ΜΕΤΑΞΥ ΣΦΥΡΑΣ ΚΑΙ ΑΚΜΟΝΟΣ.
Του Βάιου Φασούλα
Παράδοξο. Παράξενο κι αφάνταστα πιστευτό.
Πώς να το πω;
Ότι δεν είναι εύκολο να αγαπάς δυο πράγματα
που έχουν και τα δυο πολλά καλά,
όπως και πολλές ανθρώπινες αδυναμίες.
Άλλες που ξεπερνιούνται και χάνονται σε βάθη αγύριστα
κι άλλες που μεγαλώνουν επικίνδυνα και να τ’ αγαπάς!
Να είσαι δεμένος αδιάσπαστα μαζί τους.
Να φτιάχνεται αρμονικά, σαν από μαγεία, ένας νέος
κόσμος
απλών ανθρώπων χωρίς να το καταλαβαίνεις,
με χαρμάνια ποικιλόμορφα κι αποδεκτά
μεταφέροντας τα καλά του τόπου σου κι εσύ, λιγοστά
πετράδια
και να τα τοποθετείς σωστά, προσπαθώντας να διώξεις
τα άσχημα που συναντάς.
Να γίνεσαι δέκτης και πομπός και να θροΐζεις σαν φύλλο
ανάμεσα σε διάφορα μαγνητικά πεδία,
όπως ο μαγνήτης και το μέταλλο
και να προσπαθείς να δώσεις και να πάρεις ό, τι
μπορείς
κι ό, τι προλαβαίνεις από ένα μεγάλο καζάνι που
βράζει.
Και πολλά ξενικά χνώτα δε μυρίζουν,
όπως στην αρχή τα φαντάστηκες.
Να φτάνουν στα μάτια σου σκιές και παράπονα
από πολύ μακριά για να δεις,
πως κι ο χρόνος άρχισε να παίζει μαζί σου θετικά,
όταν με πόνο τον κοιτάς σ’ ένα καρφωμένο ημερολόγιο
και τον βλέπεις πως δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας
παλιός γνωστός σου ή φίλος.
Να σου χαμογελά και να μοιάζει σαν τη θέρμη της
άνοιξης
και να αντιμάχεσαι μυστικά τις διαφορές,
που βασικά δεν είναι πολλές.
Μόνο που αρχίζεις να νιώθεις, ότι βρίσκεσαι μεταξύ
σφύρας
και άκμονος
μέχρι που το επιβεβαιώνεις κι εσύ κι εγώ κι αυτός,
που δε φταίμε σε τίποτα, και πνιγόμαστε σ’ ένα
μπέρδεμα
αλλιώτικο από οποιοδήποτε άλλο, αφύσικο που καταρρακώνει
την αξιοπρέπεια και γίνεται αντίξοη πάλη.
Και να ’χεις ταυτότητες δυο.
Μέχρι να φτάσει η στιγμή να γίνεις ένα νούμερο.
Όμοιο με κείνο των ηλεκτρικών υπολογιστών.
Κι ένα κοκάλινο πλήκτρο τριμμένο απ’ την
πολυχρυσία
θα κατευθύνει την πορεία σου.
Ποιος είσαι, από πού έρχεσαι και τι θέλεις;
Και θα ισχύει για τον κάθε απλό πολίτη,
όποιος και να’ ναι αυτός.
Αλλά ας πούμε πως μιλούμε για δυο:
Τους ντόπιους και τους ξένους.
Τους νότιους και τους βόρειους.
Που ανήκουν και οι δυο σαν μυρμήγκια στην ίδια φωλιά,
στο ίδιο ημισφαίριο, στην ίδια Ήπειρο.
Εδώ, στην Ευρώπη!
. . . . . .
Αρχαίοι της μιας φυλής, που πέφτουν σαν μελίσσια
σε κυψέλες διώχνοντας τους κηφήνες,
σκουμπώνουν τα μανίκια τους κι αφιερώνονται πιστά.
Έρχονται από κει, που αρχίζει να ξεκινά το παρελθόν.
Απ’ το Γέννημα των αιώνων, που αχτινοβόλισαν με τα
φώτα
τους κι έλιωσαν σκοτάδια απ’ τους ορίζοντες.
Που διέλυσαν συμπληγάδες φυσικές κι αφύσικες
και που φώτισαν στη συνέχεια άπλετα γη και κόσμο
και που φλόγισαν ακόμα και ψυχές.
