Βαρέθηκα τα γύρω μου
βιβλία και τα πολλά μου τα τετράδια
τους τοίχους που
τριγυρίζουνε την κάμαρά μου
θέλω να ακινητήσω με
λόγια από μπετόν.
Οι τοίχοι ζουν
στριφογυρίζουν γύρω γύρω στην κάμαρά μου
οι τοίχοι ζουν
στριφογυρίζουν ως βαθιά μέσα στο μυαλό μου
οι τοίχοι ζουν δεν
αφήνουν τα λόγια μου ν’ απλώνουνε κλαριά
τα κλαδεύουν και μένουν
πίσω τα φτώματα των ρημάτων μου
μαραμένες υπάρξεις
ξαπλωμένες σε αχαράκωτο χαρτί
τη μυρουδιά τους δεν
την ακούει ούτε το φως της λάμπας
σκιάζει όσα λέω κάτω
από πέτρες
τα τείχη ζουν ενώ εγώ
ζω μεσ’ σε τοίχους
μ’ ανατριχιάζει το
άγγιγμά τους
ο αιώνιος καλπασμός
τους μου στεφανώνει τον ίλιγγο
μπορεί να ήσαν πιο όμορφα
ακίνητα στάσιμα
αλλ’ είναι αλήθινά άμα
τρέχουνε με ταχύτητα φωτός
από την Εδέμ και πέρα
ως τα τώρα και πιο πέρα δυστυχώς.
Πιο γοργά από τα λόγια
ασκώνονται τα τείχη
φράζουν το μελάνι και
κάνουν λίμνη τη μαύρη επιφάνεια των λέξεων
ενώ έπρεπε να κυλάει με
την ορμή του καταρράχτη
πλημμυρώντας με νότες
βυρωνικές τους κρυμμένους μεσ’ σε όγκους δεσποτικούς
συθέμελα γκρεμίζοντάς
τους
τώρα πια δεν μπορεί ο
ποιητής να οραματίζεται από Βαστίλλιες που πέφτουν
δάση ολόκληρα από
πύργους στολίζουν ακόμα τους βυθούς
μεγάλων ατάραχων νερών με τις άγκυρες της
απελπισιάς
αρίθμητες φυλακές
υψώνονται από την Αμερική στου Σιγκ-Σιγκ τα βράχια
ως την γαλάζια θάλασσα
της Ελλάδας στου Ιτζεδδίν τη βάση
κι από τον Τάμεση κι
από τον Δούναβη και το Βιστούλα
κι από τις λαγούνες στα
βενετικά κανάλια
ζεστός ακόμα φτάνει ο
αχνός των στεναγμών
καλλιεργημένων στα
θερμοκήπια της ελευθεριάς.
Μέσα σε φημισμένους
τοίχους πολλά σαπίζουν κάτυγρα κορμιά
που είσαι Χριστέ μου σ’
αυτό το άφτονο νερό
που δαχτυλιδώνει τόσες
φυλακές
να δώσεις το σκούρο
χρώμα των χτυπημένων κορμιών;
μόνο σε νυφικά φαγοπότια δεν αξίζει το μεθύσι των
θαυμάτων
δε θέλουμε κρασί αλλά
μαύρο μελάνι και λόγια κόκκινα
απ’ αυτά βαμμένα το
χαρτί ασ’το να πιεί τους πόθους εκείνων
που η κάθε συλλαβή
ριμάρει με πέτρα
άσε να γκρεμιστεί η
ομοιοκαταληξία με τρελή αλλά βαθιά ανθρώπινη ματιά
κι ο ψαλμός αυτός
λεύτερα πια ανύποπτα ας φυτρώσει
σε αγκώνες δρόμων όπου
ο αγέρας αψηφώντας τους τοίχους
τη μυρουδιά των
λουλουδιών θα φέρει μακριά
μακριά ως τους
άσπαρτους κήπους.
Δεν ήρθεν όμως η μεγάλη
ημέρα
και με μηχανή τα
κάτεργα ξακολουθούν και ζώνουν φιδίσια τείχη τη γη
καρπό φαρμακωμένο με
δεσμωτήρια
από φυλακή σε φυλακή
σέρνουν τα τραίνα τους καταδίκους
και σταματούν σε
στάσεις του κόσμου
που πελασγικά εχτές και
σιδερένια τώρα τρίζουν τους πόθους μας.
Από τις πυραμίδες τάφοι
για τις ελπίδες των δούλων
από τους κρεμαστούς
κήπους όπου άνθη αγκαθωτά μοσχοβολούν
για τους σκλάβους τα
αγκάθια
απ’ τα παλάτια της
Ρώμης φυλακές γι’ αυτούς που μένουν όξω
απ’ τα Μακρά Τείχη από
της Κίνας τα μουράγια
ανεβαίνει σα βοή
τεράστια το παράπονο των κολασμένων-
και σήμερις στον πόλεμο
κάτου απ’τη γη
και στη θάλασσα
πελώριοι τοίχοι προσφέρουνε νέα δάκρυα
με κλάματα αδιάκοπα
σκεπάζουν τον ουρανό οι τοίχοι
οι τοίχοι της Βαβέλ που
συμπληρώνουν τα κυπαρίσσια του Νέου Κόσμου
φύλακες κοιμητηριού
όπου η φτωχολογιά ζει θρονιασμένη σε ηλεχτρική καρέκλα
κι από τις άπιστες
εκείνες κορφές αναβλύζει τώρα η φωνή του Ζέφυρου
τραγουδεί με μάρμαρα
προπυλαίων σε πλήχτρα σύγχρονης οικοδομής
απίθανες ιστορίες-τα
έργα των ανθρώπων δούλοι της πέτρας
μας λέει πως τη
σηκώσανε ψηλά με πόνο
για να ν’ ανασάνει
λεύτερα στους αιθέρες του χρόνου
ενώ οι σκλάβοι ποιητές
της φυσούνε το χτικιό στο βραδί τους δρόμο.
Για δέτε πως τρέχουν
τρέχουν οι τοίχοι
σπούνε τον ορίζοντα
πλημμυρούν τη γη
φάμπρικες παλάτια
θέατρα μουσεία αποθήκες κλινικές
Λόντρα Ρώμη Πεκίνο
Τόκιο μού ’ναι αδιάφορο
τρέχουν τρέχουν οι
τοίχοι
με ρόδες από δολλάρια
και βενζίνη της Μοσσούλης
και κάνουν
λαδιές-στάδια εργατικής πορείας
σπάνιο το θέαμα
διεθνική η συνάντηση
άραγες θα προφτάσει το
τραγούδι μου ν’ανάψει τις καρδιές
προτού στους τοίχους
του γραφείου μου φυτρώσει η μούχλα
η μούχλα της φυλακής
της φυλακής που κλείνει
τα κορμιά
ή της άλλης της πιο
φριχτής με τους τοίχους της απελπισιάς;
γράφω τόσο πολύ σιγά κι
οι διαβαστές προφέρουν τόσο άσκημα τις ιδέες
που φοβούμαι μην
κουραστώ να δω τους άλλους ακόμα να σταθμεύουν.
Όχι της φυλακής οι
τοίχοι
τα λόγια μου δεν θα
κρατήσουν
ο αγέρας θα πάρει τα
χαρτιά μου
θα τα πετάξει στους
δρόμους
θα τα σκορπίσει
και μακριά αν ζήσουν
απ’ την ψυχή μου
κι εγώ γυμνός αν μείνω
θα’χω μια φωνή τη
γροθιά μου.
Σημείωση:
Ο Νίκολας Κάλας, (1907
– 1988) είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Νικολάου Καλαμάρη, ποιητή και
τεχνοκριτικού.
Χρησιμοποιούσε, επίσης, τα ψευδώνυμα Νικήτας Ράντος και Μ. Σπιέρος.
Χρησιμοποιούσε, επίσης, τα ψευδώνυμα Νικήτας Ράντος και Μ. Σπιέρος.
0 Σχόλια