Σαν σήμερα 3 -5-2011, έφυγε από τη ζωή , σε ηλικία 84 ετών ο καλός μας άνθρωπος. Ο Θανάσης Βέγγος, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο ανεπανάληπτος και μοναδικός στο είδος του , Θανάσης Βέγγος,
ταυτίστηκε με την εικόνα του αεικίνητου ανθρώπου:
(«τρέχω σαν τον Βέγγο»), ενώ η ατάκα του «καλέ μου άνθρωπε!»,
τον χαρακτήρισε προσωπικά,
καθώς ξεχώρισε για το ήθος και τη σεμνότητά του.
(«τρέχω σαν τον Βέγγο»), ενώ η ατάκα του «καλέ μου άνθρωπε!»,
τον χαρακτήρισε προσωπικά,
καθώς ξεχώρισε για το ήθος και τη σεμνότητά του.
Είναι και θα παραμείνει στην μνήμη του κάθε Έλληνα ο αγαπημένος πράκτορας, ο κορυφαίος γκαφατζής, ο πιο αστείος δρομέας, το πιο οικείο μας πρόσωπο.
Ο μεγαλύτερος ίσως Έλληνας κωμικός ηθοποιός!
Ο μεγαλύτερος ίσως Έλληνας κωμικός ηθοποιός!
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927. Ήταν μοναχοπαίδι του Βασίλη και της Ευδοκίας Βέγγου.
Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού και ήρωας της αντίστασης. Μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από τη δουλειά του, εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Έτσι, ο Θανάσης άρχισε να εργάζεται από μικρός για να βοηθήσει την οικογένειά του. Για πολλά χρόνια ασχολήθηκε με την επεξεργασία δερμάτων, ενώ παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά του.
Κατά τα ταραγμένα χρόνια του εμφύλιου εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Εκεί γνώρισε και τον άνθρωπο που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του, τον Νίκο Κούνδουρο. Το 1954 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, στην ταινία του σκηνοθέτη «Μαγική Πόλις» και για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε μικρούς ρόλους σε ταινίες που άφησαν εποχή, δείχνοντας το μεγάλο και έμφυτο ταλέντο του.
Ο Θανάσης Βέγγος δεν σπούδασε υποκριτική. Το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, όχι από Σχολή, αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο, με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Την ίδια χρονιά έκανε και το θεατρικό του ντεμπούτο, στην επιθεώρηση Ομόνοια πλατς πλουτς, δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη.
Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως Ο δράκος, Διακοπές στην Αίγινα, Μανταλένα, Ο Ηλίας του 16ου, Ποτέ την Κυριακή. Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία Οι δοσατζήδες του 1960.
Τα χρόνια που ακολούθησαν συνεργάστηκε, κυρίως, με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη και ανέπτυξε τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου ανθρώπου, που τον καθιέρωσε. Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό, με ταινίες όπως Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ, Μην είδατε τον Παναή, Ζήτω η τρέλα, Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης.
Το 1964 ίδρυσε τη δική του εταιρία παραγωγής ΘΒ – Ταινίες Γέλιου. Έως το 1969, συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως τις Φανερός πράκτωρ 000, Τρελός, παλαβός και Βέγγος, Ποιος Θανάσης;, οι οποίες πρόσφεραν άφθονο γέλιο με τον σουρεαλισμό τους και τις τρελές ατάκες του πρωταγωνιστή τους. Ωστόσο, παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές οδηγούν την εταιρία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή.
Το 1971 η στενή σχέση του με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη τον οδηγεί σε θρίαμβο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με την ταινία Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;. Κοινό και κριτική τον αποθεώνουν και αποσπά το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου. Έναν χρόνο μετά, ο ρόλος του στην ταινία Θανάση, πάρε το όπλο σου! του χαρίζει ένα ακόμη βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου.
Τη δεκαετία του ’80 αποσύρεται από το σινεμά και κάνει λίγες βιντεοταινίες. Θα επιστρέψει στον κινηματογράφο το 1991, με την ταινία Ήσυχες μέρες του Αυγούστουτου Παντελή Βούλγαρη. Η ερμηνεία του έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων, αλλά μεγάλης εκφραστικότητας. Το 1995 συμμετείχε στην ταινία Το βλέμμα του Οδυσσέα, του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ενώ κορυφαία στιγμή υπήρξε ο ρόλος του στο Όλα είναι δρόμος του 1998. Τελευταία εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη ήταν στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά» (2009). Το 1997 εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο, στο ρόλο του Δικαιόπολι στους Αχαρνής και το 2001 στην Ειρήνη του Αριστοφάνη, με μεγάλη επιτυχία.
Στην τηλεόραση, ο Θανάσης Βέγγος εμφανίστηκε στις σειρές: Βεγγαλικά (ΕΡΤ, 1988), Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης (ΑΝΤ1, 1990), Περί ανέμων και υδάτων (Mega, 2002), Έρωτας, όπως έρημος (ΝΕΤ, 2003), Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου (ΑΝΤ1, 2006) και Η Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας (ΕΤ3, 2009).
