«Η φλογέρα του βασιλιά» του Κωστή Παλαμά.

«Η φλογέρα του βασιλιά» του Κωστή Παλαμά.





«Η φλογέρα του βασιλιά» του Κωστή Παλαμά
 Στη  δημοτική γλώσσα.

Η φλογέρα του βασιλιά, Εκδόσεις Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1989, Σσ.31-188



ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα

Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ’ αργαστήρι,
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ’ αποκαΐδια, οι στάχτες.
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς πάει κ’ η γυναίκα, πάνε
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ’ άρματα και τα’ αλέτρια,
κ’ η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείση.
Κι από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι ακόμα
και πιο πολύ από τη γωνιά που του σπιτιού η καρδιά είναι,
κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα. Κρίμα.
Σκοτεινό ρέπιο κ’ η εκκλησιά, και δίχως πολεμήστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κ’ έγινε βοσκοτόπι.
Κι ο μέγας Έρωτας μακριά και είν’ άβουλος ο άντρας
κι άρπαχτος, και στο πλάι του χαμοσυρτή η γυναίκα
κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα.
Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ τη Χώρα.
Τραγούδι των ηρώων! Εμπρός, τραγούδι των ηρώων!
Απάνου από τ’ απόσταχτα, άναψε, ώ φλόγα, λάμψε.
Κανένα χέρι δε θα ιδής απάνου σου ν’ απλώση,
να θρέψη σε, να ζεσταθή, να πάρη απ’ το θυμό σου,
να σπείρη σε στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι,
να σε φωλιάση στην καρδιά, στο κάστρο, στ’ αργαστήρι.
Φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη κ’ έρμη εσύ φλόγα, κρύψου,
Και κάμε τη μνημούρι σου τη στάχτη, και μη σβύσης!
Γιατί θα ρθή κάποιος καιρός, και κάποια αυγή θα φέξη,
και θα φυσήξη μια πνοή μεγαλοδύναμη άκου!
Από ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθή; Δεν ξέρω.
Μπορεί από την ανατολή, μπορεί κι από τη δύση,
ποιος ξέρει μην απ’ το βοριά, μην απ’ τα μεσημέρια∙
τάχα θα βγή απ’ τα τάρταρα, για θα ριχτή από τ’ άστρα;
Δεν ξέρω· ξέρω πώς θα ρθή, και με το πέρασμά της,
μέγα και θείο και μυστικό κι αξήγητο, θα σκύψουν
οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες.
Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι στ’ αργαστήρι,
στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ’ αποκαΐδια, απρίλης!
Και σα θεών αγάλματα θαματουργά πλασμένα
να ηχολογάνε μουσικά, σαν τα φιλή ο κύρ Ήλιος,
και σα χλωρά ισκερόδεντρα που δεν τους απολείπουν
ζαχαροστάλαχτοι καρποί χειμώνα καλοκαίρι,
νά! να! ο ψωμάς, και να ο χαλκιάς, να και η γυναίκα, νάτα,
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, να του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου να οι προγήτες!
Κι όταν τριγύρω σου οι φωτιές ανάψουν πάλε οι πλάστρες,
ξαναζωντάνεψε κ’ εσύ και ρίξου, ώ φλόγα, ώ φλόγα,
και κύλησε και πέρασε στα διάπλατα της χώρας,
και στης ψυχής τ’ απόβαθα, και πλάσε τα και ζήσ’τα,
γιομάτα ροδοκόκκινα παιδιά τα καρδιοχτύπια,
και πλάσε τους και ζήσε τους κάποιους καημούς πατέρες,
και κάποιες γνώμες πλάσε τις και ζήσε τις μητέρες,
και κάμε αδέρφια τα όνειρα και τα έργα! Εμπρός, τραγούδι!

Σβυσμένες όλες οι φωτιές, τραγούδι των ηρώων!

Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ

Έβγαλε διάτα ο Κρούταγος, της Βουλγαριάς ο τσάρος.

Δίνει στους δούλους λευτεριά και στους ξενιτεμένους
δίνει πατρίδα∙ ανάθεμα στο σκλαβωτή, στον Κρούμο!
Είκοσι χρόνους λιώνανε στ’ άχαρα ξένα, κ’ οι άντρες
γεράσαν, άντρες γίνηκαν οι νιοί, λεβέντες τώρα
και τα παιδιά, μητέρες οι παιδούλες. Όλα φεύγουν.
Τρισάθλια τα γεράματα, κακόμοιρα τα νιάτα
που ανθούνε και καρπίζουνε στα ξένα, σκλαβωμένα.
Μα τώρα άλλαξαν οι καιροί, τον Κρούμο η γής τον τρώει,
στην Πόλη τώρα Θεόφιλος ο συνετός ορίζει,
τώρα του Κρούμου το σπαθί κρέμεται και σκουριάζει.
Έβγαλε διάτα ο Κρούταγος, της Βουλγαριάς ο τσάρος.

