Λίγες οι νύχτες με
φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των
άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος
της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα
νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να
το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι
άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν
στη μνήμη∙
νησιά, χρώμα θλιμμένης
Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε
πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους
ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ,
σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την
ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό,
μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός
φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της
πληρωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν
πάνω στο τραπέζι∙
σε τούτο το τυρρηνικό
χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του
γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής
μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα,
και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα
πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της
σελήνης.
Είναι κι αυτός ένας
ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς
για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου
δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και
φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι
από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’
ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η
ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την
Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,
τη Συρία∙
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής, που
‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει
στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες
που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν
τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για
ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο
της έρημος απ’ τις θάλασσες του
Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες
από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα
σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’
αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή
του καθενός μας
ή αυτό που θα ‘λεγες
αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές
συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να
καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο
άνθρωπος μες στους πολέμους∙
ο άνθρωπος είναι
μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙
χείλια και δάκτυλα που
λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν
στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα
τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα
του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι
μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο,
ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν∙
σαν έρθει ο θέρος
προτιμούν να σφυρίξουν
τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι∙
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να
ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες
στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά
τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί
μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι
άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που
μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν,
καιρός του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα
ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως τη σκέψη του
πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν
κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την
αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ‘θελε να
μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που
κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε
κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα
τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι
αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον
πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον
βλέπεις
είτε στο σκοτεινό
βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο
που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο
μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες
ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια
τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνονται στο
χώμα και ξαναφυτρώνουν∙
ρίχνουν κλωνάρια και
ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες∙
ένα παρθένο δάσος
σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με
παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς
γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται
γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και
προχωράει∙
Στάζει τη μέρα στάζει
στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
Να μιλήσω για ήρωες να
μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές
πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες
όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι
του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον
πόνο μας∙ «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε στα σκοτεινά
προχωρούμε...»
Οι ήρωες προχωρούν στα
σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με
φεγγάρι που μ’ αρέσουν.
Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44
Σημείωση:
Όταν τον Απρίλιο του
1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Κάιρο.
Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την ακολούθησε και από την
υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και την Πραιτόρια της Ν. Αφρικής) έζησε τις
διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες
αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγιά του, που εκδόθηκαν
μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο, έχει καταγράψει
τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς
ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την Αντίστασή της συνέχιζε
τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (πείνα, εκτελέσεις,
βασανιστήρια, πυρπολήσεις κτλ.). Οι εμπειρίες αυτές του Σεφέρη βρίσκουν την
ποιητική τους έκφραση στα ποιήματα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄».
Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο Τελευταίος Σταθμός, γραμμένος, σύμφωνα με
την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της
Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές
διπλωματικές υπηρεσίες και είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την
οποία αποχωρούν οι Γερμανοί (από την Αθήνα έφυγαν στις 12 Οκτωβρίου 1944). Το
δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά σε λίγο θ’ αρχίσουν νέες συμφορές: ο
εμφύλιος.
Λίγα λόγια για το ποίημα ο τελευταίος σταθμός και ανάλυση του
ποιήματος:
Ο ποιητής με τον
εισαγωγικό στίχο του ποιήματος:
ομολογεί πως ελάχιστες υπήρξαν οι νύχτες με φεγγάρι που του άρεσαν. Τις νύχτες αυτές μπορείς να διαβάσεις καθαρότερα το αλφαβητάρι των αστεριών και να κατανοήσεις με μεγαλύτερη διαύγεια την αλήθεια της ζωής. Ο απολογισμός, δηλαδή, που ακολουθεί το τέλος της ημέρας, ο οποίος καταλήγει κάποτε σε εύκολες αυταπάτες «βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες», τις νύχτες με φεγγάρι οδηγείται καθαρότερα στις δύσκολες διαπιστώσεις και στην πραγματική διάσταση των πραγμάτων.
Η διάθεση του ποιητή
είναι να μιλήσει για σκληρές αλήθειες, τις οποίες θα προτιμούσε να μην
αποδεχτεί, αλλά του είναι δύσκολο μια τέτοια νύχτα να βγάλει λανθασμένα
συμπεράσματα. Βλέπει πολύ καθαρά το νόημα των γεγονότων που έχει βιώσει και δεν
μπορεί παρά να συνειδητοποιήσει και να παραδεχτεί την αλήθεια τους, όσο πικρή
κι αν είναι για τον ίδιο και για τους υπόλοιπους Έλληνες.
Όσα έχει να πει ο
ποιητής λέγονται τόσο δύσκολα, ώστε επιλέγει να επιβραδύνει τη στιγμή της
επίπονης ομολογίας τους. Συνεχίζει, επομένως, να αναφέρεται στις νύχτες με
φεγγάρι, ξεχωρίζοντας αυτές που κατάφεραν να διατηρηθούν στη μνήμη του.
Όταν ο ποιητής γράφει
τους στίχους αυτούς βρίσκεται κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας και περιμένει μαζί
με άλλους Έλληνες διπλωμάτες την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, για να
επιστρέψει στην Αθήνα. Θα περάσει έτσι μερικές μέρες αναγκαστικής αδράνειας,
κατά τις οποίες θα συνθέσει το πικρό αυτό απολογιστικό ποίημα.
Οι νύχτες με φεγγάρι
που έχουν απομείνει στη μνήμη του ποιητή ήταν είτε σ’ ελληνικά νησιά, όπου το
φεγγάρι βρισκόταν στη χάση του και προσέδιδε στο τοπίο μια γαλήνια θλίψη, όπως
αυτή που διακρίνει κανείς στις εικόνες της Παναγίας, είτε σε χώρες του βορρά
όπου το γεμάτο φεγγάρι μετέδιδε με το φως του μια κατευναστική αίσθηση νάρκης
(υπνηλίας) σε όλο το ταραγμένο τοπίο και στους ανθρώπους που ήταν γεμάτοι
ένταση.
Αν και είναι λίγες οι
νύχτες με φεγγάρι που του άρεσαν, εντούτοις η χτεσινή νύχτα -επαναφορά στο
παρόν- απέκτησε μια μαγευτική ομορφιά καθώς το φεγγάρι πέρασε πάνω απ’ τα
σύννεφα που είχαν φέρει τη φθινοπωρινή μπόρα κι έκανε με το φως του τα σπίτια
της απέναντι πλαγιάς να γυαλίζουν και να λάμπουν σαν να ήταν φτιαγμένα από
σμάλτο. Η ομορφιά της εικόνας που δημιουργεί το φεγγαρόφωτο, βρίσκεται σε πλήρη
αντίθεση με την αλήθεια των συναισθημάτων εκείνων που έχουν μείνει για χρόνια
μακριά από την πατρίδα και ανυπομονούν να επιστρέψουν τώρα που φεύγουν οι
Γερμανοί.
Ο Σεφέρης αναφέρεται
εδώ σ’ εκείνους τους καιροσκόπους πολιτικούς και διπλωμάτες που παρέμειναν
μακριά από την Ελλάδα, όσο κρατούσε ο εφιάλτης της γερμανικής κατοχής, και τώρα
είναι έτοιμοι να επιστρέψουν για να εκμεταλλευτούν τη νεοαποκτηθείσα ελευθερία
της χώρας.
Οι Έλληνες που είχαν τη
δυνατότητα να φύγουν από τη χώρα μόλις έγινε προφανής η ήττα του ελληνικού
στρατού, κυρίως πολιτικοί αλλά και άλλοι πλούσιοι πολίτες, νιώθουν πως είναι
καιρός να εξαργυρώσουν τη μακρόχρονη αναμονή της επιστροφής. Όπως ένα χρέος που
έχει μείνει για καιρό ανεξόφλητο κι έχει αποκτήσει πρόσθετη αξία, όπως ένα
νόμισμα που παρέμεινε φυλαγμένο για χρόνια στο σεντούκι κάποιου φιλάργυρου κι
ήρθε η ώρα να επιστραφεί, έτσι αντικρίζουν οι Έλληνες που βρίσκονται μακριά τα
χρόνια που περίμεναν να αλλάξει η κατάσταση στη χώρα, σαν ένα «χρέος» δηλαδή
που τους οφείλεται και πρέπει να εξοφληθεί.
Τώρα που οι Γερμανοί
φεύγουν είναι ο κατάλληλος καιρός να επιστρέψουν και να εκμεταλλευτούν με κάθε
τρόπο τις νέες καταστάσεις προς όφελός τους, παίρνοντας την εξουσία στα χέρια
τους. Η επιθυμία για την επιστροφή τους
δεν έχει να κάνει με την αγάπη για την πατρίδα, αλλά με την προοπτική μεγάλου
κέρδους, από την εκμετάλλευση των θυσιών του ελληνικού λαού.
