© Παρέχεται από: 24
Media Digital S.A.
Ο Νίκος Μπελογιάννης
δεν ήταν από τους ανθρώπους που δενόταν με άψυχα αντικείμενα ή έδινε μεγάλη
σημασία στην ύλη. Αντιθέτως, επρόκειτο για άνδρα που εκτιμούσε πολύ τη ζωή, τα
ζωντανά πράγματα με πνοή και αέρα. Ωστόσο, κάποια από τα αντικείμενα που χρησιμοποίησε,
ιδιαίτερα προς το τέλος της πολυτάραχης και γεμάτης διώξεις ζωής του, έχουν τη
δική τους ξεχωριστή ιστορία η οποία συνδέεται, όπως και να έχει, με τη δίκη του
και εν τέλει την εκτέλεσή του τα ξημερώματα της 30ης Μαρτίου του 1952.
Η ιστορία του Ζενίθ:
Από την αγορά έως την παράδοση λίγο πριν την εκτέλεση
Όταν ο Νίκος
Μπελογιάννης αφίχθη για τελευταία, όπως αποδείχθηκε αργότερα, φορά στην Ελλάδα
για να οργανώσει τα παράνομα δίκτυα δράσης του ΚΚΕ ελάχιστα χρόνια μετά τη λήξη
του εμφυλίου πολέμου, επέλεξε να μείνει στο σπίτι του φίλου του Κούλη Ζαμπαθά,ο
οποίος, αν και κομμουνιστής, είχε καταφέρει να μένει στο απυρόβλητο διατηρώντας
την ίδια ώρα και τη θέση του στο δημόσιο. Κάθε επιλογή είχε ρίσκο, ο
Μπελογιάννης ήξερε καλά ότι η Ασφάλεια τον παρακολουθούσε. Είχε όμως την
αίσθηση ότι στο εν λόγω σπίτι θα κινδύνευε λιγότερο.
Μόλις έφτασε, ο
Μπελογιάννης μίλησε με το φίλο του και του εκμυστηρεύτηκε ότι χρειάζεται κάποια
πρακτικά πράγματα για να διευκολυνθεί η καθημερινότητά του. Ένα κοστούμι για να
μπορεί να κυκλοφορεί καλά ντυμένος και ένα ρολόι για να έχει την αίσθηση του
χρόνου, πολύ σημαντική παράμετρος για κάποιον που ζει σε συνθήκες παρανομίας
και δρα υπό το άγρυπνο βλέμμα των διωκτικών αρχών.
Για το ρολόι, ο
Μπελογιάννης επέμεινε. Θέλησε να είναι ακριβές, από καλή μάρκα, όχι γιατί είχε
κάποια παραξενιά να φορά ακριβά πράγματα, αλλά διότι ήταν κεφαλαιώδες για
εκείνον το ρολόι του να μην χάνει ούτε δευτερόλεπτο. Ο Ζαμπαθάς τον καθησύχασε
λέγοντάς του ότι θα αγοράσει ένα από τα καλύτερα ρολόγια της αγοράς. Ο
Μπελογιάννης έσπευσε να του πει, προφανώς για να μην υπάρχει η παραμικρή σκιά,
ότι ουδόλως τον ενδιαφέρουν τα υλικά πράγματα τονίζοντας μάλιστα, ότι "για
μένα πάντα ψώνιζαν οι άλλοι, εγώ δεν ήθελα να ασχολούμαι".
Στην ίδια στιχομυθία ο
αγωνιστής από την Αμαλιάδα αφηγείται μία ιστορία κατά την οποία θέλησε να
αγοράσει μία κρέμα προσώπου για γυναίκα που τον ενδιέφερε. Η... προσπάθεια
έγινε στο εξωτερικό. Ο ίδιος ο Μπελογιάννης αφηγήθηκε στο φίλο του ότι οι
πωλήτριες άρχισαν να τον περιπαίζουν μέχρι που τον ρώτησαν αν η κρέμα ήταν για
τον ίδιο και όχι για γυναίκα. Ο Ελληνας δεν έχασε το χιούμορ του και παρά το
γεγονός ότι οι τρεις πωλήτριες τον φλέρταραν πια ανοιχτά, πήρε αυτό που ήθελε.
Από τότε όμως, όπως λέει στην αφήγηση, αποφάσισε να μην ξαναψωνίσει κάτι για
γυναίκα.
