Ένα μικρό απόσπασμα
μοιράζομαι μαζί σας αγαπημένοι μου αναγνώστες από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα
του Μενέλαου Λουντέμη
"Ένα παιδί μετράει τ' άστρα",
που διακρίνεται
για τον έντονο λυρισμό του και από ζωντανούς χαρακτήρες του βιβλίου του, που έχουν βαθύτητα μεγάλη…
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τη χαρακτηριστική φράση:
«Ο αέρας
φύσαγε σα γύφτος.»
Το βιβλίο εξιστορεί την περιπέτεια του Μέλιου Καδρά -
ενός φτωχού και ορφανού αγοριού: Στο χωριό του Μέλιου, το αφεντικό του, δεν τον
αφήνει να μορφωθεί, διότι υποστηρίζει, πως θα του αποσπά την προσοχή από τη
δουλειά. Ένας καλός δάσκαλος του χωριού, θα καταλάβει τη δίψα του παιδιού για
μάθηση, και θα του δώσει, αρχικά, κάποια βιβλία. Ο Μέλιος, μοιάζει να
συγκλονίζεται από τα βιβλία, όσες φορές κι αν τα διαβάσει. Η όρεξή του για
μάθηση, τελικά, θα τον προδώσει στο αφεντικό, που μόλις μαθαίνει ότι ο Μέλιος
ασχολείται με τα βιβλία θυμώνει πολύ. Και του απαγόρευσε να ξανασυναντήσει τον
δάσκαλο. Ωστόσο, οι δρόμοι του παιδιού και του δάσκαλου χωρίζουν, ο Μέλιος πήγε
στην πολή, ολομόναχος ώστε να πάει σε σχολείο. Εκεί, θα ζήσει την αδικία και το
δίκιο, την αγάπη και το μίσος, την καλοσύνη και την κακία, τη φιλία και την
έχθρα, αλλά ο μόνιμος συνοδοιπόρος του, σε αυτό το κακοτράχαλο ταξίδι, θα είναι
πάντα το βιβλίο και η δίψα του, η αστείρευτη, για μάθηση.
Επιλέγω χαρακτηριστικά αποσπάσματα για την Αγάπη, μιας
και στις μέρες μας είναι τόσο δυσεύρετη,
και είναι η Πεμπτουσία της Ζωής,που δίνει αληθινό Νόημα και περιεχόμενο
στη λέξη ΆΝΘΡΩΠΟΣ:
«Να γελάς πιο πλούσια
απ' όλους τους ευτυχισμένους.
Να κλαις πιο αληθινά
απ' όλους τους λυπημένους.
Και ν' αγαπάς...
Ν' αγαπάς όπως πρέπει
ν' αγαπηθούν μια μέρα
όλοι οι άνθρωποι...»
απ' όλους τους ευτυχισμένους.
Να κλαις πιο αληθινά
απ' όλους τους λυπημένους.
Και ν' αγαπάς...
Ν' αγαπάς όπως πρέπει
ν' αγαπηθούν μια μέρα
όλοι οι άνθρωποι...»
«…Άμα πεινάς το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις, το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι η αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι κάτι σαν φωτιά. Μα είναι; Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα, άλλος σαν δοξαριά. Τι είναι τέλος πάντων… Κι αν, πάλι, αγάπη είναι κάτι που το λένε «αγάπη», είναι αυτό η αγάπη; Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά; Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ” ένα έρημο δάσος… Αν δεν τ ’ ακούσει κανείς.. είναι κελάηδηγμα; Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού; Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ” αυτό και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι” αγάπη!… Τα μωρά ξέρουν περσσότερα.
Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; Είμαι εγώ». Τρελαίνεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα».
Ένας βαρκάρης θ” αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελο του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί αυτό να είναι αγάπη. Μα είναι; Ποιος να του το πει; Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις. Σε καίει… Σε λιώνει… Εσύ το βλέπεις. Κι αντί να βάλεις τα κλάματα, το ρίχνεις στο τραγούδι.
Είσαι μεθυσμένος και δεν έχεις πιει ούτε στάλα! Αυτό το «πράμα» πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει. Μην το λες πουθενά. Άστο να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ’ όνομά της.
Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις… Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες… θα ‘ χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι και άσκημος. Θα ‘ χεις φρικτά ασκημίσει.
Αλήθεια… αυτό
είναι η αγάπη; Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το
ξέρει.»
0 Σχόλια