Η γαλήνη και η ομορφιά
του τοπίου που προκύπτει απ’ το φως του φεγγαριού, μοιάζει με μια ιδανική στιγμή
για τον απολογισμό όσων πέρασαν. Με τη σιωπή, την απόλυτη ησυχία της βραδιάς,
οι σκέψεις έρχονται πιο εύκολα.
Η προσήλωση του ποιητή
στο φεγγάρι υπήρξε η αφορμή για να σκεφτεί πάνω στα δύσκολα θέματα της
ελληνικής πραγματικότητας. Υπήρξε ένα πρώτο έναυσμα για να προσεγγίσει τις
επίπονες αλήθειες που με δυσκολία μπορεί κάποιος να τις ομολογήσει, αλλά δε
βαστά κιόλας να τις κρατά μέσα του. Μια ομολογία λυτρωτική που γίνεται σ’ έναν
φίλο που ξέφυγε από τη δυναστευόμενη πατρίδα και φέρνει πολύτιμες ειδήσεις για
τ’ αγαπημένα πρόσωπα. Μια ομολογία που γίνεται βιαστικά, προτού προλάβει η
ξενιτιά και οι δολοπλοκίες των εκεί Ελλήνων να αλλοιώσουν την αγνότητά του.
Σε αντίθεση με τους
Έλληνες που βιώνουν τις συντριπτικές συνθήκες της κατοχής και δεν μπορούν παρά
να παλεύουν μέρα με τη μέρα για να επιβιώσουν, οι Έλληνες που βρίσκονται μακριά
και είναι ασφαλείς από τους κατακτητές, το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα
πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και πώς θα αξιοποιήσουν καλύτερα τον πόνο
και την καταστροφή της χώρας τους.
Για τους Έλληνες του
εξωτερικού δεν υπάρχει ο φόβος της επιβίωσης, υπάρχουν μόνο οι υπολογισμοί και
οι μηχανορραφίες για την επόμενη ημέρα, για τη στιγμή της απελευθέρωσης. Τότε
που οι εξαθλιωμένοι Έλληνες θα είναι ευάλωτοι όσο ποτέ και η χειραγώγησή τους
θα είναι πιο εύκολη.
Ο ποιητής αναφέρεται
στις χώρες που είχαν καταφύγει τα μέλη της κυβέρνησης, οι διπλωμάτες και άλλοι
Έλληνες που είχαν τη δυνατότητα διαφυγής, απ’ την κατακτημένη πατρίδα.
Από αυτές τις χώρες
ξεκινούν τώρα όλοι οι αυτοεξόριστοι κι ετοιμάζονται να επιστρέψουν στη
ρημαγμένη Ελλάδα. Στη σκέψη τους έρχονται συχνά περιπτώσεις κρατών που
καταστράφηκαν τελείως και κατέληξαν να χρησιμεύουν μόνο ως βοσκοτόπια και χώροι
καλλιέργειας. Η συσχέτιση αυτών των κρατών με την Ελλάδα, λειτουργεί ως
συνειρμός που εκφράζει την ανησυχία των εξόριστων είτε γιατί -λίγοι απ’ αυτούς-
διατήρησαν ακέραιο το ενδιαφέρον τους για την πατρίδα είτε γιατί -οι
περισσότεροι- φοβούνται πως δε θα μπορέσουν τελικά να ανασυστήσουν το κράτος
και θα χάσουν έτσι την ευκαιρία να αποκομίσουν τα κέρδη που πιστεύουν ότι τους
αναλογούν.
Επιστρέφουν, λοιπόν από
την έρημο κι από τη θάλασσα της Αιγύπτου (εκεί είχε εγκατασταθεί η εξόριστη
ελληνική κυβέρνηση). Επιστρέφουν με τις ψυχές τους μαραμένες από τις αμαρτίες
που σχετίζονταν με το δημόσιο ρόλο τους. Πολιτικοί που είχαν οικειοποιηθεί
χρήματα της χώρας, που είχαν υπονομεύσει ελληνικά συμφέροντα και το κυριότερο
είχαν θέσει τις προσωπικές τους επιδιώξεις πάνω απ’ το καλό του τόπου.
Η θέση του Σεφέρη στο
διπλωματικό σώμα της χώρας του επέτρεπε να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις
μικρότητες, τις δολοπλοκίες και την κενότητα των πολιτικών προσώπων της χώρας.
Ο ποιητής δεν κατονομάζει φυσικά συγκεκριμένα πρόσωπα, μεταφέρει όμως τη σαφή
εικόνα σήψης που κυριαρχούσε στον πολιτικό χώρο του τόπου. Οι πολίτες εμπιστεύονταν
τα συμφέροντα της πατρίδας σε ανερμάτιστους ανθρώπους που ενδιαφέρονταν
αποκλειστικά και μόνο για τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Ο καθένας απ’ αυτούς
είχε κι ένα αξίωμα που τον κρατούσε δέσμιο, όπως ένα πουλί φυλακίζεται μέσα στο
κλουβί του. Ο ίδιος ο ποιητής, για παράδειγμα, έχοντας μια δημόσια θέση δεν
μπορούσε παρά να πράττει σύμφωνα με τις εντολές που του έδιναν. Ανεξάρτητα από
τις προσωπικές του πεποιθήσεις κι ανεξάρτητα από την αποστροφή που του
προκαλούσε η κυρίαρχη διαφθορά, ήταν αναγκασμένος να συμμορφώνεται με τις
απαιτήσεις που απέρρεαν από τη θέση του.
Η θέση που είχε
κατακτήσει καθένας από αυτούς, αποτελούσε τελικά και το βασικό παράγοντα που
ρύθμιζε τις αποφάσεις και τις κινήσεις του. Η εξόριστη κυβέρνηση, άλλωστε,
όφειλε να υπακούει στις οδηγίες των συμμάχων και να περιμένει από εκείνους να
τους υποδείξουν τις υποχρεώσεις τους. Για τους Έλληνες πολιτικούς, το δίχως
άλλο, είναι σύνηθες να κινούνται σαν τις μαριονέτες με βάση τις εντολές που
λαμβάνουν από τους παράγοντες ισχυρότερων κρατών.
Η αναγκαστική αδράνεια
των στελεχών της εξόριστης κυβέρνησης επιτείνει τις εσωτερικές αδυναμίες, τα
αρνητικά στοιχεία κάθε προσώπου. Έτσι, καθώς παραμένουν ανενεργοί, στο βροχερό
τοπίο της ξένης χώρας, οι πληγές τους –τα ελαττώματά τους- γεμίζουν πύον,
χειροτερεύουν, σαν να επέρχεται η θεία δίκη, η τιμωρία για την ανήθικη
συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι αυτοί που έχουν μάθει να ζουν με δόλους και με
την εξαπάτηση των απλών πολιτών, οι άνθρωποι αυτοί που ετοιμάζονται να
εκμεταλλευτούν με το χειρότερο τρόπο το αίμα και τις θυσίες των Ελλήνων πατριωτών,
όσο περιμένουν να έρθει η ώρα της επιστροφής τόσο περισσότερο σαπίζουν οι ψυχές
τους.
Ο ποιητής αισθάνεται
αποτροπιασμό για τα σχέδια των εξόριστων πολιτικών να επιστρέψουν στη χώρα και
να καρπωθούν τις θυσίες των Ελλήνων που έμειναν πίσω κι έδωσαν και τη ζωή τους
για να παλέψουν με τους κατακτητές.
Τα λόγια του Σεφέρη για
τους Έλληνες πολιτικούς μοιάζουν σκληρά, αποδίδουν όμως την ολοκληρωτική
διαφθορά και τη μικροπρέπεια που τους χαρακτηρίζει. Τίποτε δεν μπορεί να
θεωρηθεί πιο ποταπό από τη διάθεσή τους να έρθουν και να πάρουν την εξουσία απ’
τα χέρια εκείνων που πολέμησαν με απόλυτη αυτοθυσία για την πατρίδα τους.
Οι άνθρωποι, όπως
σχολιάζει ο ποιητής, είναι αδύναμοι από τη φύση τους. Μέσα στις δύσκολες
συνθήκες του πολέμου αλλάζουν πολύ εύκολα, αφού δεν έχουν καμία δύναμη
χαρακτήρα. Είναι μαλακοί κι εύπλαστοι, σαν ένα δέμα χόρτα, και προσαρμόζονται
στις καταστάσεις που επικρατούν, επιδιώκοντας όμως πάντοτε και με κάθε κόστος
την προσωπική τους ευχαρίστηση.
