Καλοκαίρι.
Το αισθάνεσαι στο σώμα. Το μυρίζεις. Αναδύεται ορμητικά μέσα από την αισθαντική μνήμη, υλικά, σωματικά, κυρίαρχα.
Μυρίζει κολόνια, ανοίγει τα ρουθούνια, εισβάλει στον οσφρητικό εγκέφαλο και τον
ημερώνει. Βασιλικός, γιασεμί, αγιόκλημα,
κυριαρχούν.
Καλοκαίρι
στις πόλεις, στις θάλασσες και τα χωριά. Μικρές συνήθειες που με τα χρόνια
έχουν γίνει σαν μικρές τελετές, μια ματιά και μια σκέψη στα περάσματα, στα
δέντρα, στις νεράιδες, στις παραλίες, στους φίλους που ανταμώνεις με
χαιρετισμούς και κουβέντες. Και ουζάκι – εναλλάξ με τη μαστίχα, ηδύποτα
κεράσματα σε τραπεζάκια με δριμύ χταπόδι λιαστό, πλάι στο καρνάγιο με τα
βαπόρια νυσταγμένα στο μώλο.
Ο
θεός βάζει τη στολή του και βομβαρδίζει. Μπλε μπογιές παντού. Στα μπαλκόνια,
στις ψυχές, παντού. Μπλε, σαν τα τραγούδια του Ρόμπερτ Τζόνσον. Τα φύλλα
πλησιάζουν το ένα το άλλο, ριγούν στην ένωση, σχεδόν φιλιούνται. Αιώνιοι όρκοι
εφήβων σκαλίζουν τη λέξη «σ’ αγαπώ» και
κάνουν μπέστ σέλερ την αιωνιότητα. Κάτω από τις καλαμένιες ομπρέλες ο ήλιος λειαίνει
ενθύμια. Αλμύρα και φως. Η μαμά Βίκυ φωνάζει τον τρομερό Γιωργάκη «να μην πάει
στα βαθιά», ενώ παίζει με τη μικρή Μαρία στο κύμα. Τη στριφογυρίζει
πλατσουρίζοντας. Ένα κοριτσάκι ζωή. Ιερή, να ευαγγελίζεται. Η μικρή Μαρία θέλει
να ξεγελάσει τον ουρανό. Τις νύχτες θέλει να κλέψει όλα τα ματάκια του και να
τα ρίξει στην τσέπη της.
Σώμα
καλοκαιριού σαν ανοιχτό πουκάμισο. Ανεμόμυλοι. Φέτες καρπούζι με φέτα και τζάζ
και μπλούζ στα υπαίθρια καφενεία. Και τζιτζίκια – δεινοί οργανοπαίκτες του
θέρους. Το κάστρο δίπλα σου, στην παλιά πόλη, φωτισμένος φρουρός. Ξωκλήσια με
τους ερημίτες αγίους κάτω από τα πεφταστέρια, αρχαίες ελιές, κρασί, ύπνος
γλαρός και πανηγύρια. Με Καρούζο, Εμπειρίκο κι Εγγονόπουλο υπό μάλης, δίπλα
στην άυπνη βουκαμβίλια. Το νησί λες και δε χορταίνει από τα σώματα. Από το
λιμάνι νομίζεις ότι κάποιο σημείο του έχει πάρει φωτιά. Χωριά σαν παραμύθι.
Πεύκα, κυπαρίσσια και μέλι. Κάθε τοπικό αποκτάει παγκοσμιότητα. Σκηνές θαυμάτων
που δεν έχουν αποστολή. Ένα ατέλειωτο ποίημα – οδηγός για ότι δε φανερώθηκε
ακόμη.
Η
μικρή Μαρία κρατάει το φεγγάρι από το χέρι. Μαζεύει σε αυτοκόλλητα από παγωτό
ξυλάκι τις εικόνες, τις λέξεις, τις ζωγραφιές. Το βλέμμα της ήλιος κι απέραντο
γαλάζιο.
Ένα
μονάχα θέλει. Όταν μεγαλώσει, να ξαναγίνει παιδί.
Να
κοιτάζει την θάλασσα.
Ο συγγραφέας Δημήτρης Α. Δημητριάδης:
0 Σχόλια