Κάτου απ’ τη λεύκα
ορθή, στητή σαν άγαλμα
της Ήβης, τη δροσιά
σκορπούσες.
Κι ήσουν ολάκαιρη η
ζωή, που με χαμόγελο
τη δόξα της δημιουργίας
τραγουδούσες.
Στο νου μου η δύναμη
σου υψώθηκε
μονάχος εξουσιαστής της
ζήσης·
και φάνταζες στο
σκλαβωμένο πνέμα μου
σαν τη χαρούμενη
ομορφιά της φύσης.
Κι όταν τα μάτια σου με
σύρανε στα βάθη τους
έφερα τη λατρεία μου κι
απ’ την αγάπη πέρα,
γιατί στην πλάστρα σου
τη νιότη αντίκρυζα
του άφταστου πόθου τη
μητέρα.
0 Σχόλια