Επιθυμούν όλοι την
απόλαυση του έρωτα, αγγίζοντας με τα χείλη και τα δάχτυλα ένα άσπρο στήθος,
μισοκλείνουν όλοι τα μάτια στο φως της ημέρας, και φυσικά είναι όλοι πρόθυμοι,
όσο κουρασμένοι κι αν είναι, να τρέξουν στην παραμικρή υποψία του κέρδους.
Ο Σεφέρης καταγράφει
εδώ τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την πραγματική φύση των ανθρώπων, όπως
αυτή εμφανίζεται όχι στις εύκολες συνθήκες της ειρήνης, αλλά όταν τα πράγματα
δυσκολεύουν και δεν υπάρχουν περιθώρια για υποκρισίες. Όσο κι αν οι άνθρωποι
υιοθετούν εκλεπτυσμένες συμπεριφορές και παρουσιάζουν τον εαυτό τους
καλλιεργημένο και με αρχές, όταν επικρατήσουν οι τραγικές περιστάσεις του
πολέμου, αποκαλύπτεται πως όλοι είναι ίδιοι, με τις ίδιες επιθυμίες και τα ίδια
ελαττώματα.
Ο άνθρωπος είναι
εύπλαστος και μαλακός σαν το χόρτο, δεν έχει την αναγκαία ηθική δύναμη να
διατηρήσει τις αξίες του. Μόλις τα πράγματα δυσκολέψουν λειτουργεί με τα ζωώδη
ένστικτα επιβίωσης και κοιτάζει πώς θα κατορθώσει να κρατηθεί στη ζωή. Σαν ένα
διψασμένο χόρτο που απλώνει παντού τις ρίζες του για να βρει νερό, έτσι κι
άνθρωπος κάνει καθετί για να επιβιώσει, εκδηλώνοντας παράλληλα την άπληστη
ανθρώπινη φύση που αναζητά, όχι μόνο τα αναγκαία, αλλά και τα επιπλέον, το
κέρδος και την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τους άλλους.
Είναι, μάλιστα, τόσο
αδύναμοι οι άνθρωποι, ώστε όταν έρθει η ώρα του θερισμού, όταν ξεκινήσει ο
πόλεμος ή οι δυσκολίες, προτιμούν να δουν τα δρεπάνια στα χωράφια των άλλων.
Προτιμούν, δηλαδή, να δουν τους άλλους να θυσιάζονται και να πληρώνουν το
τίμημα κι εκείνοι να παραμένουν αμέτοχοι και μακριά από τον κίνδυνο.
Όταν έρθει η ώρα του
κινδύνου άλλοι φωνάζουν και καταφεύγουν σε ανούσιους εξορκισμούς προσπαθώντας
να διώξουν μακριά το κακό, θυμίζοντας τις πεποιθήσεις των αρχαίων ότι με τις
κραυγές και τις θορυβώδεις τελετές μπορούσαν να ξορκίσουν και να απομακρύνουν
τους δαίμονες. Άλλοι στρέφουν την προσοχή τους στα πολύτιμα αγαθά τους,
δείχνοντας μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να σώσουν ό,τι αποτελεί την περιουσία
τους. Άλλοι, τέλος, καταφεύγουν σε κενές ρητορείες, μιλώντας για το χρέος προς
την πατρίδα, χωρίς να έχουν όμως την απαιτούμενη δύναμη για να στηρίξουν τα
λόγια τους με πράξεις.
Τίποτε από αυτά όμως
δεν ωφελεί αν δεν υπάρχουν εκεί ζωντανοί άνθρωποι. Σε τι να χρησιμεύσουν τα
ξόρκια, τα υλικά αγαθά και τα μεγάλα λόγια, όταν η επέλαση του κακού έχει
διώξει μακριά του ζωντανούς ανθρώπους.
Ο ποιητής πάντως, μη
θέλοντας να αδικήσει τους συγκαιρινούς του, αναρωτιέται, μήπως ο άνθρωπος είναι
κάτι διαφορετικό απ’ αυτό το αδύναμο ον που τρέμει μπροστά στις δυσκολίες,
μήπως είναι αυτός που δημιουργεί τη ζωή.
Σε κάθε περίπτωση,
όμως, ο καιρός θα δείξει την πραγματική υπόσταση κάθε ανθρώπου, μιας και στη
ζωή παίρνουμε τελικά ό,τι δίνουμε. Όποια είναι η προσφορά και η στάση καθενός
στις κρίσιμες ώρες, θα είναι ανάλογη και η ανταπόδοση που θα λάβει όταν έρθει ο
κατάλληλος καιρός και παύσουν οι δυσκολίες.
Ο ποιητής κατανοεί πως
τα λόγια του είναι πολύ πικρά και πως κάποιοι ίσως θεωρήσουν ότι είναι
υπερβολικά αυστηρός, γι’ αυτό και επιφυλάσσεται για την επιβεβαίωση των λόγων
του, όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός, ο «καιρός του θερίζειν».
Ο Σεφέρης αναγνωρίζει
πως οι διαπιστώσεις του για το αδύναμο και το διεφθαρμένο της ανθρώπινης φύσης
ακούγονται κάπως κοινότοπες και προλαβαίνει τις πιθανές αντιρρήσεις του φίλου
του, που είναι ο αποδέκτης αυτών των λόγων (Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου
πεις φίλε).
Κι όμως, δηλώνει ο
ποιητής, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος να αλλάξει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων
που έφυγαν χωρίς να το θέλουν από την πατρίδα τους, τη σκέψη εκείνων που
πιάστηκαν αιχμάλωτοι κι εκείνων που ένιωσαν την πλήρη εξαθλίωση, σαν να είναι
απλά αντικείμενα, θα διαπιστώσει πως είναι αδύνατο.
Οι άνθρωποι που βιώνουν
τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου, επιστρέφουν στον ίδιο βασικό τρόπο
σκέψης, στην ανάγκη της επιβίωσης και συνάμα εκείνοι που βρέθηκαν μακριά από
την πατρίδα τους στην ανάγκη της επιστροφής στον τόπο του.
Θα πρέπει να τονιστεί
πως ο Σεφέρης πέρα από τη στηλίτευση της συμπεριφοράς των πολιτικών κι εκείνων
που περιμένουν ανυπόμονα να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να πάρουν τον έλεγχο
της εξουσίας, αναφέρεται και στους ανθρώπους που -όπως ο ίδιος- βρέθηκαν μακριά
από την Ελλάδα και επιθυμούν να επιστρέψουν από αγάπη για τον τόπο τους.
Θα μπορούσαν, λοιπόν,
οι εξόριστοι να παραμείνουν στη χώρα των απολίτιστων και να αισθάνονται ότι
υπερέχουν από τους υπόλοιπους, έχοντας δυνάμεις -κυρίως πνευματικές- τις οποίες
όμως δεν τις χρειάζεται κανείς. Θα μπορούσαν να περιφέρονται στους κάμπους με
τους αγάπανθους και να βλέπουν τις τελετές των γηγενών, που με τις προσωπίδες
τους χορεύουν στο ρυθμό απ’ τα τουμπελέκια, αποδίδοντας φόρο τιμής στον άρχοντά
τους. Μα όλα αυτά δεν είναι αρκετά, όλα αυτά δεν έχουν νόημα, τη στιγμή που θα
βρίσκονται μακριά απ’ την πατρίδα τους.
Στο μυαλό των εξόριστων
-που διατηρούν ακέραιη την αγάπη τους για την πατρίδα- εκείνο που κυριαρχεί
είναι ο τόπος τους, που τον χτυπάνε και τον καίνε σαν ένα πεύκο. Την πατρίδα
τους βλέπουν όπου κι αν κοιτούν, είτε στα σκοτεινά βαγόνια που με άθλιες
συνθήκες μεταφέρονται αιχμάλωτοι Έλληνες σε άλλες χώρες είτε σ’ ένα πλοίο που
έχει πυρακτωθεί κι είναι στατιστικώς βέβαιο πως θα βουλιάξει.
Εικόνες συμφοράς,
εικόνες που εκφράζουν την έντονη ανησυχία για την πατρίδα, είναι αυτές που
έχουν ριζώσει στο μυαλό των προσφύγων και τίποτε δεν μπορεί να τις απομακρύνει.
Όπως τα μεγάλα δέντρα στα παρθένα δάση που πολλαπλασιάζονται με το να ρίχνουν
τα κλωνάρια τους στη γη, κι από αυτά γεννιούνται νέα δέντρα, καλύπτοντας ολοένα
και μεγαλύτερες εκτάσεις, έτσι οι φρικτές αυτές εικόνες, όχι μόνο έχουν
ριζώσει, αλλά συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται κυριεύοντας πλήρως τη σκέψη των
ανθρώπων που νοσταλγούν την πατρίδα τους και δεν τους επιτρέπουν να ξεχάσουν
όλους εκείνους τους φίλους τους που πέθαναν στον αγώνα της αντίστασης κατά των
κατακτητών.
