Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών αποδομεί και το
τελευταίο αφήγημα του προέδρου των ΑΝΕΛ ότι τάχα αιφνιδιάστηκε από το Μαξίμου
για το θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Στην αποδόμηση του αφηγήματος του
Πάνου Καμμένου ότι αιφνιδιάστηκε-εξαπατήθηκε από τον Αλέξη Τσίπρα όσον αφορά
στο Σκοπιανό και στη Συμφωνία των Πρεσπών προχωρά ο Νίκος Κοτζιάς, πρώην υπουργός
Εξωτερικών. Ο κ. Κοτζιάς, με τον οποίον ως γνωστόν ο κ. Καμμένος βρίσκεται στα
δικαστήρια καθώς τον έχει καταγγείλει για απειλητικά SMS κλπ. (εδώ), έδωσε
συνέντευξη στην «Real News» στην οποία ανέφερε: «Ο Καμμένος τα ήξερε όλα».
Οντως, τέτοια εποχή πέρυσι, ο πρώην υπουργός Αμυνας δήλωνε έξω από το Μαξίμου
ότι έχει «απόλυτη εμπιστοσύνη» στον κ. Κοτζιά για τους χειρισμούς του εν γένει
και ειδικότερα στις διαπραγματεύσεις με την τότε ΠΓΔΜ. «Είχε συμφωνήσει εξαρχής
να αρχίσει η διαπραγμάτευση για το Σκοπιανό µε στόχο να κλείσει το θέμα», είπε
για τον κ. Καμμένο στη συνέντευξή του ο κ. Κοτζιάς. Νωρίτερα το Σάββατο, ο κ.
Κοτζιάς μίλησε σε εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και αναφέρθηκε σε πολλές
πτυχές της θητείας του στο υπουργείο Εξωτερικών, η οποία κράτησε από τον
Ιανουάριο του 2015 έως τον Οκτώβριο του 2018. Διαβάστε: Κοτζιάς εναντίον
Καμμένου «Η εξωτερική πολιτική πρέπει να είναι ειλικρινής, τολμηρή και άφοβη,
χωρίς τυχοδιωκτισμούς και υποχωρητικότητες, έξυπνη και πατριωτική. Πατριωτικά
έξυπνη και δημιουργική» τόνισε μεταξύ άλλων ο κ. Κοτζιάς, επισημαίνοντας ότι η
εξωτερική πολιτική, «οφείλει να είναι ενεργητική, πολυδιάστατη και ρεαλιστική
συνδυασμένη με τη διεκδίκηση εφαρμογής του διεθνές δικαίου, να αποβλέπει στη
λύση και υπέρβαση των προβλημάτων σύμφωνα με τα εθνικά συμφέροντα και να
διασφαλίζει ένα καλύτερο περιβάλλον για την ελληνική κοινωνία». Αναφερόμενος
στα πεπραγμένα της δικής του τετραετίας είπε: «το μπόι μας το μετράμε σε σχέση
με τα προβλήματα. Και αυτά απαιτούν να ψηλώνουμε κάθε μέρα. Δεν μας ενδιαφέρει
το εγώ, αλλά οι ιδέες μας, η πατρίδα». «Ηταν δύσκολα πριν τέσσερα και χρόνια.
Σήμερα κάποιοι θεωρούν ως αυτονόητη την αναβαθμισμένη θέση της χώρας στο
διεθνές γίγνεσθαι. Ως κάτι που ήταν πάντα εδώ. Δεν είναι, όμως, έτσι. Βρήκα μια
χώρα βαθιά στο βούρκο. Ανυπόληπτη. Κανείς δεν την άκουγε» υποστήριξε ο κ.
Κοτζιάς. Τόνισε δε «το καθήκον να ακολουθούμε μια πολιτική ασφάλειας. Διότι το
υπουργείο Εξωτερικών έχει ποιότητα και δυνατότητες» όπως είπε υπογραμμίζοντας
ότι «η διπλωματία τού όλα ή τίποτα είναι ανορθολογική και χωρίς προοπτική».
Αναφερόμενος στην Τουρκία ο κ. Κοτζιάς είπε ότι «η τέχνη στη διπλωματία δεν
είναι να σε παρασύρει ο άλλος στο γήπεδό του, στους δικούς του κανόνες και
συμπεριφορές, αλλά πώς θα αναπτύξει κανείς τη δική του διπλωματική φυσιογνωμία
και προσωπικότητα, τους δικούς του κανόνες και όρους, σε εναρμόνιση με εκείνους
της ΕΕ, και να προσπαθήσει να βάλει την Τουρκία σε ένα παιχνίδι που εκείνος το
γνωρίζει καλύτερα. Κατά συνέπεια, ούτε υποχώρηση, αλλά και ούτε προσχώρηση στη
συμπεριφορά του άλλου». Και προσέθεσε: «Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι μια
αυτοτελή και αυτόνομη ρεαλιστική εξωτερική πολιτική» ώστε «να επηρεάζουμε την
άλλη πλευρά στη διαμόρφωση της πολιτικής της. Να τη φέρνουμε στο γήπεδο που
εμείς γνωρίζουμε καλύτερα». Ως προς το Κυπριακό ανέδειξε το γεγονός ότι
«καταφέραμε να ανατρέψουμε τον ρου της ιστορίας. Με την διαπραγμάτευση του Κραν
Μοντανά, μπορέσαμε να προβάλλουμε μια θετική ατζέντα με τρία κύρια στοιχεία που
υιοθετήθηκαν και από τον ΓΓ του ΟΗΕ: α) Την αναγνώριση της Κανονικότητας της
Κυπριακής Δημοκρατίας, ένα κράτος μέλος της ΕΕ και του ΟΗΕ που δεν μπορεί να
διατηρεί χαρακτηριστικά ημι-αποικίας, β) να καταργηθεί το καθεστώς των
εγγυήσεων που παρέχει τη δυνατότητα προφάσεων παρέμβασης και επέμβασης στην Κύπρο
και γ) να καταργηθεί η Συνθήκη της Συμμαχίας η οποία μπορεί να αντικατασταθεί
από μια Συμφωνία φιλίας και ασφάλειας». Υποστήριξε δε ότι μολονότι δεν φτάσαμε
τελικά σε λύση «ασφαλώς δεν ήμασταν εμείς η αιτία» επισημαίνοντας: «Σε αυτή τη
μάχη συμπορευτήκαμε με τον Γιαννάκη Κασουλίδη» τον οποίο χαρακτήρισε ως «έναν
Νέστωρα της εξωτερικής πολιτικής». Παράλληλα εξήρε τους πρώην διευθυντές του
διπλωματικού του γραφείου την πρέσβη, σήμερα, της Ελλάδας στη Ρώμη Τασία
Αθανασίου, και τον πρέσβη Θεόδωρο Πασσά. Αναφορικά με το ακανθώδες ζήτημα του
Μακεδονικού-Σκοπιανού ο κ. Κοτζιάς είπε ότι «το να προωθείς λύσεις σε
προβλήματα δεν είναι ευχάριστο σε όλους. Κάποιοι είναι πιστοί της ακινησίας.
Αλλοι ζουν από τα προβλήματα και όχι από τις λύσεις». Χαρακτήρισε τον υπουργό Εξωτερικών
της Βόρειας Μακεδονίας Νικόλα Ντιμιτρόφ ως «έναν σύγχρονο πολιτικό με αίσθηση
του καθήκοντος», εξήγησε ότι προώθησαν από κοινού τα Μέτρα Οικοδόμησης
Εμπιστοσύνης και ανοίξανε μαζί το δρόμο για τις διαπραγματεύσεις και τη
συμφωνία των Πρεσπών. «Είναι χαρακτηριστικό ότι κάναμε αυτά τα χρόνια χρήση
όλων των εργαλείων που διαθέτει η εξωτερική πολιτική προκειμένου να πετύχουμε
τη συνεννόηση στην περιοχή μας» είπε και ευχαρίστησε τον κ. Ντιμιτρόφ για τη
συνεργασία: «Για το ότι βάλαμε τις χώρες μας σε τροχιά φιλίας και συνεργασίας».
«Στις Πρέσπες» επισήμανε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών «ήταν εθνικό μας συμφέρον
να τερματιστεί η διαμάχη για το ονοματολογικό. Να επιστρέψουμε σε έναν
διευθυντικό ρόλο στην περιοχή. Να αποτρέψουμε την κατάληψη χώρου από την Τουρκία
και την ενίσχυση δικτύων ισλαμικού φανατισμού. Να κόψουμε τον αλυτρωτισμό και
να αποδεχτεί η γείτονα να αλλάξει το όνομά της, διεθνώς και στο εσωτερικό της».
