Ανάταξη της Εκπαίδευσης
από μια νέα κυβέρνηση .
Γράφει ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης.
Γράφει ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης.
Η νέα κυβέρνηση που θα
προκύψει από τις επικείμενες εκλογές πρέπει να έχει έτοιμο σχεδιασμό ανάταξης
τής Εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων. Aλλη σίγουρη λύση (μεσοπρόθεσμα και
μακροπρόθεσμα) για μια ουσιαστική και βαθιά θεμελιωμένη ανάκαμψη τής χώρας
πέραν τής παιδείας δεν φαίνεται να υπάρχει .
Οδηγούμαστε σε μια
κυβερνητική αλλαγή, όπως δείχνουν τα εκλογικά δεδομένα. Ποια μπορεί και πρέπει
να είναι η πρόκληση για μια νέα κυβέρνηση; Φυσικά, η οικονομία. Ο κόσμος δεν
αντέχει άλλο. Βεβαίως, η υγεία και η ασφάλεια. Ο κόσμος υποφέρει. Ανυπερθέτως
όμως, η Παιδεία. Σε τι αποσκοπεί να εξασφαλίσει για τους πολίτες της μια σοβαρή
χώρα; Να τους εξασφαλίσει μια Εκπαίδευση που να μορφώνει τους νέους ώστε να
γίνονται πολίτες υπεύθυνοι, σκεπτόμενοι, ευαίσθητοι και καλλιεργημένοι.
Σε τι αποβλέπει και κάθε ελληνική οικογένεια; Στη μόρφωση των παιδιών της πάνω απ’ όλα και, κατά κανόνα, στη φοίτησή τους σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο. Σ’ αυτή, λοιπόν, την ανάγκη και την προοπτική τής Ελλάδας η παρούσα διακυβέρνηση τής χώρας με τα λίγα εφαρμοσθέντα και τα πολλά επαπειλούμενα μέτρα της σε όλες τις βαθμίδες τής Εκπαίδευσης, από το Νηπιαγωγείο μέχρι τα Ανώτατα Ιδρύματα, έχει επιφέρει σύγχυση, σοβαρά αστοχήματα, υποβάθμιση τού επιπέδου, γενικότερη εκπαιδευτική και μορφωτική φθορά η οποία χρειάζεται άμεση ανάταξη. Ποια ελληνική οικογένεια, που αγωνίζεται δραματικά να φοιτήσει το παιδί της σ’ ένα σωστό πανεπιστήμιο, θα εμπιστευθεί τη «μυστηριακή μείξη» Πανεπιστημιακών Τμημάτων και ΤΕΙ που συνελήφθη και τέθηκε σε εφαρμογή από τους «μάγους» τού Υπουργείου Παιδείας; Ποιον έχει πείσει η πολιτική να υπεραυξηθεί η εισαγωγή φοιτητών στα ΑΕΙ τεχνηέντως και απατηλά (στα δημιουργηθέντα 345 πλασματικά πανεπιστημιακά τμήματα!) σε μια δήθεν εφαρμογή τής ψευδούς προεκλογικής υποσχέσεως περί ελεύθερης εισαγωγής των υποψηφίων φοιτητών στα ΑΕΙ, ευκαίρως ακαίρως επαναλαμβανομένης από το κυβερνών κόμμα; Και σε ποιας πλέον μορφής και καταστάσεως Πανεπιστήμια; Σ’ αυτά που μπαινοβγαίνουν ναρκέμποροι, χρήστες ουσιών, παράνομοι πωλητές εμπορευμάτων, αναρχοαυτόνομοι, περαστικοί, διωκόμενοι, ύποπτοι και κάθε είδους μη πανεπιστημιακά άτομα; Ας ρίξουμε μια γενική ματιά στην Εκπαίδευσή μας: Υπάρχουν δημόσιοι παιδικοί σταθμοί για όλα τα παιδιά τού οδυνηρά φορολογούμενου έλληνα πολίτη; Πού να εμπιστευθούν τα παιδιά τους οι ελληνίδες εργαζόμενες μητέρες; Εφαρμόζεται η θεσπισμένη διετής υποχρεωτική προσχολική εκπαίδευση, η φοίτηση προνηπίων και νηπίων σε κατάλληλα δημόσια νηπιαγωγεία; Τι γίνεται με τα δημοτικά μας σχολεία; Μαθαίνουν γράμματα τα Ελληνόπουλα στα Δημοτικά σχολεία μας, σε μια υποβαθμισμένη πρωτοβάθμια εκπαίδευση με ανεπιμόρφωτους, ανυποστήρικτους και αναξιολόγητους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν σε τάξεις (στις μεγάλες πόλεις και όχι μόνον) όπου συμφοιτούν μεταναστόπουλα τα οποία δεν γνωρίζουν Ελληνικά, χωρίς ειδική μέριμνα και προγραμματισμό να καλυφθούν οι γλωσσικές ελλείψεις τους που καθιστούν προβληματική τη λειτουργία τής τάξης; Πώς συμβαίνει πια να φθάνουν Ελληνόπουλα στις πρώτες τάξεις τού Γυμνασίου χωρίς ευχέρεια ανάγνωσης και με ανεπίτρεπτα περιορισμένη δυνατότητα ορθής γραφής των λέξεων και σύνταξης στοιχειωδών κειμένων στη μητρική τους γλώσσα; Το ίδιο και για την ευχέρεια και ικανότητά τους στην απλή αριθμητική. Μήπως τα πράγματα έγιναν καλύτερα στο Γυμνάσιο; Βαίνει καλώς η εκμάθηση τής γλώσσας και των μαθηματικών, των θεμελιωδών αυτών μαθημάτων; Ή μεταφέρεται εν πολλοίς το πρόβλημα κι επαφίεται στην οικογένεια να το λύσει με ιδιωτικά μέσα; Δημιουργείται στους μαθητές συνείδηση συνέχειας τής ελληνικής γλώσσας διά τής επαφής με τα «παλαιότερα Ελληνικά μας»; Μήπως μαθαίνουν καλά Αγγλικά ή μιαν άλλη γλώσσα, Γαλλικά ή Γερμανικά; Είναι γνωστό ότι οι γονείς —ελλείψει οργάνωσης και εξασφάλισης μέσων στο διδακτικό προσωπικό των ξένων γλωσσών εκ μέρους τής Πολιτείας, η οποία περί άλλα τυρβάζεται— πηγαινοφέρνουν τα παιδιά τους στα Φροντιστήρια Ξένων Γλωσσών, επιβαρυνόμενοι παρά τη βαριά φορολόγησή τους να μάθουν τα παιδιά τους ιδίοις εξόδοις την ξένη γλώσσα που υποτίθεται ότι θα μάθαιναν στο σχολείο τους! Πώς, αλήθεια, τα παιδιά στα ιδιωτικά σχολεία μαθαίνουν στο σχολείο τους την ξένη γλώσσα και παίρνουν κατά τη σχολική φοίτησή τους ήδη στις πρώτες τάξεις τού Γυμνασίου όλα τα προβλεπόμενα ξένα διπλώματα; Δεν μπορεί το Υπουργείο Παιδείας να εξασφαλίσει ανάλογες δυνατότητες για τα παιδιά των δημοσίων σχολείων; Να μη μιλήσω για Πληροφορική, για Θετικές επιστήμες, για Φυσική αγωγή, για Εργαστήρια, Σχολική Βιβλιοθήκη, για καλλιτεχνικά ή για μουσική. Τα τελευταία αποτελούν περιττή πολυτέλεια για τους υπευθύνους τής Παιδείας μας. Η πρότασή μας (στον «Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία» τού 2009, πραγματικά δημοκρατικό και ουσιαστικά παιδευτικό) για μια «ζώνη πολιτισμού» από την πρώτη Δημοτικού μέχρι την Τρίτη Λυκείου (λογοτεχνία, μουσική, εικαστικά, θέατρο, κινηματογράφο, αθλητισμό κ.ά.), ώστε να αγαπήσουν τα παιδιά το σχολείο και να αξιοποιηθούν υπάρχουσες κλίσεις, αποτελεί «όνειρο θερινής νυκτός» για τους τεχνοκράτες τού αρμόδιου Υπουργείου, αν δεν μάς μυκτηρίζουν κιόλας διάβαζοντας τις γραμμές αυτές. Και υπάρχει, αλήθεια, κανένας διαγνωστικός έλεγχος στο τέλος τής υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (τρίτη Γυμνασίου) για κάθε σχολείο και ολόκληρη την Παιδεία μας, αν έχουν επιτευχθεί οι μαθησιακοί στόχοι τής εννεάχρονης υποχρεωτικής Εκπαίδευσης ώστε να γίνουν οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις; Φθάνοντας στο Λύκειο, κύριο πολιτικό μέλημα τού κυβερνώντος κόμματος ήταν να εξασφαλίσει τις ψήφους των δεκαεφτάρηδων (έτσι υπολόγιζε εσφαλμένα) και όχι να τους εξασφαλίσει μια ποιότητα μόρφωσης στην πιο δημιουργική σε ικανότητα πρόσληψης ηλικία των 15-18 ετών. Αντί γι’ αυτό ίσχυσε το λαϊκίστικο «εκπαιδευτικό χάιδεμα» : κατάργηση τής γενικής παιδείας, λιγότερα μαθήματα, συσσώρευση ύλης, Λύκειο-Φροντιστήριο —και λύσαμε έτσι το πρόβλημα τής λυκειακής εκπαίδευσης! Με εισαγωγικές εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ, βεβαίως (οι οποίες δεν καταργήθηκαν όπως ευαγγελίζονταν επί τέσσερα χρόνια…), και δεύτερες —ακούτε καλά— περιφερειακές εξετάσεις για να εξασφαλισθεί δήθεν στοιχειώδης αντικειμενικότητα τής βαθμολογίας τού απολυτηρίου (που θα καταντήσει «περιφερειακή υποκειμενικότητα», αφού κάθε περιφέρεια θα εξετάζει με τα πιο εύκολα θέματα τα δικά της παιδιά!). Οι γραμμές αυτές γράφονται από αίσθηση ευθύνης ενός πανεπιστημιακού δασκάλου που από υπεύθυνες θέσεις (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία, Πρυτανεία, Διοίκηση Αρσακείων Σχολείων, Υπουργείο Παιδείας) γνωρίζει «από μέσα» τα πράγματα. Το κυβερνών κόμμα απέτυχε (και) στην Παιδεία. Ούτε που το απησχόλησε το φλέγον δημοκρατικό θέμα τής άρσης ή μείωσης έστω των εκπαιδευτικών ανι.
Σε τι αποβλέπει και κάθε ελληνική οικογένεια; Στη μόρφωση των παιδιών της πάνω απ’ όλα και, κατά κανόνα, στη φοίτησή τους σε κάποιο ελληνικό πανεπιστήμιο. Σ’ αυτή, λοιπόν, την ανάγκη και την προοπτική τής Ελλάδας η παρούσα διακυβέρνηση τής χώρας με τα λίγα εφαρμοσθέντα και τα πολλά επαπειλούμενα μέτρα της σε όλες τις βαθμίδες τής Εκπαίδευσης, από το Νηπιαγωγείο μέχρι τα Ανώτατα Ιδρύματα, έχει επιφέρει σύγχυση, σοβαρά αστοχήματα, υποβάθμιση τού επιπέδου, γενικότερη εκπαιδευτική και μορφωτική φθορά η οποία χρειάζεται άμεση ανάταξη. Ποια ελληνική οικογένεια, που αγωνίζεται δραματικά να φοιτήσει το παιδί της σ’ ένα σωστό πανεπιστήμιο, θα εμπιστευθεί τη «μυστηριακή μείξη» Πανεπιστημιακών Τμημάτων και ΤΕΙ που συνελήφθη και τέθηκε σε εφαρμογή από τους «μάγους» τού Υπουργείου Παιδείας; Ποιον έχει πείσει η πολιτική να υπεραυξηθεί η εισαγωγή φοιτητών στα ΑΕΙ τεχνηέντως και απατηλά (στα δημιουργηθέντα 345 πλασματικά πανεπιστημιακά τμήματα!) σε μια δήθεν εφαρμογή τής ψευδούς προεκλογικής υποσχέσεως περί ελεύθερης εισαγωγής των υποψηφίων φοιτητών στα ΑΕΙ, ευκαίρως ακαίρως επαναλαμβανομένης από το κυβερνών κόμμα; Και σε ποιας πλέον μορφής και καταστάσεως Πανεπιστήμια; Σ’ αυτά που μπαινοβγαίνουν ναρκέμποροι, χρήστες ουσιών, παράνομοι πωλητές εμπορευμάτων, αναρχοαυτόνομοι, περαστικοί, διωκόμενοι, ύποπτοι και κάθε είδους μη πανεπιστημιακά άτομα; Ας ρίξουμε μια γενική ματιά στην Εκπαίδευσή μας: Υπάρχουν δημόσιοι παιδικοί σταθμοί για όλα τα παιδιά τού οδυνηρά φορολογούμενου έλληνα πολίτη; Πού να εμπιστευθούν τα παιδιά τους οι ελληνίδες εργαζόμενες μητέρες; Εφαρμόζεται η θεσπισμένη διετής υποχρεωτική προσχολική εκπαίδευση, η φοίτηση προνηπίων και νηπίων σε κατάλληλα δημόσια νηπιαγωγεία; Τι γίνεται με τα δημοτικά μας σχολεία; Μαθαίνουν γράμματα τα Ελληνόπουλα στα Δημοτικά σχολεία μας, σε μια υποβαθμισμένη πρωτοβάθμια εκπαίδευση με ανεπιμόρφωτους, ανυποστήρικτους και αναξιολόγητους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν σε τάξεις (στις μεγάλες πόλεις και όχι μόνον) όπου συμφοιτούν μεταναστόπουλα τα οποία δεν γνωρίζουν Ελληνικά, χωρίς ειδική μέριμνα και προγραμματισμό να καλυφθούν οι γλωσσικές ελλείψεις τους που καθιστούν προβληματική τη λειτουργία τής τάξης; Πώς συμβαίνει πια να φθάνουν Ελληνόπουλα στις πρώτες τάξεις τού Γυμνασίου χωρίς ευχέρεια ανάγνωσης και με ανεπίτρεπτα περιορισμένη δυνατότητα ορθής γραφής των λέξεων και σύνταξης στοιχειωδών κειμένων στη μητρική τους γλώσσα; Το ίδιο και για την ευχέρεια και ικανότητά τους στην απλή αριθμητική. Μήπως τα πράγματα έγιναν καλύτερα στο Γυμνάσιο; Βαίνει καλώς η εκμάθηση τής γλώσσας και των μαθηματικών, των θεμελιωδών αυτών μαθημάτων; Ή μεταφέρεται εν πολλοίς το πρόβλημα κι επαφίεται στην οικογένεια να το λύσει με ιδιωτικά μέσα; Δημιουργείται στους μαθητές συνείδηση συνέχειας τής ελληνικής γλώσσας διά τής επαφής με τα «παλαιότερα Ελληνικά μας»; Μήπως μαθαίνουν καλά Αγγλικά ή μιαν άλλη γλώσσα, Γαλλικά ή Γερμανικά; Είναι γνωστό ότι οι γονείς —ελλείψει οργάνωσης και εξασφάλισης μέσων στο διδακτικό προσωπικό των ξένων γλωσσών εκ μέρους τής Πολιτείας, η οποία περί άλλα τυρβάζεται— πηγαινοφέρνουν τα παιδιά τους στα Φροντιστήρια Ξένων Γλωσσών, επιβαρυνόμενοι παρά τη βαριά φορολόγησή τους να μάθουν τα παιδιά τους ιδίοις εξόδοις την ξένη γλώσσα που υποτίθεται ότι θα μάθαιναν στο σχολείο τους! Πώς, αλήθεια, τα παιδιά στα ιδιωτικά σχολεία μαθαίνουν στο σχολείο τους την ξένη γλώσσα και παίρνουν κατά τη σχολική φοίτησή τους ήδη στις πρώτες τάξεις τού Γυμνασίου όλα τα προβλεπόμενα ξένα διπλώματα; Δεν μπορεί το Υπουργείο Παιδείας να εξασφαλίσει ανάλογες δυνατότητες για τα παιδιά των δημοσίων σχολείων; Να μη μιλήσω για Πληροφορική, για Θετικές επιστήμες, για Φυσική αγωγή, για Εργαστήρια, Σχολική Βιβλιοθήκη, για καλλιτεχνικά ή για μουσική. Τα τελευταία αποτελούν περιττή πολυτέλεια για τους υπευθύνους τής Παιδείας μας. Η πρότασή μας (στον «Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία» τού 2009, πραγματικά δημοκρατικό και ουσιαστικά παιδευτικό) για μια «ζώνη πολιτισμού» από την πρώτη Δημοτικού μέχρι την Τρίτη Λυκείου (λογοτεχνία, μουσική, εικαστικά, θέατρο, κινηματογράφο, αθλητισμό κ.ά.), ώστε να αγαπήσουν τα παιδιά το σχολείο και να αξιοποιηθούν υπάρχουσες κλίσεις, αποτελεί «όνειρο θερινής νυκτός» για τους τεχνοκράτες τού αρμόδιου Υπουργείου, αν δεν μάς μυκτηρίζουν κιόλας διάβαζοντας τις γραμμές αυτές. Και υπάρχει, αλήθεια, κανένας διαγνωστικός έλεγχος στο τέλος τής υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (τρίτη Γυμνασίου) για κάθε σχολείο και ολόκληρη την Παιδεία μας, αν έχουν επιτευχθεί οι μαθησιακοί στόχοι τής εννεάχρονης υποχρεωτικής Εκπαίδευσης ώστε να γίνουν οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις; Φθάνοντας στο Λύκειο, κύριο πολιτικό μέλημα τού κυβερνώντος κόμματος ήταν να εξασφαλίσει τις ψήφους των δεκαεφτάρηδων (έτσι υπολόγιζε εσφαλμένα) και όχι να τους εξασφαλίσει μια ποιότητα μόρφωσης στην πιο δημιουργική σε ικανότητα πρόσληψης ηλικία των 15-18 ετών. Αντί γι’ αυτό ίσχυσε το λαϊκίστικο «εκπαιδευτικό χάιδεμα» : κατάργηση τής γενικής παιδείας, λιγότερα μαθήματα, συσσώρευση ύλης, Λύκειο-Φροντιστήριο —και λύσαμε έτσι το πρόβλημα τής λυκειακής εκπαίδευσης! Με εισαγωγικές εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ, βεβαίως (οι οποίες δεν καταργήθηκαν όπως ευαγγελίζονταν επί τέσσερα χρόνια…), και δεύτερες —ακούτε καλά— περιφερειακές εξετάσεις για να εξασφαλισθεί δήθεν στοιχειώδης αντικειμενικότητα τής βαθμολογίας τού απολυτηρίου (που θα καταντήσει «περιφερειακή υποκειμενικότητα», αφού κάθε περιφέρεια θα εξετάζει με τα πιο εύκολα θέματα τα δικά της παιδιά!). Οι γραμμές αυτές γράφονται από αίσθηση ευθύνης ενός πανεπιστημιακού δασκάλου που από υπεύθυνες θέσεις (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία, Πρυτανεία, Διοίκηση Αρσακείων Σχολείων, Υπουργείο Παιδείας) γνωρίζει «από μέσα» τα πράγματα. Το κυβερνών κόμμα απέτυχε (και) στην Παιδεία. Ούτε που το απησχόλησε το φλέγον δημοκρατικό θέμα τής άρσης ή μείωσης έστω των εκπαιδευτικών ανι.
σοτήτων σε επίπεδο
περιφέρειας, ακόμη και σχολείου και τάξης. Ούτε η εξασφάλιση μιας ποιότητας στη
γενική εκπαίδευση με βάση το δημόσιο σχολείο υπήρξε μέλημά του. Το λίγο και το
εύκολο ήταν η λαϊκίστικη φιλοσοφία του. Με μέτρα σπασμωδικά, ανεπεξέργαστα,
αντιφατικά, χωρίς πρόγραμμα με προοπτική, με εξαγγελίες που σέρνονταν, ανακαλούνταν
και επανέρχονταν πρόσφερε ό,τι «αρέσει», όχι ό,τι χρειάζεται πραγματικά η
Παιδεία μας. Η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές πρέπει
να έχει έτοιμο σχεδιασμό ανάταξης τής Εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων. Άλλη
σίγουρη λύση (μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα) για μια ουσιαστική και βαθιά
θεμελιωμένη ανάκαμψη τής χώρας πέρα τής παιδείας δεν φαίνεται να υπάρχει. Το
είπε επιγραμματικά ο Αδαμάντιος Κοραής διακόσια χρόνια πριν : «Τρόπον μεταβολῆς
τῆς ῾Ελλάδος ἀπὸ τὴν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται κατάστασιν τὴν σήμερον, οὔτ᾿ ἐστοχάσθην
ποτέ, οὔτε στοχάζομαι δυνατὸν ἄλλον, παρὰ τὴν παιδείαν.»
Σημείωση:
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης
είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Protagon.gr
0 Σχόλια