Που έγιναν οι Γεωργοί των εποχών.
Με μια μαγεία μπερδεμένη από θεούς, από ανθρώπινους
γίγαντες και από κολοσσούς.
Κι ας ήταν τόσο μικρή, όσο ο ήλιος φαίνεται με τα
μάτια
απ’ τη γη.
Και άστραφτε!
Και άφησε να απορροφηθεί ο πολιτισμός, όπως η σκασμένη
γη
ρουφά το νερό. Αχόρταγα!
Σε πολλούς λαούς, σε φυλές και σε έθνη.
Κι ήταν αυτό κάτι παραπάνω από ικανοποίηση για τη χώρα
απ’ την οποία προέρχομαι.
Την φτωχιά και την πλούσια.
Που πίστευε, πως έκανε το καθήκον της,
με αγάπη και περηφάνια.
Με ανύπαρκτα άσχημα σημάδια. Και ήταν σωστό.
Και διοχέτευσε με υπομονή στα παιδιά της τα καλύτερα
αγαθά που απ’ τη φύση της είχε κληρονομήσει
και τα ξαπόλησε σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα.
Για να περάσει στο κατώφλι της ξεκούρασης, δένοντας
μ’ ένα άσπρο μαντίλι σφιχτά τα χρυσά της μαλλιά,
να σκουπίσει τον ίδρο απ’ το μεγάλο απόσταμα και να
λύσει
την μπλούζα, που της έσφιγγε τα γαλακτερά στήθια της.
Λίγο να ξεκουραστεί, να αναζωογονηθεί και να συνεχίσει
ξανά.
Κι όπως σήκωνε το αδύναμο πια ποδάρι να περάσει
το πρώτο σκαλί,
ένας σφοδρός άνεμος, άγριος και άγνωστος,
την άρπαξε και την έσυρε πίσω.
Στην εγκατάλειψη, στη λησμονιά.
Στην ταπείνωση και στην αθλιότητα.
Εκεί που γεννιέται το σκοτάδι και που τόσο πολύ
αυτή γι’ αυτό πάλεψε.
Την έσβησαν και νόμισαν πως έσβησε.
Μόνο οι ανάπνες της ακούγονταν αργά.
Αιωρούμενες πάνω απ’ τα αυτιά τους σαν ευχή και κάτω
απ’ τα όπλα τους.
Εκείνα που σκοτώνουν Ιδανικά.
Μα κι εκεί κράτησε αιώνες σκοτωμένη,
ρημαγμένη και αποσυνδεμένη,
για να ξαναβγεί στην επιφάνεια διαμελισμένη.
Ίσα που ανέπνεε, σακατεμένη.
Κι ώσπου να ανασυγκροτηθεί, βρέθηκε σε μια καινούργια
τάξη πραγμάτων.
Και συνέχισε, ταγμένη απ’ τους αιώνες
κι απ’ την ίδια τη σοφία, να γράφει τη δικιά της
Ιστορία.
Η μεγάλη αρετή είχε κάνει τα θαύματά της
Μόνο, που οι άνθρωποι γύρα της πράξανε αλλιώς·
κατά δική τους βούληση.
Και δεν μιλούν πια γι’ αυτή και αυτό με λυπεί!
Σκέψου!
Φτάνει ως σήμερα η ψυχρότητα και η αδιαφορία·
φαίνεται πόσο είναι ανεπιθύμητη.
Και δείχνουν, τολμώ να το πω φανερά, πως την
αξιοπρέπειά τους
την αντικατέστησε μια ζήλια κι ένα πάθος.
Ένα διαφορετικό πάθος απ’ εκείνο το ανθρώπινο
Κάτι που ο πολιτισμός τους δεν μπόρεσε να αποφύγει.
Κι ούτε το επεδίωξε.
Να τη θέλουν πολλοί και να απλώνουν τα χέρια τους
σαν παράνομοι εραστές.
Για να βάλουν σε εφαρμογή γεννήτριες μηχανές
που αντικαθιστούν τα σκοτάδια.
Χωρίς τα απλά ανθρωπάκια να γνωρίζουν τίποτα.
Και Εκείνης η φωνή να πλανιέται στην έρημο
Και να φωνάζει μηνύοντας προμαντέματα…
Από κει έρχομαι και νιώθω περήφανα!
.....
Η άλλη, πολύ πιο μεγάλη.
Ξεκούραστη σε σχέση με την άλλη.
Με κακουχίες λιγότερες απ’ την άλλη, πρόσφατες,
φρέσκες,
που όμως προστεθήκανε στο ενεργητικό των κακουχιών
της άλλης!
Ω, Θεέ μου!
Μοιάσανε σε κάποια πράγματα λίγο ή πολύ;
Ή κάποια αντικείμενα την έκαναν να μοιάσει;
Όμως αυτό δεν βλάπτει· άλλα είναι τα βλαβερά.
Και το μεγάλο το κακό που είναι και τραγικό,
καμιά φορά και κωμικό,
ότι είμαστε εμείς, οι κομμένοι σε φέτες δυο,
και τα βλέπουμε όσο κανένας άλλος.
Γιατί απ’ τους μεγάλους γεννιούνται μεγάλες
διαφορές
Έρχονται και οι ίδιοι σε τριβή.
Καλή καμιά φορά κι ορθώνεται ο νους τους.
Κακή καμιά φορά, θολώνουν τα μυαλά τους
αναζωπυρώνοντας παλιές ιστορίες.
Και τα δεφτέρια ανοίγουν μοναχά,
έτοιμα για να γράψουνε «έπη» και άλλα τραγικά,
αποκρουστικά για την εποχή κι ανεπιθύμητα,
έτσι όπως έχει γίνει.
Κι έχουν ανάγκη όλοι. Μεγάλοι και μικροί.
Και κάτω απ’ την ανάγκη, που ’ναι πραγματική
και αναγκαστική λέω εγώ, λέει κι ο ντόπιος,
με λέξεις σοφές τις δέκα εντολές
κι ο καθένας από μας πάει να παραβγεί:
-Να σβήσει η υπεροχή!
-Να φύγει ο εγωισμός!
-Να ανθίσει ο ανθρωπισμός!
-Να διωχτεί ο ρατσισμός!
-Να πάψουν τον πόλεμο και να ’ρθει η ειρήνη!
-Να δώσουν στον κόσμο δουλειά!
-Να σώσουν ανθρώπων παιδιά!
-Να σώσουν τον πλανήτη μας, που σβήνει σαν κερί!
-Να κόψουν δάχτυλα, που φανερώνουν την καταγωγή τους!
-Να ανθίσει η Δημοκρατία, αυτή που στραγγαλίζεται
και πνίγεται καθημερινά μες στα μεγάλα αλώνια της φωτιάς!
Εδώ, εκεί, δίπλα μας και φτάνει μες στο σπίτι μας
Τουλάχιστον σ’ αυτά, άφησε κι έδειξε εκείνη, η μικρή,
πολλά διδάγματα και άφησε χλωρή τη ρίζα της παντοτινής
και αδιάψευστης αντιπαράθεσης·
αυτής που δεν θα αμφισβητηθεί ποτέ.
Μα να σαπίζουν σήμερα σοφά διδάγματα
στα υποτιθέμενα ιερά Ευαγγέλια που τα φυλούν;
Στα κλεισμένα συρτάρια του παλιού σκότους;
Εκεί που δεν πρόφτασε το διωγμένο και σβησμένο φως
ν’ αστράψει;
Είναι κρίμα!
Είναι κάτι που μοιάζει σαν έσχατη προδοσία
Κι έχει δικαίωμα να το δει ο καθένας.
Έχει τη δύναμη, τούτη η Χώρα, μα της λείπει το θάρρος.
Όχι της δύναμης, το άλλο της αγάπης.
Και σε ορισμένα πράγματα, το λέω φανερά,
έχει προβάδισμα αφήνοντας εμάς πολύ πίσω.
Χαίρομαι, που ’ναι σημάδι φωτεινό.
Κι άλλα, κι άλλα να αποχτήσει πολλά.
Δε θα ’χω κι εγώ παρά ν’ αποχτήσω πιότερο πλούτο.
Αρκεί να θέλει κι ας τολμήσει να κοιτάξει στον
καθρέφτη
Σ’ αυτόν που πολλοί γρατζουνούν πάνω του την ιστορία
τη δικιά τους.
Δεν υστερεί από πολιτισμό και φως και έφτασε ψηλά.
Τόσο ψηλά, που μοιάζει σαν πύργος, να ακουμπά
στα σύννεφα.
Κι όλο μεγαλώνει, μεγαλώνει αυτός ο πύργος, σαν μαγικό
δέντρο, και μεστώνει τον κορμό του, τα κλαριά, τις
ρίζες του.