Σχετικά με την Αλβανία, ο κ. Κοτζιάς χαρακτήρισε τον πρώην ομόλογό του Ντιτμίρ
Μπουσάτι ως «έναν εξαιρετικά ευφυή και δημιουργικό υπουργό Εξωτερικών» μαζί με
την διαπραγματευτική του ομάδα, ο οποίος «έφτασε μαζί μας στη λύση σχεδόν του
συνόλου αυτών των ζητημάτων». Σημειώνοντας όμως ότι «η κρίση στο Συνταγματικό
Δικαστήριο και οι θεσμοί σε Αλβανία και Ελλάδα που σκέφτονται με όρους βαθέος
κράτους εμπόδισαν αυτή τη συμφωνία». Επ’αυτού σημείωσε ότι «ορισμένοι φαίνεται
ως να μην επιθυμούν τον επίσημο τερματισμό της εμπόλεμης κατάστασης της Ελλάδας
με την Αλβανία. Κάναμε, όμως, σοβαρά βήματα στη συνεργασία μας» συμπλήρωσε.
Αναφερόμενος στην ΕΕ ανέδειξε την ανάγκη οράματος, εκδημοκρατισμού και
κοινωνικής δικαιότητας. «Οφείλουμε», είπε «να συμβάλουμε στο να κατανοηθεί ότι
στον αυριανό κόσμο τα μικρομεσαία κράτη δεν θα μπορέσουν να έχουν το ρόλο που
θα θέλαμε και θα υποταγούν σε τρίτες δυνάμεις εάν δεν αναπτυχθεί τολμηρά μια
ισχυρή, δημοκρατική ΕΕ και αναβαθμιστούν τα ίδια στο εσωτερικό της». Στο
πλαίσιο αυτό απέρριψε «προθέσεις μερικών ισχυρών να καταργηθεί το βέτο στον
τομέα της Ευρωπαϊκής Αμυνας και Εξωτερικής Πολιτικής» τονίζοντας ότι «αυτό δεν
πρέπει να το επιτρέψουμε». Παράλληλα ανέφερε την ανάγκη ενός ειδικού
προϋπολογισμού της ΕΕ για το μέλλον, για τις νέες τεχνολογίες, την έρευνα, την
ανακαίνιση, την αντιμετώπιση των ροών μετανάστευσης και για την εξωτερική
πολιτική. «Χρειάζεται να αποκτήσει η ΕΕ μια ευρωπαϊκή πολιτική πρότυπο για τη
μετανάστευση» πρόσθεσε. Για την ελληνική διπλωματία ο πρώην υπ. Εξωτερικών
υπογράμμισε την ανάγκη «όσο ποτέ, στρατηγικής σκέψης». Και εξήγησε: «Ο κόσμος
αλλάζει και είναι απρόβλεπτος. Στα τέσσερα τελευταία χρόνια αναπτύξαμε με τέχνη
και επιστήμη τις συνεργασίες μας στην περιοχή. Σήμερα, γνωρίζουμε καλύτερα και
έχουμε μεγαλύτερη ικανότητα να αντιμετωπίσουμε το μέλλον». Ομως, πρόσθεσε,
«πρέπει να σκεφτούμε και τι ρόλο θέλουμε να δώσουμε στην Ελλάδα του 21ου
αιώνα». Υπό αυτό το πρίσμα να σκεφτούμε αν «θέλουμε να γίνουμε σημαντικός
παίκτης σε Ανατολική Μεσόγειο και Βαλκάνια, στην ίδια την ΕΕ και κατά προέκταση
στη Δύση», αν θέλουμε «στρατηγικές σχέσεις με χώρες όπως οι ΗΠΑ, σημαντική
ανάπτυξη σχέσεων πριν από όλα με Λ.Δ. Κίνας και στη συνέχεια με Ινδία και όλη
τη ΝΑ Ασία, ιδιαίτερα Ινδονησία και Βιετνάμ. Συγκρατώντας τις ειδικές μας
σχέσεις με τη Ρωσία, την Αυστραλία, Ν. Αφρική και χώρες της Λ. Αμερικής. Με
όλους αυτούς πρέπει να αναπτύξουμε παραπέρα τις πολύπλευρες σχέσεις μας».
«Ομως», είπε, «το ερώτημα παραμένει: τι το ιδιαίτερο μπορεί να κάνει η χώρα μας
ώστε να έχει έναν ξεχωριστό ρόλο στο διεθνές γίγνεσθαι». Και υπογράμμισε: «η
εξωτερική μας πολιτική έχει αξίες και αρχές. Με αυτές πρέπει να οδεύει στο
μέλλον. Αυτές δεν είναι αξίες και αρχές κομματικής σκοπιμότητας ή προσωπικών
συμφερόντων. Διαφέρει δε, από τυφλές κορώνες, διεθνισμού ή ακραίου εθνικισμού.
Είναι αξίες και αρχές του μέτρου, της ιστορικής συνέχειας και της διασφάλισης
του μέλλοντος».
Πηγή: Protagon.gr
0 Σχόλια