Κοπαδιαστά περνάν, αργά∙ και οι δούλοι αργά και οι ξένοι,
πάνε. Ψηλάθε από θρονί ξαγναντευτής ο τσάρος.
Και είναι γυναίκες με παιδιά και με ραβδιά γερόντοι,
κι από το βαρύ φόρτωμα σκεβρώνεται και γέρνει,
λεβέντη μου, ο καλόχτιστος ο τοίχος του κορμιού σου,
και είν’ η παρθένα στη ντροπή και στα ξεσκίδια μέσα.
Πείνα περνά και δυστυχιά και γύμνια και τρομάρα.
Κ’ οι ολόδροσοι της ομορφιάς ανθί από το λιοπύρι
σκληρά καμένοι της σκλαβιάς και χοντροδουλευτάδες
οι αρχόντοι, παραλλάματα κι από την κακοπάθεια.
Ρόδα κι αν είχε ο σκλαβωτής, για τους δικούς του τα είχε,
και μόνο τα τριβόλια του πάντα έννοιωθε κι ο σκλάβος.
Κι ο ήλιος πως τους φλόγιζε χωρίς να τους ζεσταίνη,
κ’ εσύ, ίσκιε, πως τους πάγωνες χωρίς να τους δροσίζης!
Κι όλο περνάν, κι όλο περνάν οι σκλαβωμένοι εμπρός του,
και πότε αναστενάζουνε και πότε αχνογελάνε,
και σμίγουν πόνος της σκλαβιάς κι’ ελπίδα της πατρίδας
μέσα στ’ αναστενάγματα και μέσα στ’ αχνογέλια.
Κάμετε ακόμα υπομονή και πάρτε ακόμα δρόμο,
και κάτου απ’ άλλους ουρανούς άλλη γή θα πατήστε,
θα κόφτε τα τριαντάφυλλα, θα σας ζεστάνη η ζέστα
του ήλιου σαν κόρφος μητρικός, θα το ρουφήχτε μάνα
το δρόσος! Πάσαν ομορφιά, Πατρίδα, εσύ την έχεις.

Ειδωλολάτρης άκαρδος ο Κρούταγος, ο τσάρος.
Ψές είταν που το Μανουήλ, τον άγιο το Δεσπότη,
μαρτυρικό του φόρεσε στεφάνι του Δεσπότη.
Μα τώρα η χάρη του Θεού σα να τον έχη αγγίξει,
μέρεψε, και το χαίρεται κρυφή χαρά του, που είναι
της λευτεριάς ο μοιραστής, τ’ άχαρου σκλάβου κόσμου
προσκύνημα. Μπρός του περνάν και γονατάν και σκύβουν.

Μόν’ ένας μπρός του σαν περνά, δε γονατά, δε σκύβει.

Δράκος δεν είναι στο κορμί, στα χρόνια δεν είν’ άντρας,
ψές είταν που παιγνίδιζε με τα παιγνίδια αγόρι∙
νάτος! Ψηλός και αλύγιστος, κ’ ευγενικός και ωραίος,
και στρατοκόπος ξέγνοιαστος, λεβέντης γαυριασμένος,
κ’ η φορεσιά του αρχοντικιά, κ’ αυγερινή του η όψη,
και χρυσαΐτοί ολοτρόγυρα του σάκκου του κεντίδια.
Τον αγναντεύεις, και νογάς πως δεν τον ξέρει εκείνος
το σκύψιμο του δουλευτή, καθώς το ξέρουν οι άλλοι,
τον αγναντεύεις και νογάς, καθώς ολόανθος είναι,
πως δεν ήυρε πουθενά να τον πυρώση ο ήλιος.
Στου ήλιου την πύρη δούλευαν για κείνον οι άλλοι κ’ οι άλλοι,
και φτωχοντύνονταν γι’ αυτόν, για να τον έχουν πάντα
ντυμένο στα λαμπριάτικα, και σα να καρτερούσαν
απ’ αυτόν και το κύλισμα της πέτρας και το ανάστα.
Στη λεβεντιά του πέτεται κι ας είναι με τους σκλάβους.
Δε λές πως πάει στον τόπο του ραγιάς από τα ξένα,
λές από πόλεμο γυρνά και θρόνος τον προσμένει.
Μόνο αυτός δε γονατά, μόνος αυτός δε σκύβει.
Κι ο βασιλιάς ξαφνίζεται, ρωτά∙ –Ποιος είν’ εκείνος
που δε με προσκυνά, ποιος είναι; –Είναι, της χήρας είναι
ο γιός, μονόκλωνος βλαστός. –Γιά φέρτε τον μπροστά μου.–

