροι
κανένα δεν είχαν σκοτώσει οι νεκροί μας.

Αγαπιόμαστε δίχως να το σκεφτούμε
Χωρίς να καταλαβαίνουμε τίποτε έξω απ' τη ζωή

Αφήστε μας να πάρουμε τουφέκι
Στο θάνατο αντίκρυ θα σκοτωθούμε



«Απροσπέλαστος»
(1940 – Το ανοιχτό βιβλίο Ι)

Κανένας στόχος δεν αποσπά
Τον ταξιδιώτη που ‘ναι τρυπημένος από βέλη
Τον ταξιδιώτη που ‘ναι ακούραστος.
«Ρίμα της δύναμης του έρωτα»

Μέσα από τα βάσανά μου όλα στο θάνατο ανάμεσα και μένα
Στην απελπισία μου ανάμεσα και τη δίψα της ζωής
Είναι το άδικο και των ανθρώπων η μιζέρια
Που αχώνευτα μου είναι είναι ο θυμός μου

Είναι τ' αντάρτικα που 'χουν για χρώμα το αίμα της Ισπανίας
Είναι τ' αντάρτικα που 'χουν για χρώμα της Ελλάδας τον ουρανό
Το ψωμί το αίμα ο ουρανός και το δικαίωμα στην ελπίδα
Για όλους όσους αθώους μισούν το Κακό

Το φως πάντα είναι έτοιμο να τρεμοσβήσει
Η ζωή πάντα ετοιμάζεται να γίνει κοπριά
Μα η άνοιξη ξανά γεννιέται κι ούτε αυτό ποτέ τελειώνει
Απ' τη μαυρίλα μπουμπούκι ένα αναπηδά κι έρχεται η ζέστη

Κι η ζέστη θα νικήσει τους εγωπαθείς
Δε θ' αντέξουν οι άτροφες αισθήσεις τους
Κι ακούω τη φωτιά γελώντας να μιλά για υποθερμία
Ακούω έναν άνδρα να λέει ότι δεν πόνεσε

Συ που της σάρκας μου υπήρξες αισθητή συνείδηση
Συ που πάντα μου αγαπώ συ που μ' έχει εφεύρει
Δεν άντεχες τον καταναγκασμό ούτε την ύβρη
Τραγουδούσες κι ονειρευόσουν τη γήινη ευτυχία

Λεύτερη να 'σαι ονειρευόσουν εγώ σε συνεχίζω.
"Ζωγραφιστά λόγια"
σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη

Για να νιώσεις το παν
Ακόμη
Και το δέντρο με την πρωραία ματιά
Της σαύρας και της κληματίδας
Το δέντρο τ’ αξιολάτρευτο
Τη φωτιά τ’ αδιέξοδο

Για να σμίξεις δρόσο και φτερούγα
Σύννεφο και καρδιά νύχτα και μέρα
Παράθυρο κι όποια να ’ναι χώρα

Για να καταργήσεις
Του μηδενικού τον μορφασμό
Που θα κυλήσει μεθαύριο στο χρυσάφι

Για να ξεκόψεις
Με τις μικροπρέπειες
Των θρεμμένων απ’ τους ίδιους των εαυτούς γιγάντων

Για να δεις όλα τα μάτια έτσι ωραία
Όσο κι εκείνα που ατενίζουνε
Θάλασσα που τα πάντ’ αφομοιώνει

Για να δεις τα μάτια ν’ αντικαθρεφτίζουνε
Μέσα τους πάλι όλα τα μάτια

Για να γελάς που κάποτε
Ιδροκόπησες ξεπάγιασες
Και πείνασες και δίψασες

Για να ’ναι και το να μιλάς
Όσο και να φιλάς
Γενναιόδωρο

Για ν’ αναδέψεις κολυμβήτρια και ποτάμι
Κρύσταλλο και χορεύτρια θύελλας
Χαραυγή και καρδιάς άνοιξη
Φρονιμάδες και πόθους παιδιάστικους

Για να δώσεις στη γυναίκα
Τη μοναχική και τη συλλογισμένη
Τη μορφή των χαδιώνε
Που ονειρεύτηκε

Για να ’ναι η έρημος μες στη σκιά
Κι όχι διόλου μες στη σκιά
Μου
Όλα ορίστε
Δίνω
Τ’ αγαθά μου
Όλα
Τα
Δικαιώματά μου.

"Χωρίς ηλικία"
σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη

Πλησιάζουμε
Μέσα στα δάση
Πάρε το δρόμο του πρωινού
Ανέβα τα σκαλιά της πάχνης

Πλησιάζουμε
Είναι η καρδιά της γης σφιγμένη

Να ’ρθει στον κόσμο μια μέρα ακόμη

Θα πλατύνει ο ουρανός
Είχαμε βαρεθεί
Να κατοικούμε στα ερείπια του ύπνου
Στη χαμηλή σκιά της ανάπαυσης
Της κούρασης και της εγκατάλειψης

Η γης θα ξαναπάρει τη μορφή των ζωντανών σωμάτων μας
Ο άνεμος θα μας υπομείνει
Ο ήλιος και η νύχτα θα περάσουν μες στα μάτια μας
Χωρίς ποτέ να τ’ αλλάξουν

Το σίγουρό μας διάστημα ο αγνός μας αέρας φτάνει
Για να γεμίσει την αργοπορία που έσκαψε η συνήθεια
Όλοι μαζί θ’ αράξουμε σε μια καινούρια μνήμη
Και θα μιλήσουμε μαζί μια ευαίσθητη λαλιά

Ω αδερφοί μου αντίμαχοι που κρατάτε στα μάτια
Τη νύχτα αναλυμένη και τη φρίκη της
Πού να σας έχω αφήσει
Με τα βαριά σας χέρια μες στο λάδι το νωθρό
Μες στις παλιές σας πράξεις
Με τόση λίγη ελπίδα που κι ο θάνατος
Φαίνεται να ’χει δίκιο
Χαμένοι μου αδερφοί
Εγώ πηγαίνω προς τη ζωή έχω την όψη ανθρώπου
Για ν’ αποδείξω πως ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μου

Και δεν είμαι μόνος
Χίλιες εικόνες από μένα πληθαίνουν το φως μου
Χίλιες ματιές πανόμοιες ισοπεδώνουν τη σάρκα
Να το πουλί το παιδί κι ο βράχος κι ο κάμπος
Σμίγουν μαζί μας
Γελά το χρυσάφι που έμεινε από την άβυσσο έξω
Γυμνό νερό γυμνή φωτιά για μια εποχή μονάχα
Έκλειψη δεν υπάρχει πια στο μέτωπο του κόσμου



Έκκληση του Πωλ Ελυάρ στους στρατιώτες του μοναρχοφασιστικού στρατού στο μέτωπο του Γράμμου
(Ιούνης 1949)
Γιοι της Ελλάδας,
Απευθύνομαι σ' εσάς τους αγρότες, τους εργάτες, τους διανοούμενους που υπηρετείται αναγκαστικά στο στρατό μιας κυβέρνησης που δεν σας εκπροσωπεί. Και πρώτα απ' όλα θέλω να σας διαβεβαιώσω πως ήρθα για να διαπιστώσω με τα ίδια μου τα μάτια την εδώ κατάσταση και πως μοναδικός λόγος που με παρότρυνε σ' αυτό είναι το ζωηρό ενδιαφέρον μου για την αλήθεια αλλά και το πάθος μου για την ειρήνη. Ένας εμφύλιος πόλεμος όπως ο δικός σας είναι ο πιο φοβερός απ' τους πολέμους και οι μόνοι που ωφελούνται είναι εκείνοι που σας οδήγησαν σ' αυτόν.
Αυτό που είδα στην ελεύθερη Ελλάδα είναι ο ακατανίκητος Λαϊκός Στρατός του οποίου η αγάπη για την πατρίδα και την ελευθερία ενώνει αδελφικά τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του. Κανένας ξένος δεν υπάρχει στις γραμμές τους, εφόσον το όραμά τους είναι η ανεξαρτησία και το μεγαλείο, σε ευτυχία και ειρήνη, της χώρας τους.
Είδα την αθώα καρδιά τους, τα τίμια μάτια τους και κάτω απ' τον γαλάζιο ουρανό τους να χορεύουν και να τραγουδάνε σαν παιδιά. Είδα όμως και το μέτωπό τους να σκοτεινιάζει με τη σκέψη ότι έχουν απέναντί τους τους αντιπάλους στη μάχη τα αδέλφια, τους γονείς και τους πατεράδες τους. Όμως πολλές περιοχές πρέπει ακόμα να ελευθερωθούν, πολλά ερείπια να ανορθωθούν, πολλή χέρσα γη να καλλιεργηθεί και κυρίως να επιτευχθεί η απελευθέρωση απ' τα μαρτύρια.
Σας ικετεύω όλους εσάς που βρίσκεστε απ' τη μεριά των δεσμοφυλάκων και των δήμιων να αναλογιστείτε τους αθώους που κάθε μέρα πληρώνουν το δικό σας μέλλον με το αίμα τους.
Σας ικετεύω να αναλογιστείτε τη φρίκη της Μακρονήσου και των φυλακών της χώρας σας, όπου χιλιάδες πατριώτες, βέβαιοι για τη νίκη τους, περιμένουν κάθε μέρα τα βασανιστήρια και το θάνατο.
Όπου κι' αν πήγα είδα παντού εδώ στο μέτωπο, στην πρώτη γραμμή ή στα μετόπισθεν, τους αιχμαλώτους συναδέλφους σας να απολαμβάνουν τον πιο μεγάλο σεβασμό και την ανθρωπιά και να διατρέφονται ακριβώς όπως και οι αντάρτες, είδα να περιποιούνται τους τραυματίες σας με την ίδια φροντίδα όπως και εκείνους του Δημοκρατικού Στρατού. Αυτοί οι αιχμάλωτοι, που κάθε μέρα γίνονται περισσότεροι, είναι ελεύθεροι να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή να ενταχθούν στο Δημοκρατικό Στρατό. Οι πιο πολλοί διαλέγουν τη δεύτερη λύση.
Είναι η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία που ένα στρατός αισθάνεται τόσο δυνατός, τόσο βέβαιος για τη νίκη ώστε να είναι σε θέση να δείχνει τέτοια εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Είναι επίσης που ένας στρατός δείχνει τόσο πρόθυμος να προσφέρει την ειρήνη, όσο περισσότερο αυξάνουν οι δυνάμεις του. Η μόνη νίκη που εύχεται αυτός ο στρατός είναι η καθολική ενότητα του λαού και το τέλος των δεινών του πολέμου που έχουν επιβάλλει οι αγγλοσάξονες ιμπεριαλιστές.
Σ' ολόκληρο τον κόσμο οι απλοί άνθρωποι αγωνίζονται για την ειρήνη. Ο γενναίος ελληνικός λαός, γεμάτος δόξα βρίσκεται στην πρωτοπορία αυτού του αγώνα.




                               

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια