Ο Κρητικός του Διονύσιου Σολωμού

Ο Κρητικός του Διονύσιου Σολωμού




Λίγα λόγια για το ποίημα :

Ο «Κρητικός» είναι αφηγηματικό ποίημα, σε πέντε μέρη,  και γράφτηκε πριν από 182 χρόνια, την περίοδο 1833 -1834.
Ποίημα της ωριμότητας του ποιητή με το οποίο η ελληνική ποίηση μπαίνει θριαμβευτικά στον πνευματικό χώρο της Ευρώπης και παίρνει τη θέση της πλάι στα υψηλότερα υποδείγματα της ευρωπαϊκής ποίησης.
Η αξία του «Κρητικού» έγκειται στην απαράμιλλη λυρικότητα του και στην υποβολή που ασκούν μέχρι σήμερα στον αναγνώστη τα υψηλά, αν και κρυπτικά νοήματά του. Πρώτη φορά το ποιητικό αυτό έργο εκδόθηκε από τον Ιάκωβο Πολυλά το 1859 (έκδοση των Ευρισκομένων).
Οι στίχοι είναι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, όπως ακριβώς οι στίχοι του Ερωτόκριτου, ενώ επίσης παρατηρείται τομή στην 8η συλλαβή κάθε στίχου, χωρίζοντας τους σε δύο ημιστίχια.

Τι πραγματεύεται το ποίημα;


Το ποίημα πραγματεύεται την περιπέτεια ενός ναυαγού (που δεν κατονομάζεται) από την Κρήτη, απ' όπου έχει αναγκασθεί να φύγει ύστερα από την καταστολή της επανάστασης και τις διώξεις των Τούρκων το 1823-1824. Το πλοίο βυθίζεται και ο Κρητικός βρίσκεται στη θάλασσα, προσπαθώντας μάλιστα να σώσει την αγαπημένη του από τα άγρια κύματα, την οποία και κρατά στο ένα του χέρι. Από εκείνο το σημείο ξεκινάει η αφήγηση με την τεχνική in medias res, απ' το μέσο δηλαδή της υπόθεσης.


Το ποίημα συνδυάζει το επικό, το δραματικό και το λυρικό στοιχείο. Θεωρείται, σύμφωνα και με τον Λίνο Πολίτη, «σταθμός στην ποιητική πορεία του Σολωμού, το πρώτο από τα μεγάλα έργα της εντελώς ώριμης περιόδου του» και «ποίημα - κλειδί, που ανοίγει και μας οδηγεί προς τα ώριμα πνευματικά πεδία του, αλλά πριν από όλα μας εισάγει στη δική του αυτοδύναμη περιοχή» κατά τον Γιάννη Δάλλα.

Πηγή έμπνευσης του ποιητή στάθηκαν πραγματικά γεγονότα της επανάστασης στην Κρήτη: «κατάληψη της Μεσαράς και έπειτα των Σφακιών από τους Τούρκους στα 1823-24 και φυγή χιλιάδων Χριστιανών με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο».
Το κείμενο του ποιήματος αναπαράγει το τραγούδι ενός πρόσφυγα Κρητικού, που μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του αναπολεί τα περασμένα, πλεγμένα γύρω στο περιστατικό που καθόρισε τη ζωή του. Περιληπτικά η υπόθεση των πέντε μερών: «(1-2) Ναυαγός ο Κρητικός προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του μέσα στην τρικυμία (3-4) Η τρικυμία παύει απότομα και μπροστά του φανερώνεται μια "φεγγαροντυμένη" θεϊκή μορφή·(5), όταν η οπτασία χαθεί, θ’ ακουστεί ένας μαγευτικός απόκοσμος ήχος που θα συνεπάρει την ψυχή του ναυαγού κι όταν ο ήχος σωπάσει, θα φτάσει αυτός στην ακρογιαλιά, θ’ αποθέσει εκεί την αγαπημένη του, αλλά θα είναι πεθαμένη».
Ας το διαβάσουμε:

«Ο Κρητικός»

***

Εκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι
αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!
Τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπισω στ’ άλλο,
πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλο
τα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχαν,
Οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.
***
Πιστέψετε π’  ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια,
μα τές πολλές λαβωματιές πού μόφαγαν τα στήθια,
μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας,
μα την ψυχή πού μ' έκαψε τον κόσμο άπαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι εγώ το σάβανο τινάζω,
και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω:
«Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;
Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι ο,τι σας μοιάζει.
Καπνός δε μένει από τη γή νιος ουρανός εγίνη.
Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.
—Ψηλά την είδαμε πρωί  της τρέμαν τα λουλούδια
Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια
έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,
κι έδειχνεν ανυπομονιά για να ’μπη στο κορμί της
ο Ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,
το κάψιμο αργοπορούνε ο κόσμος ο αναμμένος
και τώρα ομπρός την είδαμε ογλήγορα σαλεύει
Όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).
***
Ακόμη εβάστουνε η βροντή...
κι ή θάλασσα, πού σκίρτησε σαν το χοχλό πού βράζει,
ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τα’ αστρα
κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
κάθε ομορφιά να στολιστή και το θυμό ν’ αφήση.
Δεν ειν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
Όμως κοντά στην κορασιά, πού μ’ έσφιξε κι εχάρη,
εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι
και ξετυλίξει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ετρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.
***
Εκοίταξε τα’ αστέρια, κι εκείνα αναγάλλιασαν,
και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν
κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνη,
κυπαρισσένιο ανάερα τα’ ανάστημα σηκώνει,
κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει,
κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ’ εμέ πού βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,
καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμήθρα,
όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει
την κοίταζα ό βαριόμοιρος, μ’ έκοίταζε κι εκείνη.
Έλεγα πώς την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
καν τα’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου
ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,
που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει
σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζη
ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.
Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,
Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου,
που ετρέμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου.
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου
βλέπουνε μες στην άβυσσο και στην καρδιά τα’ ανθρώπου,
κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:
«Κοίτα με μες στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι
Όμως εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου
τ’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μού τα’ αδράξαν,
την αδελφή μου ατίμησαν κι αμέσως την έσφαξαν,
τον γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ,
και την αυγή μου ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
Στην Κρήτη...
Μακριά ’πο κειθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου και εβγήκα.
Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ’χω
σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο».
***
Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,
κι εδάκρυσαν τα μάτια της, κι έμοιαζαν της καλής μου.
Εχάθη, αλιά μου! αλλ’ άκουσα του δακρύου της ραντίδα
στο χέρι, πού ‘χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.
— Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,
π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι
χαρά δεν του ‘ναι ο πόλεμος τα’ απλώνω του διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι
κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν
αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,
και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ' αστροπελέκι σκάει,
κι η θάλασσα να καταπιή την κόρη αναζητάει,
ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,
Και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει
τα κύματα έσχιζα μ’ αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα,
με δύναμη πού δεν είχα μήτε στα πρώτα νιάτα,
μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,
μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,
μήτε όταν τον μπομπο - Ίσούφ και τς άλλους δύο βαρούσα
σύρριζα στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα.
Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου -
κι αυτό μου τ’ αυξαιν’, - έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου.
Αλλά το πλέξιμ’ άργουνε και μου τ’ αποκοιμούσε,
ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,
του δέντρου και του λουλουδιού πού ανοίγει και λυγάει
δεν είν’ αηδόνι κρητικό, που παίρνει τη λαλιά του
σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,
κι αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,
κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια
δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό, οπού τ’ αγρίκαα μόνος
στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος
κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπη
και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι
κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθερίας ελπίδα
κι έφώναζα: ώ θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!
κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι
καλή ’ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζη,
ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζη
δεν είναι λόγια ήχος λεπτός ....
δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.
Αν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα
σαν του Μαγιού τες ευωδιές γιόμιζαν τον αέρα,
γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι....
Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
Μ’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και να ’μπη δεν ημπόρει
ο ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη
με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω
τη σάρκα μου να χωρισθώ για να τον ακλουθήσω.
Έπαψε τέλος, κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου
πού εστέναξε κι εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου
και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,
την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.






Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια