Μικρό Αφιέρωμα από το Λογοτεχνικό περιβόλι στη ζωή και το έργο του πολυτάλαντου Γιάννη Σκαρίμπα .

Μικρό Αφιέρωμα από το Λογοτεχνικό περιβόλι στη ζωή και το έργο του πολυτάλαντου Γιάννη Σκαρίμπα .









Γιάννης Σκαρίμπας

(1893 – 1984)


Σαν σήμερα στις 21 Ιανουαρίου  του 1984, ταξίδεψε για την αιωνιότητα ο πολυτάλαντος  ποιητής , πεζογράφος , λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας,  Γιάννης  Σκαρίμπας.
Αφήνοντας πίσω του ένα   έργο  εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Εισήγαγε επίσης υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας.
Ο μπαρμπα-Γιάννης πολιτογραφήθηκε μέσα μας σαν μια συνείδηση, τόσο εθνική όσο και λαϊκή. Ήταν ένας απέραντος  ωκεανός λαϊκής σοφίας,  με έντονα αγωνιστικά αισθήματα  και υπήρέτης της ανεπίτίδευτης Αλήθειας.



Πότε θυμόσοφος, πότε  οργισμένος,  πότε είρωνας σαρκαστής ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν η φωνή του καθένα μας.


Στοχαστής μοναδικός και φύση ανήσυχη δεν μπόρεσε ποτέ του να βολευτεί με τη συμβατικότητα. Έμεινε απροσκύνητος,  αυθεντικός, αληθινός και   ταπεινόφρων ως το τέλος , χωρίς ποτέ του να θεωρεί  τον εαυτό του σημαντικό…

Έτρεφε  μια ιδιαίτερη θέρμη και πάθος  για τον Καραγκιόζη ,που τον θεωρούσε το γνησιότερο είδος λαϊκού θεάτρου αφού μέσα απ’ αυτόν εκφράζονταν τα όνειρα κι οι καημοί του λαού κι ακόμα γιατί οι ρίζες του βυζαίνουν στην αρχαία μας παράδοση.
 Έγραφε σχετικά με το θέμα αυτό σε κάποιο βιβλίο του:


 
Η γλώσσα του χαρακτηρίζεται από ένα ρεαλισμό και αναρχισμό, που αν και διαθέτει στίχους-ακούσματα του παράλογου ,λειτουργεί εράσμια για τον θεατή ή αναγνώστη, αλλά εξαιρετικά διαβρωτικά για τον κόσμο της αστικής σοβαροφάνειας. Γλώσσα, θα έλεγε κανείς, σαν βαρύ ηχητικό σχήμα που δηλώνει όμως κατηγορηματικά και με αφοπλιστική ειλικρίνεια «Η αναποδιά με μαγεύει, με τραβάει εμένα το απρόβλεπτο, η αποτυχία και η γκάφα».
Η γλώσσα με τις ιδιορρυθμίες της όπως ακούγεται από τους ήρωές του ξαφνιάζει με τους κλυδωνισμούς και την ειρωνεία της, καθώς αποτελεί προϊόν μιας ολότελα πρωτοποριακής και ιδιάζουσας τεχνοτροπίας, είναι μια γλώσσα εύμολπης, συναισθηματικής τρυφερότητας, που ρέει ασίγαστα παρασύροντας τον αναγνώστη όλο και πιο βαθιά στην εξέλιξη του μύθου, μια γλώσσα λυγμική και παράλογη χωρίς όμως κανένα ίχνος αυτοματικής γραφής.


Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του:

Ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν γόνος ιστορικής οικογένειας από την Αγία Ευθυμία της Φωκίδας, αφού ο πατέρας του, Ευθύμιος Σκαρίμπας, ήταν απόγονος αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο σχολαρχείο του Αιγίου και τις ολοκλήρωσε στην Πάτρα στο Α' Γυμνάσιο Πατρών. Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό ως ανθυπασπιστής στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Διορίστηκε τελωνοσταθμάρχης στην Ερέτρια (πρώην Νέα Ψαρά) και το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, για να εργαστεί εκεί ως εκτελωνιστής.

Στα γράμματα εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1910 με ποιήματα και πεζά που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας και στις εφημερίδες Εύριπος και Εύβοια της Χαλκίδας, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κάλλις Εσπερινός. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση με το πραγματικό του όνομα έγινε το 1929, όταν έλαβε το Α΄ βραβείο διηγήματος για το πεζό Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραΐτης, το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά. Ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν ό σημαντικότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα γιατί τόσο το εικονοκλαστικό του ύφος όσο και ή ιδιόρρυθμη γλώσσα πού χρησιμοποίησε στα έργα του,προκάλεσε αίσθηση για την εποχή εκείνη.

Ο μπαρμπα-Γιάννης Σκαρίμπας, όπως ήταν γνωστός στους φίλους του, έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα και ταξίδεψε ελάχιστα.
Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1984 και τάφηκε στο κάστρο του Καράμπαμπα.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας υπήρξε μια πολυδιάστατη φυσιογνωμία των Ελληνικών Γραμμάτων αφού ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του γραφτού λόγου ,διήγημα, νουβέλα, ποίηση, μυθιστόρημα, ιστορικό δοκίμιο, θέατρο, Καραγκιόζη, σχολιογραφία κ.λ.π.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του συνόλου των κριτικών και των μελετητών του στη χώρα μας, σφράγισε με την παρουσία του την ελληνική ηθογραφία, για να συνεχίσει αργότερα σε άλλους χώρους που δεν είχαν καμιά σχέση με τον παραδοσιακό τρόπο γραφής.

Η πρώτη του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στα 1929, όταν απέσπασε ομόφωνα το πρώτο βραβείο του Διαγωνισμού του περιοδικού «Νεοελληνικά Γράμματα για «το πρωτότυπο ύφος του, την εκρηκτική του γλώσσα και τις πλούσιες εικόνες του που μοιάζουν με λαϊκές ζωγραφιές». Έτσι καθιερώθηκε από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σαν συγγραφέας με δικό του προσωπικό ύφος, το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα» ύφος, όπως το αποκάλεσε τότε ο Κόντογλου αλλά και άλλοι μετέπειτα μελετητές του.

Μα ο Σκαρίμπας πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό με φαντασία αχαλίνωτη θα προχωρήσει τρία (3) χρόνια αργότερα (1932) στην έκδοση ενός καινούριου βιβλίου του («το θείο τραγί») και στα 1935 ενός άλλου βιβλίου του (ο «Μαριάμπας») του ίδιου με το προηγούμενο style. Και στα δυο αυτά βιβλία, όλα έρχονται τα πάνω – κάτω: Το γράψιμο γίνεται πιο άτσαλο, πιο αναρχικό. Το πραγματικό μπλέκεται με το φανταστικό, το κωμικό με το δραματικό. Και για πρώτη φορά το παράλογο θα κάμει την εμφάνισή του στη Λογοτεχνία μας. Αυτό θα φανεί πιο έντονα και στο πρώτο θεατρικό έργο του Σκαρίμπα τον «ήχο του κώδωνος» που παίχτηκε στη Χαλκίδα στα 1942.

Συνεχίζουμε εδώ την απαρίθμηση και άλλων έργων του Σκαρίμπα: Το Βατερλό δυο γελοίων, η Μαθητευόμενη των τακουνιών, Σπαζοκεφαλιές στον ουρανό, Τυφλοβδομάδα στη Χαλκίδα, όλα γραμμένα στο ίδιο παράλογο ύφος. Ο Σκαρίμπας παράλληλα με τον πεζό λόγο ασχολήθηκε και με την ποίηση που παρά τις ακροβασίες που έκανε στο στίχο και στη φόρμα της διατήρησε τη μουσικότητά της. Δεν ήταν κοινωνική ή πολιτική η μορφή της Σκαριμπικής ποίησης. Ήταν απλώς τραγούδι. Ελεγειακό ή ερωτικό είχε αυτό το περίφημο «α-λα-Σκαρίμπα» ύφος. Πολλά από τα ποιήματα του Σκαρίμπα μελοποιήθηκαν από αξιόλογους συνθέτες όπως:
 (Γ. Σπανός, Σαρ. Κασάρας, Χρ. Λεοντής, Ν. Άσιμος κ.ά.) και κυκλοφόρησαν σε δίσκους.

Λόγια Σοφίας του Γιάννη Σκαρίμπα μέσα από το συγγραφικό του έργο:


Από τη μέρα που ένας άνθρωπος ξεστόμισε ότι «αυτό είναι δικό μου», από τη στιγμή εκείνη γεννήθηκεν η βία και το ψέμα.

«Το  ’21  και η Αλήθεια»
Λυπάμαι μόνο ό,τι είναι ακίνητο και άψυχο και δεν μπορεί να αισθάνεται.

«Το Θείο Τραγί»

Εγώ δε γνώρισ’ ακόμα μήτ’ έναν που να μολογήσει έστω και εμπιστευτικά πως είναι παλιάνθρωπος ή τουλάιστο να το παραδεχτεί τέτοιο πράμα.
«Το Θείο Τραγί»


'' Ο έρωτας θ' ανακαλύπτεται πάντοτε και θα 'ναι πάντα νέα Ιστορία τα άνθη''
 (Ο ήχος του κώδωνος, Πράξ. 1η, Σκ. 3η)
'' Όλα τα πράγματα κοιτάζουν τον άνθρωπο''
 (Ο ήχος του κώδωνος, Πράξ. 1η, Σκ. 3η)
'' Με την να την λέω (τη γυναίκα μου) όλο πουλάκι μου έκαμε κι αυτή φτερά και πάει κατά διαόλου''
(Η κυρία του τραίνου, Πράξ. 2η, Σκ. 1η)
''Ο ιερωμένος είναι απόστολος και όχι κάνας Υφυπουργός ή δημόσιος Υπάλληλος''
( Ο Πάτερ Συνέσιος, Πραξ. 2η Σκ.3η)
''Το ζήτημα δεν είναι να μη θέλουμε το κακό αλλά να μην μπορούμε να το ποιώμεν''
( Ο Πάτερ Συνέσιος, Πραξ.2η, Σκ.3η)
''Δεν αμαρτάνει κανείς με μια γριά εκτός αν είναι διεστραμμένος''
 ( Ο Πάτερ Συνέσιος, Πραξ. 2η, Σκ.3η)
''Εν πολέμω σκοτώνουμε χωρίς το φόβητρο του Νόμου''
(Η κυρία του τραίνου, Πράξ. 2η, Σκ. 4η)
''Ή μην δεν θάσαν ωραία τα παράσημα αν παρασημοφορεμένοι  δεν υπήρχαν;''
 (Η κυρία του τραίνου, Πράξ. 2η, Σκ. 4η)
''Στην ουράν αυτή της παλιανθρωπιάς εννοώ υπάρχει τόσος συνωστισμός ώστε ο κατορθώνων να φτάσει στη θυρίδα να θεωρείται από τους άλλους τυχερός''
 (Η κυρία του τραίνου, Πράξ. 2η, Σκ. 4η)
''Τα μαχαιροπίρουνα της ήσαν πολύ τρυφερά για τη μπριζόλα που μου σερβίρισε''
(Η κυρία του τραίνου, Πράξ. 2η, Σκ. 4η)



''Δεν υπάρχει πιο άγριο θηρίο απ' τον άνθρωπο που κατέχει δύναμη όσο και το πάθος του''
''Εμείς μόνο ένα σύνορο ξέρουμε της ζωής και του θανάτου, μια πατρίδα γνωρίζουμε όλοι μας των σολών μας το πάτι''
''Ούτε άθεος ούτ' ένθεος αγνοούμεθα αμοιβαίως''. Μολονότι έχει γράψει κατά της εκκλησίας σίγουρα δεν είναι άθρησκος. ''Είμαι θρησκευόμενος με την έννοια ότι ψάχνω το ανεύρετο. Δε θέλω τους θεοσεβούμενους και τους μελετητές. Βρίσκομαι όμως πολύ εγγύτερα στο Θεό από τη μάνα σου. Να τον μαχόμαν; Θα του 'δινα δουλειά ενώ εγώ είμαι άνθρωπος φιλήσυχος''
(Η κυρία του τραίνου, Πράξ. 2η, Σκ. 2η)



''Υπάρχουν λύπες που είναι πιο φτηνές κι από το πίτουρο όπως:
 «Τα συλλυπητήρια τηλεγραφήματα''
(Η κυρία του τραίνου, Πραξ. 2η, Σκ. 4η)


Ας θυμηθούμε τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματά του:


Με το πρώτο που έχει σφραγιστεί  στη μνήμη και στις καρδιές όλων μας με την επιτυχημένη
μελοποίηση  από τον συνθέτη  Γιάννη  Σπανό, που  πρώτος προσέγγισε την λυρική ατμόσφαιρα του ποιήματος με τρόπο θα λέγαμε ιδανικό και διπλή ερμηνεία, παραθέτοντας σε κοινή απόλαυση και ελεύθερη σύγκριση τα δύο τραγούδια.
 Με τις δύο εν πολλοίς ισάξιες φωνητικά ερμηνείες: εννοούμε και την πρώτη εκτέλεση του Κώστα Κάραλη και την νεότερη, του Δημήτρη Μπάση.
Ας τα απολαύσουμε και τις δυό εκτελέσεις:







 





«Σπασμένο Καράβι»

Σπασμένο καράβι να 'μαι πέρα βαθειά
έτσι να 'μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι

Να 'ν' αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω-γύρω
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω

Να 'ν' η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να 'ναι
και τα βράχια κατάπληχτα και τ' αστέρια μακριά
να κοιτάνε

Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι

Έτσι να 'μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να 'μαι
σ' αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι




«Φαντασία»

Νάναι σα να μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,
καί σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.

Και νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι’ άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά
όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.

Κι όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός
για ένα – με γυάλινα πανιά – πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:
έξω απ' τον κύκλο των νερών – στά χάη.

Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο άνεμος μαζί
πέρ' από τόπους και καιρούς, έως ότου – φως μου –
(καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)
βγούμε απ' την τρικυμία ατού του κόσμου...


«Χαλκίδα»

Νάν' σπασμένοι οι δρόμοι, νa φυσάει ο νότος
κι εγώ καταμονάχος καi νa λέω: τί πόλη!
νa μην ξέρω αν είμαι –μέσα στην ασβόλη–
ένας λυπημένος πιερότος!

Φύσαε –είπα– ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα,
ω Χαλκίδα –πόλη (έλεγα) καί φέτος
ήμουν –στ' όνειρό μου είδα– Περικλέτος,
πάλι Περικλέτος ήμουν –είδα…

Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοι μου οι κόποι
πάν' σε ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια,
ως θερία, ως δέντρα –αναγλυμένοι– ως ψάρια
τά όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.

Τώρα; Πόλη, τρέμω τα γητέματά σου
κι είμαι ακόμα ωραίος σαν το Μάη μήνα,
κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα
και να κλαίω εγώ στα γόνατά σου.

Έτσι νάν' σπασμένοι, να φυσά απ’ το νότο
και με πίλο κλόουν νά γελάς, Χαλκίδα:
Άχ, νεκρόν στο χώμα –νά φωνάζεις– είδα
έναν μου ακόμη πιερότο! . . .




Δημοσίευση σχολίου

1 Σχόλια