Ύποπτοι για «ξέπλυμα» μαύρου χρήματος
είναι όσοι μεταφέρουν πάνω από 1.000 ευρώ σε τραπεζικούς λογαριασμούς, ακόμη και
αν είναι δικοί τους, σύμφωνα με το νομοσχέδιο για την καταπολέμηση της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες!
Τις διαφορετικές αυτές ανατροπές στο
νομοθετικό καθεστώς φέρνει το εν λόγω νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών,
που κατατέθηκε στη Βουλή.
Ειδικότερα, προβλέπει ότι κάθε μη
τακτικά επαναλαμβανόμενη μεταφορά χρηματικού ποσού άνω των 1.000 ευρώ, ακόμη
και αν γίνεται μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών του ιδίου προσώπου, θα θεωρείται
ύποπτη για «ξέπλυμα» χρήματος.
Στην Ελλάδα των capital controls, στη
χώρα που για να ανοίξει ένας επαγγελματίας νέο τραπεζικό λογαριασμό πρέπει να
κλείσει έναν άλλο και να περιμένει έναν μήνα την έγκρισή του, στη χώρα που οι
πολίτες αλαφιασμένοι κάθε πρώτη και 15 του μήνα προσπαθούν να ανταποκριθούν
στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους, το υπουργείο Οικονομικών βάζει στο
στόχαστρο κάθε τραπεζική συναλλαγή 1.000 ευρώ και άνω!
Ο τζόγος
Ειδικά για τον διαδικτυακό τζόγο, το
νέο νομοθετικό πλαίσιο γίνεται ακόμη αυστηρότερο: κάθε συναλλαγή άνω των 2.000
ευρώ με εταιρεία διενέργειας διαδικτυακού στοιχήματος ή άλλων τυχερών παιγνίων
θα θεωρείται και αυτή ύποπτη για «ξέπλυμα» χρήματος!
Σήμερα ισχύει το άρθρο 12 του Ν.
3691/2008, το οποίο προβλέπει ότι οι τράπεζες οφείλουν να εφαρμόζουν μέτρα
δέουσας επιμέλειας σε περιπτώσεις περιστασιακών συναλλαγών που ανέρχονται σε
ποσό τουλάχιστον 15.000 ευρώ, ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με
μία μόνη πράξη ή με περισσότερες, μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια
σχέση.
Το νέο καθεστώς που επιβάλλει το
υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ότι οι τράπεζες πρέπει να εφαρμόζουν τα «μέτρα
δέουσας επιμέλειας» σε κάθε περιστασιακή συναλλαγή που αφορά μεταφορά
χρηματικών ποσών άνω των 1.000 ευρώ.
Επιπλέον, με το άρθρο 12 του
νομοσχεδίου στις περιπτώσεις εφαρμογής μέτρων δέουσας επιμέλειας εντάσσονται
και οι συναλλαγές εμπόρων αγαθών που υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ σε μετρητά,
καθώς και οι συναλλαγές των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που υπερβαίνουν
τα 2.000 ευρώ και διενεργούνται είτε κατά την κατάθεση του στοιχήματος είτε
κατά την είσπραξη των κερδών.
Το υπουργείο Οικονομικών δίνει νέες
υπερεξουσίες στην Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από
Εγκληματικές Δραστηριότητες. Η Αρχή θα μπορεί να δεσμεύει περιουσιακά στοιχεία
ή να κατάσχει αμέσως ποσά σε συγκεκριμένες συναλλαγές εφόσον θεωρεί ότι
υπάρχουν υποψίες συσχέτισης με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Σαφής νέος νόμος
Κάθε περιστασιακή συναλλαγή που
συνίσταται σε μεταφορά χρηματικών ποσών άνω των 1.000 ευρώ ελέγχεται. Ως
«μεταφορά χρηματικών ποσών» νοείται οποιαδήποτε συναλλαγή εκτελείται
τουλάχιστον εν μέρει ηλεκτρονικά για λογαριασμό ενός πληρωτή μέσω ενός παρόχου υπηρεσιών
πληρωμών, ασχέτως εάν πληρωτής και δικαιούχος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο και
ασχέτως εάν ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή και αυτός του δικαιούχου
είναι ο ίδιος. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και κάθε μεταφορά που
πραγματοποιείται μέσω κάρτας πληρωμής, εργαλείου ηλεκτρονικού χρήματος, κινητού
τηλεφώνου ή κάθε άλλης ψηφιακής ή πληροφορικής τεχνολογίας συσκευής εκ των
προτέρων ή εκ των υστέρων πληρωμής με παρόμοια χαρακτηριστικά.
Ελέγχονται οι συναλλαγές των εμπόρων
αγαθών που υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ σε μετρητά.