Σαν έρθη από βροχόνερο μανιωμένο ποτάμι
και πλημμυρίση και χυθή και πελαγώση ο κάμπος
και συνεπάρη τα δεντρά και τα σπαρτά σκεπάση,
κι οπόχει την καλύβα του κατάμεσα του κάμπου
ξυπνώντας, νύχτα ανέλπιστα βουΐτό χαμού γρικήση
και δεν μπορεί να πάη μπροστά και μήτε πάει και πίσω,
γιατί μπροστά είναι κύματα και ρέματα είναι πίσω,
και αχνίζει και βουβαίνεται και τρέμει και απομένει,–
στου λυτρωμού την πόρτα ομπρός όμοια ο λαός ο σκλάβος
αχνίζει και βουβαίνεται και τρέμει και απομένει.
Απάντεχο το μπόδισμα του ακριβοδιού της χήρας!
Και δε μπορεί να πάη μπροστά, γιατί του λείπει εκείνος,
και πίσω ανήμπορος να πάη, γιατί η σκλαβιά είναι πίσω.
Κι ακούστηκε πνιχτή φωνή: «Μπώ! μπώ! καημένα αδέρφια,
ο κανακάρης κι ο ακριβός δε θα γυρίση πίσω,
στου βούργαρου τη δούλεψη θα φάη τα νιάτα, οιμένα!»
Η μάνα του σωριάζεται σαν αστραποκαμένη.
κι ακούς αναστενάσματα και ουρλιάσματα σπαράζουν
τ’ αυτιά, γροθιές τεντώνονται και σφίγγονται και δέρνουν
τ’ άδειο, και ξεχωρίζονται τα χέρια και σπαράζουν
και ξερριζώνουν τα μαλλιά, και μύριες ματιές πέφτουν
προς το θρονί του Κρούταγου και γγίζουνε τον τσάρο
βουβά παρακαλώντας τον και σαν απελπισμένα.
«Δε θέλουμ’, εμείς λεύτεροι, κι ο νιός μακριά μας δούλος,
κάλλιο να φάν τα σίδερα για πάντα τη ζωή μας!»
Κ’ έπιασε ο λόγος ο γοργός κι άπλωσε πέρα ως πέρα.
Έτσι τα κύματα ο βοριάς το ‘να πά στ’ άλλο απλώνει:
« Παρά μακρά του λεύτεροι, κάλλιο μαζί του σκλάβοι!»

Ποιος είναι ο γιός της χήρας, ποιος, ο μοσκαναθρεμμένος,
προσκυνητάρι ενός λαού κ’ ενός λαού λαχτάρα,
κι αν τον κρατήση ο Κρούταγος, και τι κακό θα κάμη;

(Κόψε, κιθάρα μου επική, το δρόμο σου, και πάρε
το μονοπάτι ενός καιρού πρωτήτερου, και τράβα.)

