Ανάμεσα στις Διεθνείς
ημέρες εορτασμού έχει προστεθεί και η
σημερινή , με την επωνυμία:
η οποία
η οποία
εορτάζεται κάθε χρόνο
στις 17 Νοεμβρίου για περισσότερα από 60 χρόνια, σε ανάμνηση των φοιτητών που
έπεσαν θύματα των Ναζί στην Τσεχοσλοβακία.
Στις 17 Νοεμβρίου του
1939 τα κατοχικά στρατεύματα εισέβαλαν στη φοιτητική εστία του Πανεπιστημίου
της Πράγας.
Σκότωσαν επί τόπου 9 φοιτητές, ενώ 1200 άλλοι εστάλησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σκότωσαν επί τόπου 9 φοιτητές, ενώ 1200 άλλοι εστάλησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Δείτε σχετικούς ιστότοπους:
Η Διεθνής Ημέρα
Σπουδαστών σχετίζεται και με τη δική μας εξέγερση του Πολυτεχνείου και
συμβολίζει τον αγώνα των φοιτητών όλου του κόσμου για Δημοκρατία και
δημοκρατική εκπαίδευση.
Σημείωση:
Για την εξέγερση του
Πολυτεχνείου:
Η Εξέγερση του
Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και
ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από
τις 21 Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα.
Η αντίστροφη μέτρηση
ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και
συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο. Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος
προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά
τη διάρκεια των σπουδών τους. Η αστυνομία, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό
άσυλο, εισήλθε στο χώρο του ιδρύματος, συνέλαβε 11 φοιτητές και τους παρέπεμψε
σε δίκη με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής». Οι 8 καταδικάστηκαν σε
διάφορες ποινές, ενώ περίπου 100 άλλοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές
τους και να ντυθούν στο χακί.
Επτά ημέρες μετά τα
πρώτα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 21 Φεβρουαρίου οι φοιτητές κατέλαβαν το
κτίριο της Νομικής σχολής στην Αθήνα, προβάλλοντας τα συνθήματα «Δημοκρατία»,
«Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Ελευθερία». Η αστυνομία επενέβη και πάλι για να
καταστείλει την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών από το κτίριο της
Νομικής ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγωνιστικότητά τους.
Η εξέγερση που ξεκίνησε
στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των
αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές
συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής
από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον
Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε
ανακοινώσει το καθεστώς.
Ακολούθησαν συνελεύσεις
φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής
εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας
για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων,
αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του
Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.
Όσο περνούσε η μέρα
άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά
και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να
εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη
του Πολυτεχνείου. Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της
εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία
μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα.
Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την
κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.
Για το σκοπό αυτό
άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο του Χημικού
και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον
Δημήτρη Παπαχρήστου. Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που
δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο
για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων.
Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους,
στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι.
Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών
ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και
δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.
Η πρώτη αντίδραση του
δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο
πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω
κτίρια. Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του
πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα
και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν
οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες
οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η
αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή
της εξέγερσης.
Ο δικτάτορας
Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο
Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης
συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη
Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα
δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες
του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η
Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους
απορρίφθηκε.
Στις 3 τα ξημερώματα
της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε
εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο
διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική
σημαία. Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών,
εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από
τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν
αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω
πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην
ΕΣΑ.
Σύμφωνα με την επίσημη
ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά
τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι
συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα.
Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων
της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού. Ωστόσο, τα
θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου
να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.
Ο δικτάτορας Γεώργιος
Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με
πραξικόπημα. Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός
της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του
νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος
Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του
Παπαδόπουλου.
Η δικτατορία κατέρρευσε
στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην
Κύπρο. Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού,
κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει
τη δημοκρατική διακυβέρνηση.
Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας είναι ο μοναδικός φωτορεπόρτερ που
απαθανάτισε τη στιγμή που το τανκ εφορμά στην πύλη του Πολυτεχνείου.
Χάρις στο δικό του
μάτι, το μάτι του ρεπόρτερ, αλλά και το δικό του θάρρος, υπάρχει μία φωτογραφία
που είναι αδιάψευστος μάρτυρας των γεγονότων.
Τη λεζάντα αυτής της
ιστορικής φωτογραφίας τη γράφει ο ίδιος, μιλώντας στο ΑΠΕ: «Ήταν περίπου τρεις
παρά πέντε τα ξημερώματα όταν είδα το κανόνι του τανκ που βρισκόταν έξω από την
πύλη του Πολυτεχνείου να στρέφεται προς την άλλη μεριά. Προφανώς, το έκαναν για
να μην χτυπήσει στα κάγκελα. Έπειτα το τανκ έκανε όπισθεν. Ανέβηκε πάνω στο
πεζοδρόμιο του ξενοδοχείου «Ακροπόλ», το οποίο είναι ακριβώς απέναντι, και με
όση δύναμη είχε πήγε κι έπεσε πάνω στην κεντρική πύλη. Οι κολώνες της πύλης
δεξιά και αριστερά ήταν γεμάτες φοιτητές. Τα παιδιά έπεφταν σαν τα πορτοκάλια
μιας πορτοκαλιάς που τινάζεις με όλη σου τη δύναμη».
Τη βραδιά της 16ης προς
την 17η Νοεμβρίου ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας δούλευε στα γραφεία του Associated
Press στην οδό Ακαδημίας 27. «Κατά τις δέκα το βράδυ, κι ενώ βρισκόμουν στο
πλυσταριό του κτηρίου που είχα μετατρέψει σε φωτογραφικό θάλαμο, άκουσα ένα
θόρυβο που μου φάνηκε ότι ήταν από τανκς». Η επόμενη ενέργειά του ήταν να
ενημερώσει τον διευθυντή του, Φιλ Δόπουλο. Με την παρότρυνση του Αριστοτέλη
Σαρρηκώστα αποφασίζουν να βγουν στο δρόμο. Όπως θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια,
η κάλυψή τους θα γινόταν η πράσινη Τζάγκουαρ με αγγλικές πινακίδες που είχε
στην κατοχή του ο ελληνοαμερικανός διευθυντής του γραφείου του Associated Press
ως ξένος ανταποκριτής.
Από την οδό Αμερικής η
Τζάγκουαρ στρίβει στην οδό Πανεπιστημίου. Ήταν ακριβώς τη στιγμή που από εκείνο
το δρόμο κατέβαινε μία φάλαγγα τεσσάρων πέντε τανκς με κατεύθυνση προς την
Ομόνοια. Ανάμεσα στα άρματα μάχης κινούνταν και μικρότερα οχήματα μεταφοράς
προσωπικού. Οι δυο τους αποφασίζουν να γίνουν μέρος της πομπής: «Το φαντάζεστε;
Τεράστια τανκς και στη μέση μια πράσινη Τζάγκουαρ». Στο ύψος των Προπυλαίων
τούς σταματά ο αστυνομικός ενός περιπολικού κραδαίνοντας το όπλο του. Τους ζητά
να φύγουν αμέσως. Ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας αντιδρά με έναν τρόπο που
αιφνιδιάζει τον αστυνομικό: φέρνει το δάχτυλο στα χείλη, υποδεικνύοντάς του με
αυτό τον τρόπο να σιωπήσει. «Προφανώς μας πέρασαν για πράκτορες ή των
Αμερικανών ή των Αγγλων» θυμάται ο φωτορεπόρτερ.
Το κόλπο «έπιασε» και η
Τζάγκουαρ συνεχίζει τη διαδρομή της ως το Μινιόν. Εκεί, ο Αριστοτέλης
Σαρρηκώστας κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και «ακροβολίζεται» στη συμβολή των
οδών Στουρνάρη και Πατησίων. Παρατηρεί το τανκ που έχει στηθεί ακριβώς έξω από
την πύλη του Πολυτεχνείου με τους αναμμένους προβολείς του στραμμένους προς την
πύλη. Γύρω του υπάρχουν μόνο αστυνομικοί, είτε ένστολοι, είτε με πολιτικά, αλλά
και πρόσωπα που ο ίδιος πλέον μπορεί να αναγνωρίσει ως προβοκάτορες. «Η δουλειά
τους - αναφέρει - ήταν να σπάνε τα τζάμια από τις κλούβες ή να τρυπάνε τα
λάστιχα για να αποδίδεται μετά η ευθύνη στους φοιτητές». Τον πλησιάζει ένας
αστυνομικός διευθυντής, με τον οποίο γνωρίζονται εξ όψεως. «Κάτσε εδώ να σε
βλέπω» του λέει αυστηρά.
Είναι το εισιτήριο του
Αριστοτέλη Σαρρηκώστα για την τραγωδία που θα ακολουθήσει. Ο φωτορεπόρτερ τραβά
πέντε έξι καρέ σε κάθε φιλμ και το δίνει στον διευθυντή του, γιατί θεωρεί
βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα τον πιάσουν.
Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα του προτείνει να φύγει για να σωθούν οι φωτογραφίες που έχει τραβήξει. «Κάθε στιγμή που περνούσε τη μετρούσα σαν να ήταν χρόνος. “Δεν μπορεί” σκεφτόμουν. “Κάποια στιγμή θα με βουτήξουν, δεν μπορεί να με αφήσουν να φωτογραφίζω"». Ο ίδιος συνεχίζει να φωτογραφίζει, κρύβοντας τα φιλμ στις κάλτσες του και τα εσώρουχά του. Βλέπει και ακούει τους φοιτητές να ανοίγουν τα πουκάμισά τους για να απευθυνθούν στους στρατιώτες: «Είμαστε αδέλφια, ελάτε μαζί μας». Ακούει και τον εισαγγελέα να προτείνει με μια ντουντούκα στους φοιτητές να αποχωρήσουν, δίνοντας την υπόσχεση ότι δεν θα υποστούν συνέπειες.
Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα του προτείνει να φύγει για να σωθούν οι φωτογραφίες που έχει τραβήξει. «Κάθε στιγμή που περνούσε τη μετρούσα σαν να ήταν χρόνος. “Δεν μπορεί” σκεφτόμουν. “Κάποια στιγμή θα με βουτήξουν, δεν μπορεί να με αφήσουν να φωτογραφίζω"». Ο ίδιος συνεχίζει να φωτογραφίζει, κρύβοντας τα φιλμ στις κάλτσες του και τα εσώρουχά του. Βλέπει και ακούει τους φοιτητές να ανοίγουν τα πουκάμισά τους για να απευθυνθούν στους στρατιώτες: «Είμαστε αδέλφια, ελάτε μαζί μας». Ακούει και τον εισαγγελέα να προτείνει με μια ντουντούκα στους φοιτητές να αποχωρήσουν, δίνοντας την υπόσχεση ότι δεν θα υποστούν συνέπειες.
«Οι περίπου τριάντα φοιτητές που τον πίστεψαν
και βγήκαν απ' τα παράθυρα της οδού Στουρνάρη, ξυλοκοπήθηκαν άγρια λίγα μέτρα
πιο κάτω από τους αστυνομικούς. Δεν είχαν κλομπ τότε, αλλά μακριά κοντάρια. Δεν
θα ξεχάσω ποτέ έναν φοιτητή που είχε πέσει αιμόφυρτος κάτω και μια κοπέλα που
είχε πέσει επάνω του για να τον καλύψει. Την χτύπησαν κι εκείνη. Ήθελα πολύ να
φωτογραφίσω εκείνη τη σκηνή, αλλά δεν το έκανα γιατί ήξερα ότι εάν τραβούσα έστω
και μια φωτογραφία θα ήταν το τέλος για μένα. Έπρεπε να μείνω».
Έμεινε για να δει το τανκ να εφορμά, όχι μία αλλά, δυο φορές στην πύλη και την πύλη να καταρρέει.
«Δεν περίμενα ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Για να έχω καλύτερη οπτική γωνία πήγα στο κέντρο της Πατησίων.
Πρόλαβα και τράβηξα τρία καρέ. Κι αυτά λίγο κουνημένα γιατί έρχονταν κατά πάνω μου τρεις αστυνομικοί. Προσπάθησαν να με χτυπήσουν με τα δοκάρια που κρατούσαν, αλλά τους απέφυγα. Είδα ότι ένας πήγε να βγάλει όπλο. Δεν είχα άλλη επιλογή, άρχισα να τρέχω ζικ ζακ. Βγήκα στην Ακαδημίας και πήγα αμέσως στο γραφείο».
Έμεινε για να δει το τανκ να εφορμά, όχι μία αλλά, δυο φορές στην πύλη και την πύλη να καταρρέει.
«Δεν περίμενα ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Για να έχω καλύτερη οπτική γωνία πήγα στο κέντρο της Πατησίων.
Πρόλαβα και τράβηξα τρία καρέ. Κι αυτά λίγο κουνημένα γιατί έρχονταν κατά πάνω μου τρεις αστυνομικοί. Προσπάθησαν να με χτυπήσουν με τα δοκάρια που κρατούσαν, αλλά τους απέφυγα. Είδα ότι ένας πήγε να βγάλει όπλο. Δεν είχα άλλη επιλογή, άρχισα να τρέχω ζικ ζακ. Βγήκα στην Ακαδημίας και πήγα αμέσως στο γραφείο».
Ο Αριστοτέλης
Σαρρηκώστας είχε διατρέξει όλα τα ταραγμένα προδικτατορικά χρόνια - από τον
Ανένδοτο του Γεωργίου Παπανδρέου και τη φυγή Καραμανλή στο Παρίσι έως τη
σύγκρουση του Παπανδρέου με το Παλάτι και τα Ιουλιανά. Είχε καλύψει πολέμους
και συγκρούσεις - από το Ιράν και το Ιράκ έως το Πακιστάν και τον Λίβανο.
Έχει δει νεκρούς, έχει δει τη ζωή του να απειλείται από έναν ιρανό μουτζαχεντίν που κρατούσε αυτόματο όπλο στο τρεμάμενο χέρι του σημαδεύοντάς τον στον κρόταφο. «Τίποτε, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη τη νύχτα» λέει. «Ήμουν στην πατρίδα μου. Και είχα μία συναισθηματική φόρτιση που δεν είχα νιώσει πουθενά αλλού». Ξαναπήγε στο Πολυτεχνείο το επόμενο πρωί. Για να φωτογραφίσει αυτή τη φορά σκισμένα ρούχα, πεταμένα παπούτσια που αστυνομικούς τα ξέπλεναν το προαύλιο του Πολυτεχνείου με αντλίες νερού.
Κι από τι τα ξέπλεναν; «Προφανώς από το αίμα» απαντά.
Έχει δει νεκρούς, έχει δει τη ζωή του να απειλείται από έναν ιρανό μουτζαχεντίν που κρατούσε αυτόματο όπλο στο τρεμάμενο χέρι του σημαδεύοντάς τον στον κρόταφο. «Τίποτε, όμως, δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη τη νύχτα» λέει. «Ήμουν στην πατρίδα μου. Και είχα μία συναισθηματική φόρτιση που δεν είχα νιώσει πουθενά αλλού». Ξαναπήγε στο Πολυτεχνείο το επόμενο πρωί. Για να φωτογραφίσει αυτή τη φορά σκισμένα ρούχα, πεταμένα παπούτσια που αστυνομικούς τα ξέπλεναν το προαύλιο του Πολυτεχνείου με αντλίες νερού.
Κι από τι τα ξέπλεναν; «Προφανώς από το αίμα» απαντά.
0 Σχόλια