Ελέγχονται οι συναλλαγές των παρόχων
υπηρεσιών τυχερών παιγνίων που υπερβαίνουν τα 2.000 ευρώ και διενεργούνται είτε
κατά την κατάθεση του στοιχήματος είτε κατά την είσπραξη των κερδών.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αλλαγή
στον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιούνται στο εξής οι μεταβιβάσεις ανωνύμων
μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο. Στόχος, προφανώς, είναι να υπάρξει
μεγαλύτερη διαφάνεια, αλλά κυρίως να καταστεί ευκολότερος ο έλεγχος των
συναλλαγών και ο εντοπισμός περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες
δραστηριότητες. Στο εξής, οι μεταβιβάσεις ανωνύμων μετοχών μη εισηγμένων στο
Χρηματιστήριο θα γίνονται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με ιδιωτικό έγγραφο
βεβαίας χρονολογίας και όχι όπως γινόταν μέχρι σήμερα.
Τι θεωρείται «ξέπλυμα»
Το νομοσχέδιο θεωρεί «νομιμοποίηση
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες» («ξέπλυμα» χρήματος) τις εξής
συναλλαγές:
Τη μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας
εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από
πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή συγκάλυψη
της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται
στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των
πράξεών του.
Την απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας
με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση
ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή ευρίσκεται ή στην
κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του
γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από
πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.
Την απόκτηση, κατοχή ή χρήση
περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης, του
γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από
πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες.
Τη χρησιμοποίηση του
χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού
εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί
νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.
Τη σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο
τουλάχιστον ατόμων για τη διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις πράξεις που
αναφέρονται παραπάνω και τη συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα.
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η
προς νομιμοποίηση περιουσία έλαβαν χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφόσον αυτές
θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες, σύμφωνα
με τη νομοθεσία του κράτους αυτού.
Θυμίζουμε πάντως ότι οι κινήσεις
τραπεζικών λογαριασμών δεν προστατεύονται από το φορολογικό απόρρητο και δεν
αποτελούν ευαίσθητα και χρήζοντα αυξημένης προστασίας προσωπικά δεδομένα τα
στοιχεία σχετικά με το υπόλοιπο και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των
ελεγχόμενων για φοροδιαφυγή.
Σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του
Συμβουλίου της Επικρατείας, το δικαίωμα προστασίας του ιδιωτικού βίου του
φορολογούμενου, σταθμιζόμενο προς το επιτακτικό δημόσιο συμφέρον της ανάγκης
διερεύνησης και καταστολής της φοροδιαφυγής, δεν απαιτεί να εξαρτάται η
πρόσβαση του φορολογικού ελέγχου στις παραπάνω πληροφορίες από τη
στοιχειοθέτηση εύλογης υπόνοιας διάπραξης φοροδιαφυγής εκ μέρους του
φορολογούμενου.
Πάντως η φορολογική διοίκηση
δεσμεύεται από το φορολογικό απόρρητο κατά τη συλλογή και επεξεργασία στοιχείων
για το υπόλοιπο και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των ελεγχόμενων
φορολογούμενων.
Ως απόρρητα αντιμετωπίζονται όλα τα
στοιχεία και οι πληροφορίες που σχετίζονται με έναν φορολογούμενο, είτε αυτές
αφορούν τις φορολογικές του υποχρεώσεις είτε τη γενικότερη επαγγελματική ή
οικονομική του δραστηριότητα.
Υπενθυμίζεται πως από την 1η Ιανουαρίου
2014 και εφεξής η περιοδική διαβίβαση από τα τραπεζικά ιδρύματα στην Ανεξάρτητη
Αρχή Δημοσίων Εσόδων ηλεκτρονικών αρχείων με στοιχεία που αφορούν, μεταξύ
άλλων, τόκους καταθέσεων και δεδομένα καταθετικών λογαριασμών ή και λογαριασμών
πληρωμών φυσικών προσώπων, οι οποίοι εμφανίζουν είτε συνολική ετήσια κίνηση
χρέωσης είτε συνολική ετήσια κίνηση πίστωσης μεγαλύτερη των 100.000 ευρώ, είναι
υποχρεωτική.
Δαγκάνα
Αντιμέτωποι με την άρση του
τραπεζικού τους απορρήτου και μάλιστα σε βάθος πενταετίας θα βρεθούν από τον
Σεπτέμβριο και οι 150.000 δανειολήπτες που έχουν ζητήσει να ενταχθούν στις
ευεργετικές διατάξεις του νόμου Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Οι αλλαγές που ψηφίστηκαν τον
περασμένο Ιούνιο αυστηροποιούν το καθεστώς της προστασίας του νόμου Κατσέλη με
στόχο να εντοπιστούν όσοι δανειολήπτες κρύβονται πίσω από τις προστατευτικές
διατάξεις, κρύβουν καταθέσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία και, ενώ έχουν τη
δυνατότητα, δεν πληρώνουν τις οφειλές τους στις τράπεζες.