Είτανε μέρα θερισμού, μεσημεριού ώρα είταν,
ο κάμπος ο κατάσπαρτος μόλις γλυκοσαλεύει,
σαν ένα κοίμισμα παιδιού ξανθότατου στην κούνια.
Το κόψανε για μια στιγμή το θέρισμα κ’ οι αργάτες
και δεν ακούγεται λαλιά και δε γρικιέται γούζλα,
της μέρας είναι η ζωγραφιά, της νύχτας η γαλήνη.
Τα περιστέρια ταιριαστά φωλιάζουν και κοιμούνται
και κάποια σα χιονόβολα που δεν τα λιώνει η φλόγα.
Μες στα χωράφια που και που και οι παπαρούνες γέρνουν
στεγνές τις πορφυρόμαυρες θωριές τους προς το χώμα,
σα να ζητάν από τη γή το δρόσος που δε βρίσκουν,
κι από τη λαύρα στέκονται σωμένες οι αγελάδες
με τα μεγάλα μάτια τους τα μαύρα που γυαλίζουν,
κι από μακριά σαν πλάσματα φαντάζουνε πετρένια
κι από το διάβα του καιρού μαυροκιτρινισμένα.
Τον ίσκιο τους ανώφελο ξαπλώνουν τα πλατάνια
και σα καρφωθήκανε τα φύλλα στα κλαδιά τους.
Στυλώνει ο ήλιος τη ματιά, ματιά πυρή φειδίσια,
τη γή, το μυριοπλούμιστο πουλί, για να βασκάνη∙
και κάθε τι καλό, γερό, και λυγερό και μέγα,
σωπαίνει και ονειρεύεται και δένεται από μάγια.
Να πάρη λίγη ανάπαψη δεν πρόφτασε και η χήρα,
στον τόπο της αρχόντισσα και στη σκλαβιά θερίστρα,
και τρέμει, και σηκώνεται, και τρέχει στο παιδί της.
Μαραζωμένος ο άντρας της από την καταφρόνια,
και απόμενε με το παιδί, μονάκριβο βλαστάρι.
Κρεββάτι λευκοπράσινο, κι όσο να πάψη ο θέρος,
του στρώνει για να κοιμηθή, με κάποια χλόη σα θάμα
μέσα στη βράση, και μ’ ανθούς που σα να ξεψυχούσαν,
κάτου από δάφνης ίσκιωμα, στο ρίζωμα της δάφνης.
Μα είναι κοντούλι το δεντρί, και να! ψηλώνει ο ήλιος
κ’ οι αχτίδες του κατάσταυρα το αγόρι της χτυπάνε∙
και τ’ αγναντεύει∙ πααίνοντας για να το πάρη, βλέπει
κάτι σα μέγα σύννεφο που γοργοχαμηλώνει
και παίρνει και ζυγιάζεται ίσ’ απάνου από το βρέφος,
και να το κρύψη πολεμά και να το πάρη του ήλιου
κοιμίζοντάς το πιο βαθιά στην πυκνεράδα του ίσκου.
Ξαφνιάζεται και λαχταρά και ξεφωνίζει η χήρα.
Δεν είναι μέγα σύγνεφο, δεν είναι αχνού μαυρίλα.
Νάτος! αϊτός κυνηγητής, αϊτός καμαρομύτης,
με τα τετράπλατα φτερά, τα κλαδωμένα πόδια,
και το κορμί το παρδαλό, το κίτρινο, άσπρο, μαύρο.
Στής γυναικός τ’ ανάκρασμα τρέχουν και ακόμα τρέχουν
θερίστρες, θεριστάδες, λαός, από παντού κ’ οι αργάτες,
κι ανάφτουν πετροπόλεμο να διώξουν τ’ αγριοπούλι,
και τ’ αγριοπούλι φεύγει μια και μια ξανασιμώνει,
κ’ εφτά φορές το κυνηγάν κ’ εφτά φορές γυρίζει
πάνου απ’ τον ύπνο του παιδιού ν’ απλώση τα φτερούγια.
Και να! ένας γέρος δουλευτής που κάτεχε από μάγια
και από μαντέματα έννοιωθε, πρόβαλε και είδε και είπε:
«Μεγάλη η χάρη του Θεού και δόξα στ’ όνομα του
κι ο σταυραϊτός είναι σταλτός από το θέλημα του.
Τον ερχομό της άνοιξης μας δείχνει το λελέκι,
κ’ εσύ, χυνόπωρο, μας λές η κυκλαμιά πως ήρθε,
μας λέει τη μοίρα την τρανή κι ο αϊτός ο μακρομάτης,
η κουκουβάγια όπου ακουστή τη συφορά μηνάει,
το χελιδόνι όπου σταθή την ευτυχία μοιράζει,
κι όποιον ισκιώση σταυραϊτός, αυτός θα βασιλέψη.»

Το λόγο δεν απόσωσε, κι άλλος το λόγο παίρνει,
γραμματικός, πνεματικός των περασμένων και είπε:
«Ακόμα δε σωθήκανε τα πεντακόσια χρόνια,
που οι Βάνταλοι και οι Βάνταλοι χυθήκανε του κόσμου,
τη Ρώμη διαγουμίζουνε, την Πόλη φοβερίζουν.
Ο Γεζερίχος ρήγας τους, του Αττίλα σταυραδέρφι,
χυμάει, χτυπάει, σκορπάει, νικάει, καίει, σφάζει, ξολοθρεύει,
τ’ ασκέρι το βασιλικό το σφιχτοκλεί, το αδράχνει
στα ξόβεργα τα δυνατά, στα σιδερένια βρόχια.
Κοπαδιαστά μακρόσυρτοι περνάν από μπροστά του
και οι σκλάβοι∙ από το ψήλωμα τους βλέπει ο Γεζερίχος.
Ο Γεζερίχος πρόσταξε: «Σ’ όλους φωτιά! μαχαίρι!»
Και τον τζελάτη καρτεράν αραδιασμένοι οι σκλάβοι,
κ’ ένα σκλαβάκι μοναχά δεν καρτερά, κοιμάται,
κ’ ενός αϊτού τα ολάνοιχτα φτερούγια το σκεπάζουν.




Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια