μισεύω [misévo] μππ. μισεμένος : (λαϊκότρ.) φεύγω για ταξίδι,
για άλλη χώρα και ιδίως ξενιτεύομαι.
[μσν. μισεύω `διαλύω συνεδρίαση,
ξαποστέλνω, φεύγω΄ < μίσ(α) `απόλυση΄ < υστλατ. missa `απόλυση της
λειτουργίας΄ -εύω]
Πηγή: Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
0 Σχόλια