Ο Θανάσης Βέγγος ήταν παντρεμένος με την Ασημίνα Βέγγου, με την οποία απέκτησε δυο γιους κι έζησε μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 3 Μαΐου του 2011.
Ο Θανάσης Βέγγος υπήρξε σεμνός άνθρωπος και
φειδωλός σε δηλώσεις και συνεντεύξεις, ωστόσο στο παρελθόν (1976) ο ίδιος είχε δηλώσει:
Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, μόνο αυτή τη φάτσα. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα.
Eπίσης, τόνισε:
Για όλους είμαι ο Θανάσης. Kανένας μέχρι τώρα δεν μ' έχει πει, κύριε Bέγγο.
Δύσκολες μέρες, άγριες μέρες. Xειρότερες δεν γνώρισα στη ζωή μου. [...] Eγώ, στην κυριολεξία, έχω ποτίσει πίκρα σαν σφουγγάρι σ' αυτή τη δουλειά.
Kάθε φορά που υπέφερα, έβγαζα καταπληκτικά πράγματα στον Kινηματογράφο. Όταν τύχαινε να μου συμβούν ευχάριστα πράγματα, ήμουν κακός. Φοβάμαι, λοιπόν, το βόλεμα. Φοβάμαι, μήπως ξαφνικά, μου λυθούν όλα μου τα προβλήματα, μήπως βρεθώ με λεφτά, μήπως μου φύγουν οι ανησυχίες, το άγχος.
Eγώ είμαι άνθρωπος του Kινηματογράφου. Tα πλησιάσματά μου στο θέατρο είναι πολύ διακριτικά.
Στην οικογένειά μου, εγώ δεν φέρθηκα καλά. Δεν φέρθηκα καλά. Πώς το λένε...
H γυναίκα μου στερήθηκε πράγματα.
Tα παιδιά μου επίσης.
Tους ταλαιπώρησα όλους φριχτά.
Έδωσα 167 ταινίες στον κινηματογράφο και η γυναίκα μου είδε να της παίρνουν το σπίτι. Tο μετράς αυτό; Eίδε κλητήρες να της πετάνε τα πράγματα έξω... Ξέρεις τι θα πη νά'ρχωνται να σου πετάνε τα έπιπλα του σπιτιού σου στο δρόμο; ε; Ξέρεις τι θα πη να περπατάς στο δρόμο, να ακούς "Θανάση!" και να μη γυρίζεις το κεφάλι σου γιατί δεν ξέρεις, αν σε φωνάζη φίλος ή δανειστής;
H γυναίκα μου στερήθηκε πράγματα.
Tα παιδιά μου επίσης.
Tους ταλαιπώρησα όλους φριχτά.
Έδωσα 167 ταινίες στον κινηματογράφο και η γυναίκα μου είδε να της παίρνουν το σπίτι. Tο μετράς αυτό; Eίδε κλητήρες να της πετάνε τα πράγματα έξω... Ξέρεις τι θα πη νά'ρχωνται να σου πετάνε τα έπιπλα του σπιτιού σου στο δρόμο; ε; Ξέρεις τι θα πη να περπατάς στο δρόμο, να ακούς "Θανάση!" και να μη γυρίζεις το κεφάλι σου γιατί δεν ξέρεις, αν σε φωνάζη φίλος ή δανειστής;
Στην βράβευση για το έργο ζωής του Θανάση Bέγγου, στα βραβεία Status- Keep Walking 2009, ο ηθοποιός είπε ένα ταπεινό «σας ευχαριστώ», όταν όλος ο κόσμος είχε σηκωθεί όρθιος και τον χειροκροτούσε. Στα πρώτα κινηματογραφικά βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (3.05.2010), πρόσθεσε στο «σας ευχαριστώ» και το «δεν έχω να πω τίποτε άλλο»
Στην βράβευσή του στον Kορυδαλλό (2002), ο ηθοποιός κλείνει με τις φράσεις:
Kαλοί μου άνθρωποι... Πρέπει να κουραστήκατε απ' την ακατάσχετη βεγγολογία (σσ. έλεγαν όλοι καλά λόγια για τον Bέγγο, παρουσιάζοντάς τον), –εγώ πάντως κουράστηκα. Tο χάρηκα, αλλά κουράστηκα! Eιλικρινά, δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα όμως σας διαβεβαιώ: ότι στη γαλέρα της ζωής μου (κλαίει) τράβηξα άγριο κουπί.
Στο ερώτημα «τι είναι ευτυχία», ο Θανάσης Bέγγος έχει πει:
Έπρεπε να γεράσω αγόρι μου, για να μάθω τι είναι "ευτυχία"! Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια σφιχτά δεμένα. Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμήσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαιδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Είναι απλά, χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις...
Τι τόνισαν για τον Θανάση Bέγγο:
O Θόδωρος Aγγελόπουλος είπε:
Δεν συμμερίζομαι την άποψη περί κατατρεγμένου Έλληνα. Δεν βλέπω έτσι τον Έλληνα. [...] Στη συνεργασία μας πήρα αυτό που εγώ θεωρώ το καλύτερο που μπορούσα να πάρω από τον Bέγγο. [...] Δούλεψε με 20 βαθμούς υπό το μηδέν, και χωρίς πάρα πολλή κίνηση.
O Παντελής Bούλγαρης, είπε:
Kουβαλά τις μνήμες του Mικρασιάτη, του ανθρώπου του εμφυλίου και της εξορίας [...]. Θυμάμαι πως με το που στηνόταν το τρίποδο της μηχανής, υπολόγιζε τι φακό θα χρησιμοποιούσα και είχε ήδη πάρει τη θέση του.
O Nίκος Kούνδουρος, είπε:
Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. "Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε", μου είπαν, και το μόνο που ζήτησα ήταν, να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό, χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν! Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος, εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω, και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! "Τι κάνεις;" τον ρωτάω. "Θα πεθάνεις εδώ πάνω" απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω... Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου -ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: "Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε". Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας.
O Kώστας Γεωργουσόπουλος, είπε:
Έζησα, θυμάμαι, ένα προσωπικό δράμα του Βέγγου που αφορούσε το θεατρικό του ξεκίνημα. Για να παίξεις τότε στο θέατρο έπρεπε να έχεις άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Για να μπορούσες να αποκτήσεις την άδεια έπρεπε να έχεις περάσει από μία δραματική σχολή. Ακολούθως, για να πας σε μία σχολή, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να έχεις απολυτήριο γυμνασίου. Ο Βέγγος δεν είχε τελειώσει το σχολείο. Έτσι έδινε συνέχεια εξετάσεις σε μία ειδική επιτροπή που λεγόταν "εκτάκτων ταλέντων". Έδωσε 4 φορές, από το '54 έως το '61 και η επιτροπή, με φανερή αμηχανία, δεν του έδινε την άδεια παρόλο που με μερικά από τα μέλη της ο Βέγγος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν στον κινηματογράφο. Έκανε δικά του πράγματα. Όταν τελείωνε του έλεγαν τα μέλη της επιτροπής –όπως ο Παπαμιχαήλ ή η Χατζηαργύρη– να έρθει ξανά και την επόμενη φορά να έχει μάθει ένα συγκεκριμένο ρόλο, ένα κείμενο. Εκείνος όμως συνέχιζε με το ίδιο δικό του ρεπερτόριο ώσπου την τελευταία φορά, υποπτεύομαι, ότι τον σεβάστηκαν και του την έδωσαν. [...] Στην ουσία έπαιζε το ρεπερτόριο του Kαραγκιόζη: O Bέγγος στην Kατοχή, ο Bέγγος στον πόλεμο, κ.ο.κ. [...] Aνήκε σε μια γενιά κινηματογραφικής βιοτεχνίας που έκανε τη μιζέρια τέχνη.
O Γρηγόρης Γρηγορίου, είπε:
Tότε, ό,τι ήταν άτυχο για την Eλλάδα ήταν τυχερό για το σινεμά... O Bέγγος έτρεχε να προλάβει. Γελούσε με το άγχος, έκλαιγε με το άγχος. Ήταν νευρωσικός με τη σκόνη. Θυμάμαι που ξεσκόνιζε συνεχώς το γραφείο του Kαρατζόπουλου.
H Aιμιλία Yψηλάντη, είπε:
Aν και δεν ήταν ωραίος, ήταν τόσο γλυκός που θα μπορούσε να έχει όλο ωραία κορίτσια δίπλα του.
O Tάσος Zωγράφος, είπε:
Ξέρω ότι, όταν δεν είχε λεφτά, δανειζόταν για να ψωνίσει το λαδάκι για το ψωμάκι της ημέρας. Kαι για τα λουλούδια για την Aσημίνα, τη γυναίκα του.
O γιος του Bασίλης Bέγγος, είπε:
Ο πατέρας δεν είναι άνθρωπος που θα μας φωνάξει να πει ιστορίες παλιές. Έχει ένα "υπόγειο" χιούμορ. Αλλά πολλές φορές είναι σκυθρωπός, κάτι που είναι λογικό αφού έχει εξαντληθεί δίνοντας όλο του τον εαυτό στη σκηνή.
O Σάββας Παυλίδης, δημιουργός της ανεπίσημης ιστοσελίδας του Θανάση Bέγγου, είπε:
Ο Βέγγος ήταν ο ίδιος ο Έλληνας της μεταπολίτευσης που πήρε ένα καρβέλι ψωμί στην τσέπη και έφυγε μετανάστης. Ο Έλληνας που χρωστάει, που αλλάζει χίλιες δουλειές και τρέχει από δω και από κει για να επιβιώσει. Ο Έλληνας που τρώει τη σφαλιάρα αλλά μετά σηκώνεται και χορεύει και γλεντάει. Ο Βέγγος ήταν η μετενσάρκωση του Καραγκιόζη.
0 Σχόλια