....Μια προσταγή μέσα
μου:
– Σκάψε! Τι ΄βλέπεις;
– Ανθρώπους και πουλιά,
νερά και πέτρες!
– Σκάψε ακόμα! Τι
βλέπεις;
– Ιδέες και ονείρατα,
αστραπές και φαντάσματα.
– Σκάψε ακόμα! Τι
βλέπεις;
– Δε βλέπω τίποτα!
Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα ‘ναι θάνατος.
– Σκάψε ακόμα!
– Αχ! Δεν μπορώ να
διαπεράσω το σκοτεινό μεσότειχο! Φωνές γρικώ και κλάματα, φτερά γρικώ στον άλλο
όχτο!
– Μην κλαις! Μην κλαις!
Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάματα και τα φτερά είναι η καρδιά
σου!
Πέρα από το νου, στον
ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από
το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.
Ψυχανεμίζομαι πως η
μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου. Μα
το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.
Ποιο είναι το χρέος
μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν’
ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.
Περπατώ στ΄αφρόχειλα
της άβυσσος και τρέμω. Δύο φωνές μέσα μου παλεύουν.
Ο νους: «Γιατί να
χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων
χρέος μας ν’ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»
Και μια άλλη μέσα μου
φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει:
« Όχι! Όχι! Ποτέ μην
αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπάς τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν
τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»
0 Σχόλια