Στόχος της ρύθμισης είναι η
αντιμετώπιση των στρατηγικά κακοπληρωτών, καθώς σήμερα το τραπεζικό απόρρητο
εμποδίζει τον ουσιαστικό έλεγχο με αποτέλεσμα ακόμα και δανειολήπτες με υψηλές
καταθέσεις να κάνουν χρήση των ευεργετικών διατάξεων του νόμου Κατσέλη.
Στρατηγικοί κακοπληρωτές
Η διάταξη αποσκοπεί στην αποκάλυψη
στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι είχαν μεγάλα ποσά κατατεθειμένα σε
πιστωτικά ιδρύματα που δεν είναι διάδικοι (σ.σ.: δηλαδή σε άλλες τράπεζες από
αυτές που χρωστούν), αλλά και να αποτρέψει την άσκηση αιτήσεων από πρόσωπα με
πτωχευτική ικανότητα, τα οποία επιδιώκουν να επωφεληθούν της αυτοδίκαιης
αναστολής εκτέλεσης μέχρι την ημέρα επικύρωσης.
Στο ίδιο πλαίσιο προβλέπεται η μη
υπαγωγή των οφειλετών στο προστατευτικό πλαίσιο του νόμου, σε περίπτωση που οι
αιτήσεις υπαγωγής τους απορρίφθηκαν, είτε επειδή σκόπιμα κατέστησαν αφερέγγυοι
(π.χ. οδηγήθηκαν σε χρεοκοπία, μεταβίβασαν περιουσία δολίως σε άλλα πρόσωπα)
είτε επειδή σκόπιμα παραποίησαν την οικονομική τους κατάσταση (π.χ. απέκρυψαν
περιουσία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό).
Ωστόσο, ορίζεται ότι η αποδοχή
υπερχρεωμένης κληρονομιάς, ακόμα κι αν ο κληρονόμος γνώριζε την υπερχρέωση του
κληρονομουμένου και απέβλεπε στην προστασία της κληρονομιάς κύριας κατοικίας,
δεν συνιστά από μόνη της δόλια περιέλευση σε αδυναμία πληρωμής, παρά θα πρέπει
να συνδυάζεται με άλλα περιστατικά (π.χ. υπαιτιότητα του κληρονόμου για την
υπερχρέωση του κληρονομουμένου).
Επίσης προβλέπεται προστασία της
πρώτης κατοικίας βάσει της εμπορικής της αξίας (και όχι της αντικειμενικής),
εφόσον υφίσταται έκθεση ανεξάρτητου εκτιμητή ακινήτων που είναι εγγεγραμμένος
στο οικείο μητρώο του υπουργείου Οικονομικών. Αν η εκτίμηση της εμπορικής αξίας
έχει ως αποτέλεσμα να μην εξαιρεθεί η κύρια κατοικία από τη ρευστοποίηση, τότε
η τιμή πρώτης προσφοράς κατά τον πλειστηριασμό της δεν θα μπορεί να είναι
κατώτερη από το όριο αξίας κύριας κατοικίας που τίθεται ως προϋπόθεση για την
προστασία της.
Σύμφωνα πάντως με τις αλλαγές που ήδη
ισχύουν, οι δανειολήπτες που έχουν καταθέσει αιτήσεις υπαγωγής και οι οποίες
εκκρεμούν στα δικαστήρια θα πρέπει να δηλώσουν οι ίδιοι ότι δίνουν την άδεια
για την άρση του τραπεζικού τους απορρήτου από τους πιστωτές τους, διαφορετικά,
με βάση τις προθεσμίες που θέτει ο νόμος, από τον Σεπτέμβριο η άρση του
απορρήτου θα γίνεται αυτόματα και αν οι ίδιοι εκφράζουν αντιρρήσεις, τότε θα
βγαίνουν εκτός του νόμου και θα χάνουν κάθε προστασία.
Όπως προβλέπεται στον νόμο, η δήλωση
του οφειλέτη θα αναφέρει ότι παρέχει άδεια σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα,
στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, να διαβιβάζει, έως τη συζήτηση της αίτησης, στους
πιστωτές κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση, την κίνηση των τραπεζικών του
λογαριασμών και των λοιπών τραπεζικών προϊόντων τη χρονική περίοδο από πέντε
έτη πριν από την άσκηση της αίτησης έως την ημέρα της συζήτησής της, καθώς και
ότι παρέχει άδεια προς τους πιστωτές, κατά των οποίων στρέφεται η αίτηση, να
προβαίνουν αποκλειστικά για τον σκοπό δικαστικής και εξώδικης διαχείρισης της
αίτησης σε επεξεργασία και ανταλλαγή των δεδομένων που κατέχουν ή λαμβάνουν από
τα πιστωτικά ιδρύματα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της
Τράπεζας της Ελλάδος υπολογίζεται ότι 13,1 δισεκατομμύρια ευρώ είναι η αξία των
δανείων που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας για την οποία εκκρεμεί
η έκδοση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Μάλιστα από τα δάνεια αυτά, 6,9
δισεκατομμύρια ευρώ αφορούν απαιτήσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί.
Πηγή: topontiki.gr
0 Σχόλια