Η αγορά έγινε την
ακριβώς επόμενη μέρα σ' ένα χρυσοχοείο στο Σύνταγμα. Το ρολόι που επιλέχθηκε
ήταν μάρκας "Ζενίθ" η οποία εθεωρείτο μία από τις καλύτερες της
αγοράς. Ο Ζαμπαθάς, στην αφήγησή του, τόνισε ότι ζήτησε ότι καλύτερο υπήρχε και
χαρακτηριστικά υπογράμμισε ότι "εγώ τέτοιο ρολόι ούτε θα μπορούσα να το
φανταστώ. Δεν ήθελα όμως να χάνει λεπτό".
Στον Μπελογιάννη το
ρολόι άρεσε πολύ. Μόλις το κράτησε στα χέρια του, έμελλε να πει κάτι που
αποδείχθηκε σχεδόν προφητικό. "Να δούμε αν θα μου στεργιώσει. Ποτέ μου δεν
αφήνω το ρολόι απείραχτο. Τις περισσότερες φορές τους βγάζω τα μάτια".
Δεν μπορούσε βέβαια
εκείνη τη στιγμή να ξέρει ότι το Ζενίθ θα ήταν το τελευταίο ρολόι της ζωής του
και ένα αντικείμενο που θα παρέδιδε λίγο πριν την εκτέλεσή του (στη γυναίκα και
μητέρα του παιδιού του, Έλλη Παππά). Από το βιβλίο του Κούλη Ζαμπαθά
"Νίκος Μπελογιάννης, Νίκος Πλουμπίδη: Δύο λαϊκοί ήρωες, εθνικοί
αγωνιστές" (εκδόσεις Δωρικός) που κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του
συγγραφέα, αντλούμε και ένα άλλο χαρακτηριστικό απόσπασμα από σκηνικό που έλαβε
χώρα την ημέρα της αγοράς.
"Στο τραπέζι
βρισκόταν τ' αγαπημένο του φαϊ. Ψάρια. Έφαγε με όρεξη, χαιρόσουν να τον βλέπεις
να τρώει. Έβλεπες τον ζωντανό άνθρωπο, το παλικάρι που έπρεπε να καλοφάει.
Φόραγε μία κοντομάνικη, μάλλινη φανελίτσα κι αντίκριζες το δυνατό αντρικό
κορμί.
Όλη την ώρα που
τρώγαμε, κουβέντιαζε και γελούσε. "Μ' αρέσουνε έτσι μαγειρεμένα τα ψάρια.
Κάτι που έτρωγα συχνά, ήταν ετούτο το φαϊ. Η μητέρα μου το ήξερε και μου το
μαγείρευε. Εκείνα που μπούχτισα έξω είναι τα ευρωπαϊκά τυριά. Ούτε να τα βάλω
στο στόμα μου. Λίγη φέτα, αυτό είναι το πιο ωραίο για μας τους Ελληνες. Αν πεις
για τον πουρέ πατάτα, μούτζωχτα. Είδα όξω πως τον φτιάχνουνε μέσα σε κάτι
θεόρατα καζάνια κι αυτό μου φτάνει".
Τελικά, το εξαιρετικό
Ζενίθ δεν βοήθησε τον Νίκο Μπελογιάννη να αποφύγει τη σύλληψη. Ακόμα όμως και
μετά από αυτήν, δεν το αποχωρίστηκε, άλλωστε στη φυλακή του ήταν χρήσιμο για να
έχει και εκεί την αίσθηση του χρόνου (που περνούσε, πάντως, αργά και
βασανιστικά).
Τον συντρόφευσε και στη
δίκη και του έκανε παρέα μέχρι την τελευταία ημέρα. Λίγο πριν την εκτέλεση, ο
Μπελογιάννης έπρεπε να απαλλαχθεί από τα "περιττά" αντικείμενα. Το
έβγαλε λοιπόν και το παρέδωσε στην Έλλη Παππά μαζί με μία φωτογραφία και το
πορτοφόλι του. Οι δυο τους πρόλαβαν να δώσουν ένα πολύ πεταχτό φιλί πριν ο
Μπελογιάννης αφήσει τη φυλακή για να επιβιβαστεί στο φορτηγό που τον μετέφερε
(μαζί με τους συντρόφους του στον τόπο εκτέλεσης, πίσω από το νοσοκομείο
"Σωτηρία").
Έπεσε από τα πυρά του
εκτελεστικού αποσπάσματος ξημερώματα, ημέρα Κυριακή, κατά την οποία δεν
συνηθιζόταν να γίνονται εκτελέσεις. Το ρολόι, από τα χέρια της Έλλης Παππάς,
πέρασε στα χέρια του γιου του ζευγαριού, του Νίκου Μπελογιάννη, ο οποίος είχε
την ευγένεια και τη μεγαλοκαρδία να το παραδώσει στο μουσείο που δημιουργήθηκε
στη μνήμη του πατέρα του στην Αμαλιάδα.
Το ρολόι όπως
παρουσιάζεται στο μουσείο για τον Νίκο Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα© Παρέχεται
από: 24 Media Digital S.A.
Το ρολόι όπως
παρουσιάζεται στο μουσείο για τον Νίκο Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα
Για το έκθεμα του
ρολογιού είχε γραφτεί η ακόλουθη λεζάντα (τελικά προτιμήθηκε μία μικρότερη για
χωροταξικούς λόγους).Ρολόι Ζενίθ. Ο Μπελογιάννης το φορούσε έως και τις
τελευταίες του στιγμές. Το παρέδωσε στην Έλλη Παππά λίγο πριν τον πάρουν για
εκτέλεση, μαζί με μια φωτογραφία και το πορτοφόλι του. Ο Κούλης Ζαμπαθάς τον
φιλοξένησε τις πρώτες μέρες που ήρθε στην Αθήνα, όπως μας περιγράφει στο βιβλίο
του Νίκος Μπελογιάννης –Νίκος Πλουμπίδης, Δύο Λαϊκοί Εθνικοί Αγωνιστές, Αθήνα
1976. Περιγράφει παραστατικά τι ζήτησε ο Νίκος Μπελογιάννης για να του
αγοράσει: «Θέλω να μ’ αγοράσεις, μου ξανάπε σε λίγο, ένα ρολόι κι αύριο να μου
το φέρεις. Τούτο πούχω μου χάλασε. Το θέλω νάναι ακριβείας και καλή μάρκα για
να βαστάξει. Θέλω κι ένα κουστούμι ρούχα. Θα τα καταφέρεις να’ναι στα μέτρα
μου;»
Και παρακάτω: «Τ’
αγόρασα από να φιλικό μου χρυσοχοείο στο σύνταγμα ένα ρολόι ‘Ζενίθ’ του χεριού
με μαύρη πλάκα και με φώσφορο στα νούμερα. Ήτανε απ’ τ’ ακριβότερα ρολόγια της
αγοράς. Μέσα στο μαγαζί χωρίς να θέλω έκανα το κομμάτι μου. Είχανε χρόνια να με
δούνε απ’ τον καιρό που δούλευα στο χρηματιστήριο και θα με πέρασαν για
μαυραγορίτη που πλούτισα στα χρόνια της κατοχής μια και ζητούσα ό,τι καλύτερο
βρίσκονταν σε ρολόγια. Εγώ τέτοιο ρολόι ούτε στ’ όνειρό μου δεν τόχα ιδωμένο.
Μα για κείνον έπρεπε νάναι τέλειο και να μην χάνει ούτε λεπτό».
*Πριν από λίγες ημέρες
κυκλοφόρησε με τη φροντίδα της Βουλής των Ελλήνων ο κατάλογος της μόνιμης
έκθεσης του μουσείου για τον Νίκο Μπελογιάννη σε μία πολυτελή έκδοση. Τη γενική
ευθύνη της έκδοσης έχει η Ελλη Δρούλια και την εκδοτική επιμέλεια ο Δημήτρης Ζαζάς
και ο Στάθης Κουτρουβίδης. Τόσο η ανέγερση του μουσείου όσο και η έκδοση του
καταλόγου έγιναν με την πολύτιμη αρωγή της Βουλής των Ελλήνων, και προσωπικά
του Προέδρου του Σώματος, Νίκου Βούτση και του Γενικού Γραμματέα, Κώστα
Αθανασίου.
**Το βιβλίο του Κούλη
Ζαμπαθά κυκλοφόρησε το 1976 χάρη στην εκδοτική φροντίδα της κόρης του, Φαίδρας.
Πηγή: msn.com
0 Σχόλια