Για τούτη τη μεγάλη νιώθω ό, τι και για την άλλη
Και πνίγω τον εθνικισμό αυτόν, που μερικοί πιπιλίζουν
στα σάπια στόματά τους.
Άλλο πράγμα η πατρίδα, με όλα τα ιδανικά που έχει η
κάθε μια
και τη λατρεύει με το δικό του τρόπο ο καθένας.
Κι άλλο πράγμα τα ανθρωπάκια που ζητούν στους
εναλλασσόμενους
κάθε φορά ανέμους να βρουν τη σιγουριά.
Μ’ αυτά τα ανθρωπάκια, όμοια σαν κύματα κι όμοια σαν
κι εμάς,
δεθήκαμε γερά.
Κάτι που κανένας ποτέ δεν θα μπορέσει να κόψει και να
σπάσει·
ας το επιδιώξει κι ας το δοκιμάσει.
Κι άλλο πράγμα μερικοί, που μιλούν «πατριωτικά»,
με τα μέσα τους, τα πλάνα, τα χαμόγελα, τις υποσχέσεις,
σημάδια και δώρα αποπροσανατολιστικά.
Μάνες, φωνάζω, έχω δυο!
Έτσι τάχτηκε να είναι κι είμαι τυχερός!
Νιώθω μικρός θεός!
Τέτοια τιμή δεν συνηθίζεται.
Όσο κι αν το σφυρί χτυπά στο ατσάλι του σκληρά,
είναι κάμποσες φορές που αφήνει γλυκές μελωδίες.
Μέσα από πολλά χτυπήματα, μέσα σ’ αυτό το εκκρεμές
που ακούω, βλέπω και μιλώ κι έμαθα πολλά.
Έτσι νιώθω και γίνομαι περήφανος διπλά
Παρελθόν για στήριγμα, οπισθοφυλακή για θησαυρό
αστείρευτο που δείχνει τη ζωή.
Παρόν, όσο κι αν φαίνεται στεγνό, θέλει λίγο νερό.
Βασιλικός κι αν μαραθεί την μυρουδιά την έχει,
λέμε στον τόπο μας.
Πάλι θε να ποτίσουμε όλες του τις νεραυλακιές,
να μη μας μαραθεί.
Κι αν χρειαστεί κι άλλη φορά περήφανα θα δείξουμε
πως λάμπουνε τ’ αστέρια!
Πως αστράφτουνε οι ήλιοι και σκορπούν διάχυτα
τη θαλπωρή, τη ζέστη!
Πως οι ανέμοι παίζουνε με της άνοιξης το όμορφο
φουστάνι
και από των δένδρων και των κοριτσιών φουσκώνουνε τα
στήθια·
πως οι ωκεανοί στοχάζονται στα βάθη…
Στη μια χρωστώ τη ρίζα μου, στην άλλη τον κορμό μου
και μια ψυχή που την χρωστώ ας πάει όπου θέλει!
Κι όσο για τα γεράματα, για να μην τ’ αστοχήσω,
μήτε να χάσω έχω, μήτε και να σκιαχτώ,
μήτε μονάχος θα ’μαι για να αφανιστώ ή να αποβλακωθώ.
Όλα μου ό, τι απόχτησα πίσω θα τα αφήσω
Κι ανάμεσα πολλά παλιά, που έρχονται απ’ την αρχή
των άσβηστων αιώνων.
Το στόχο μου, θα πω κάποια στιγμή στερνή, τον
ολοκλήρωσα
κι άφησα μια μαγιά, λίγη από δω, λίγη από κει,
μαζί τη δούλεψα εδώ στην ξένη γη.
Κι όταν θα φτάσει η στιγμή, πως φτάνει στον καθένα,
στρατιές κι από τις δυο μεριές σίγουρα θα πετάξουν
και με τα κάτασπρα φτερά τον ουρανό θα σκιάξουν…
(Αφιερώνεται στους ντόπιους φίλους και γνωστούς, σ’
αυτούς που αγαπούν την Ελλάδα και τους Έλληνες, στους διανοούμενους, στους
επιστήμονες και σ’ όλους τους εργαζόμενους φιλέλληνες και σε αυτούς που δεν
γνωρίζουν τον Έλληνα και την πατρίδα του).
Από τη γερμανική ποιητική συλλογή:
«Ο τροβαδούρος της ξενιτιάς».
«Ο τροβαδούρος της ξενιτιάς».
ΑΠΟΛΛΩΝ
07.02.1995
0 Σχόλια