Κι έτσι, είναι κάπου μια ψυχή κι
ανίδεη και καλή,
που την ποθώ και με ποθεί, και πού με
περιμένει,
—μα πέφτει η νύχτα τι νωρίς, κι οι
δρόμοι είναι θολοί,
κι όλοι τραβάμε βιαστικοί, σαν
αργοπορημένοι…
Το βράδι πέφτει, κι είν’ άργά, κι oι
δρόμοι είναι θολοί,
κι ούτε πιο γνώριμα—με τι;—μπορούμε
να ντυθούμε.
Κι ένα παρόμοιο δειλινό, θλιμμένοι
πιο πολύ,
δίπλα θ’ αντιπεράσουμε και δε θ’
απαντηθούμε…
0 Σχόλια