Κι αν σου μιλάω, λέει ο
ποιητής στο φίλο του με παραμύθια και παραβολές, με μεταφορές δηλαδή και
αναλογίες, είναι γιατί έτσι ακούγονται ευκολότερα όσα φρικτά θέλω να σου πω. Οι
εικόνες φρίκης του πολέμου είναι τόσο έντονες και τόσο αποτροπιαστικές, ώστε θα
ήταν αδύνατο να διατυπωθούν, χωρίς να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια όποιου ακούει.
Ο μεταφορικός λόγος είναι γλυκύτερος από την πραγματική αποτύπωση της συμφοράς
που είχε βρει τον ελληνισμό. Άλλωστε, η φρίκη του πολέμου είναι ακόμη ζωντανή
και κυρίαρχη -δεν αποτελεί παρελθόν-, βρίσκεται μέσα σε κάθε Έλληνα πατριώτη
και μέρα-νύχτα στάζει τις πικρές της αναμνήσεις, αποτελώντας μια διαρκή
υπενθύμιση των ακραίων καταστάσεων που αναγκάστηκαν να ζήσουν όσοι γνώρισαν
αυτόν τον πόλεμο.
Οι ήρωες προχωρούν στα
σκοτεινά.
Κι αν θέλεις να σου
μιλήσω για ήρωες, συνεχίζει ο ποιητής, αν θέλεις να ακούσεις για πραγματικούς
ήρωας, θα σου μιλήσω για τον Μιχάλη που έφυγε μια νύχτα απ’ το νοσοκομείο,
έχοντας ακόμη ανοιχτές της πληγές του, και σέρνοντας το πόδι του ούρλιαζε απ’
τον πόνο. Περπατούσε στην υποχρεωτικά συσκοτισμένη πολιτεία (οι Γερμανοί είχαν
επιβάλει να σβήνονται τα φώτα, για να μη βρίσκουν στόχο τα αντίπαλα
βομβαρδιστικά) και φώναζε αγγίζοντας τον πόνο μας πως προχωράμε και πηγαίνουμε
στα σκοτεινά. Τα λόγια του Μιχάλη εκφράζουν τις σκέψεις όλων των Ελλήνων, καθώς
ο αγώνας και όλες τους οι προσπάθειες γίνονταν χωρίς καμία επίγνωση για το τι
πρόκειται να συμβεί στο μέλλον. Αγωνίζονταν και πάλευαν κατά των Γερμανών,
χωρίς εγγυήσεις και χωρίς φτηνές προσδοκίες κέρδους, όπως έκαναν οι καιροσκόποι
πολιτικοί. Οι Έλληνες αγωνίζονταν για την ελευθερία τους, έστω κι αν ο αγώνας
τους έμοιαζε καταδικασμένος, έστω κι αν δεν μπορούσαν να ξέρουν τι θα φέρει η
επόμενη μέρα, μετά την αδιανόητη καταστροφή που είχε χτυπήσει τη χώρα τους.
Οι ήρωες επομένως
προχωρούν στα σκοτεινά, γιατί δεν θυσιάζονται προσδοκώντας το κέρδος και γιατί
δεν έχουν ανάγκη από εγγυήσεις για να παλέψουν για την πατρίδα τους. Πολεμούν
και πεθαίνουν από αγάπη κι αυτό είναι ένα αίσθημα που μόνο οι γνήσιοι ήρωες
μπορούν να γνωρίσουν.
16
Το ποίημα κλείνει με
σχήμα κύκλου, καθώς έχουμε επαναφορά του αρχικού στίχου. Η αλλαγή στο χρόνο του
ρήματος, από τον αόριστο «μ’ αρέσαν», στον ενεστώτα «μ’ αρέσουν», εκφράζει την
πεποίθηση του ποιητή πως οι δύσκολες στιγμές των προηγούμενων χρόνων δεν
πρόκειται να τερματιστούν εκεί. Ο ποιητής νιώθει πως και στη συνέχεια θα
υπάρξουν εξίσου δυσάρεστες στιγμές, γι’ αυτό και επαναδιατυπώνει το στίχο
δίνοντάς του πλέον μια διαχρονικότερη διάσταση.
0 Σχόλια