Μια φορά και ένα καιρό,
σ ' ένα τόπο που έμοιαζε με τον τόπο μας, ζούσε ένα μικρό χελιδόνι.
Ο τόπος αυτός, όπως και ο τόπος μας άλλωστε, ήταν γεμάτος από το φως ενός ήλιου που γέμιζε με χρώματα τα πάντα. Το μικρό μας χελιδόνι λοιπόν άνοιγε τα φτερά του και από ψηλά γέμιζε η μικρή χελιδονοκαρδούλα του με όλη την χρωματιστή ομορφιά του κόσμου. Δάση γεμάτα πανύψηλα δένδρα του χάριζαν το πράσινο και λιβάδια ατελείωτα με χρυσαφένια στάχια έκαναν την ψυχή του να γεμίζει όλο το κίτρινο του κόσμου. Όταν πάλι ήθελε το αγαπημένο του κόκκινο ήξερε που άνθιζε και η πιο μικρή παπαρούνα.
Ένοιωθε σαν ένας μικρός πρίγκιπας ξέροντας ότι κάθε γωνιά της γης και κάθε σπιθαμή ουρανού ήταν δική του και πως μπορούσε να χαρεί τα πάντα μ ένα απλό τίναγμα των φτερών του.
Έτσι πίστευε και κάθε μέρα που περνούσε πετούσε όλο και πιο μακριά από την φωλιά του και γέμιζε χαρά για κάθε τι νέο που συναντούσε. Μια μέρα όμως είδε από ψηλά κάτι που ποτέ ως εκείνη την στιγμή δεν είχε ξαναδεί. Το πράσινο από τα δένδρα αραίωνε σιγά σιγά και μετά από ένα κομμάτι χρυσής άμμου ξεκινούσε ένα απέραντο γαλάζιο λιβάδι που όμοιό του δεν είχε ξανασυναντήσει. Τι λουλούδια να ‘ταν αυτά που γέμιζαν τον τόπο ως πέρα με το πανέμορφο αυτό χρώμα; Χαμήλωσε το χελιδόνι λοιπόν γεμάτο περιέργεια και όταν προσπάθησε ν αγγίξει τον καταγάλανο αυτό κάμπο ένοιωσε τα φτερά του να βρέχονται και να βαραίνουν σαν να τα είχε ξαναβρεί μια βροχή χίλιες φορές πιο δυνατή από εκείνη που μέρες πριν το είχε κάνει να πετάξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη φωλιά του.
Έκανε πετώντας μερικούς κύκλους και πήγε και στάθηκε στην άκρη ενός βράχου και κοιτάζοντας όλο αυτό το γαλάζιο που απλωνόταν μπροστά του σκέφτηκε πως σίγουρα αυτή θά ταν η θάλασσα για την οποία είχε ακούσει να μιλάνε.
Κοιτούσε το νερό που αγκάλιαζε ήρεμα τον βράχο και για πρώτη φορά ένιωσε πως δεν ήταν όλος ο κόσμος δικός του και λυπήθηκε στην σκέψη πως ποτέ δεν θα κατάφερνε να γνωρίσει αυτή τη πανἐμορφη θάλασσα που ήταν σίγουρα ότι πιο όμορφο είχε ως τώρα συναντήσει..
Τότε το μικρό μας χελιδόνι σκέφτηκε. « Αν εγώ είμαι ο μικρός πρίγκιπας της γης και του ουρανού ποιος άραγε να βασίλευει σε αυτό το μαγικό, ατελείωτο γαλάζιο?
σ ' ένα τόπο που έμοιαζε με τον τόπο μας, ζούσε ένα μικρό χελιδόνι.
Ο τόπος αυτός, όπως και ο τόπος μας άλλωστε, ήταν γεμάτος από το φως ενός ήλιου που γέμιζε με χρώματα τα πάντα. Το μικρό μας χελιδόνι λοιπόν άνοιγε τα φτερά του και από ψηλά γέμιζε η μικρή χελιδονοκαρδούλα του με όλη την χρωματιστή ομορφιά του κόσμου. Δάση γεμάτα πανύψηλα δένδρα του χάριζαν το πράσινο και λιβάδια ατελείωτα με χρυσαφένια στάχια έκαναν την ψυχή του να γεμίζει όλο το κίτρινο του κόσμου. Όταν πάλι ήθελε το αγαπημένο του κόκκινο ήξερε που άνθιζε και η πιο μικρή παπαρούνα.
Ένοιωθε σαν ένας μικρός πρίγκιπας ξέροντας ότι κάθε γωνιά της γης και κάθε σπιθαμή ουρανού ήταν δική του και πως μπορούσε να χαρεί τα πάντα μ ένα απλό τίναγμα των φτερών του.
Έτσι πίστευε και κάθε μέρα που περνούσε πετούσε όλο και πιο μακριά από την φωλιά του και γέμιζε χαρά για κάθε τι νέο που συναντούσε. Μια μέρα όμως είδε από ψηλά κάτι που ποτέ ως εκείνη την στιγμή δεν είχε ξαναδεί. Το πράσινο από τα δένδρα αραίωνε σιγά σιγά και μετά από ένα κομμάτι χρυσής άμμου ξεκινούσε ένα απέραντο γαλάζιο λιβάδι που όμοιό του δεν είχε ξανασυναντήσει. Τι λουλούδια να ‘ταν αυτά που γέμιζαν τον τόπο ως πέρα με το πανέμορφο αυτό χρώμα; Χαμήλωσε το χελιδόνι λοιπόν γεμάτο περιέργεια και όταν προσπάθησε ν αγγίξει τον καταγάλανο αυτό κάμπο ένοιωσε τα φτερά του να βρέχονται και να βαραίνουν σαν να τα είχε ξαναβρεί μια βροχή χίλιες φορές πιο δυνατή από εκείνη που μέρες πριν το είχε κάνει να πετάξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη φωλιά του.
Έκανε πετώντας μερικούς κύκλους και πήγε και στάθηκε στην άκρη ενός βράχου και κοιτάζοντας όλο αυτό το γαλάζιο που απλωνόταν μπροστά του σκέφτηκε πως σίγουρα αυτή θά ταν η θάλασσα για την οποία είχε ακούσει να μιλάνε.
Κοιτούσε το νερό που αγκάλιαζε ήρεμα τον βράχο και για πρώτη φορά ένιωσε πως δεν ήταν όλος ο κόσμος δικός του και λυπήθηκε στην σκέψη πως ποτέ δεν θα κατάφερνε να γνωρίσει αυτή τη πανἐμορφη θάλασσα που ήταν σίγουρα ότι πιο όμορφο είχε ως τώρα συναντήσει..
Τότε το μικρό μας χελιδόνι σκέφτηκε. « Αν εγώ είμαι ο μικρός πρίγκιπας της γης και του ουρανού ποιος άραγε να βασίλευει σε αυτό το μαγικό, ατελείωτο γαλάζιο?
Μια φορά και ένα καιρό, σε μια
θάλασσα που έμοιαζε με την θάλασσά μας, ζούσε ένα μικρό ψαράκι.
Η θάλασσα αυτή, όπως και η δική μας θάλασσα άλλωστε, έκρυβε στα βάθη της αμέτρητα και πανέμορφα μικρά μυστικά. Το ψαράκι μας λοιπόν άνοιγε τα πτερύγιά του και γέμιζε η καρδούλα του με όλη την χρωματιστή ομορφιά της. Κολυμπούσε ασταμάτητα και δεν χόρταινε τις βόλτες ανάμεσα στις κίτρινες θαλάσσιες ανεμώνες, τα πολύχρωμα κοράλλια και τα κάθε λογής μαγικά λουλούδια που φύτρωναν στο βυθό της.
Κουνώντας γρήγορα γρήγορα την μικρή ουρά του σκαρφάλωνε τα τεράστια βουνά που κρύβει κάτω από την επιφάνειά της η θάλασσα και όταν κουραζόταν άφηνε τα θαλάσσια ρεύματα να το ταξιδέψουν στις ατελείωτες πεδιάδες της.
Πίστευε πως αυτός ο απέραντος γαλάζιος τόπος ήταν ο κόσμος όλος και το ψαράκι μας ένοιωθε πως βασίλευε σε αυτόν τον κόσμο γιατί δεν υπήρχε γωνιά του που δεν θα μπορούσε να φτάσει ούτε κρυμμένη ομορφιά του που δεν θα μπορούσε να την ανακαλύψει.
Έτσι πίστευε και κάθε μέρα που περνούσε κολυμπούσε όλο και πιο μακριά από την μικρή τρύπα του βράχου που γεννήθηκε. Είχε παρατηρήσει πως όσο πιο βαθιά πήγαινε τόσο πιο σκοτεινός γινόταν ο βυθός ενώ όταν κολυμπούσε προς τα επάνω τα χρώματα ζωντάνευαν, γίνονταν τόσο έντονα και χαρούμενα που η μικρή καρδιά του κολυμπούσε μέσα κορμί του πιο γρήγορα και από αυτό το ίδιο . Τόσο γρήγορα ένιωθε πως ταξίδευε η χαρούμενη καρδιά του που από φόβο μην την χάσει κουνούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε την ουρά και τα πτερύγιά του για να την προλάβει. . Και προσπαθώντας να συναντήσει όσο πιο πολλά χρώματα μπορούσε κολυμπούσε συνεχώς προς τα πάνω και όσο ανέβαινε ένοιωθε την αγκαλιά της θάλασσας να γίνεται όλο και πιο ζεστή και το φως όλο και πιο δυνατό, τόσο δυνατό που κάποια στιγμή αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του και έτσι ούτε που κατάλαβε πως το μικρό στοματάκι του βγήκε από το νερό κόβοντάς του την ανάσα.
Άνοιξε τότε έκπληκτο τα μάτια του και είδε πως πάνω από την δική του θάλασσά απλωνόταν μια άλλη θάλασσα ακόμα πιο μεγάλη. Ένας τεράστιος γαλάζιος ουρανός που αγκάλιαζε τα πάντα.
Κοιτούσε μαγεμένο αυτό το δυνατό φως που ότι άγγιζε το έκανε να λαμπυρίζει σαν να τανε μαργαριτάρι και για πρώτη φορά ένιωσε πως δεν ήταν όλος ο κόσμος δικός του και λυπήθηκε στην σκέψη πως ποτέ δεν θα κατάφερνε να γνωρίσει αυτόν τον πανέμορφο ουρανό που ήταν σίγουρα ότι πιο όμορφο είχε ως τώρα συναντήσει..
Τότε το μικρό μας ψαράκι σκέφτηκε. «Αν εγώ βασιλεύω στην θάλασσα ποιος να ναι άραγε ο πρίγκιπας τ ουρανού?
Γύρισε το μικρό του κεφαλάκι για να δει λίγο ακόμα ουρανό και τότε ξαφνικά στην άκρη ενός μικρού βράχου είδε δύο κατάμαυρα μικρά ματάκια να το κοιτάζουν.
«Θεέ της θάλασσας» σκέφτηκε το ψαράκι. «Αυτός θα ναι σίγουρα ο πρίγκιπας τα ουρανού»
«Θεέ τα ουρανού» ψιθύρισε από την άκρη του βράχου το μικρό χελιδόνι. «Αυτή θα ναι σίγουρα η πριγκίπισσα της θάλασσας»
Χελιδόνι κι ψαράκι, κοιτάχτηκαν για λίγο σαστισμένοι και είπαν ταυτόχρονα
«Εσύ θα σαι ο πρίγκιπας του ουρανού».
«Εσύ θα σαι η πριγκίπισσα της θάλασσας»
Γέλασαν τότε και οι δύο δυνατά και όταν σταμάτησαν να γελούν κοιτάχτηκαν στα μάτια και δεν χρειάστηκε να μιλήσουν γιατί κατάλαβαν πως και οι δυο τους είχαν σκεφτεί το ίδιο πράγμα. Όσο διαφορετικοί και αν ήταν ο ένας από τον άλλον γελούσαν με το ίδιο ακριβώς γέλιο!
Και άρχισαν τότε να μιλάνε και δεν έχαναν ποτέ την ευκαιρία να γελάνε.
Μέρα με την μέρα μίλησαν για τον ουρανό για τα καταπράσινα δάση, για την θάλασσα που στα βάθη της δεν γνωρίζει ποτέ φουρτούνες, για τα χρώματα που αλλάζει ο ουρανός καθώς ο ήλιος γέρνει να ξεκουραστεί. . Μιλούσαν τόσο πολύ που στο τέλος ότι είχε στην καρδιά του ο ένας ταξίδεψε και φώλιασε και στην καρδιά του άλλου.
Το φθινόπωρο όμως φαινόταν πως θα έφτανε πολύ νωρίς εκείνη την χρονιά καθώς το καλοκαίρι είχε ήδη ξεκινήσει το ταξίδι του για τον νότο.
Το μικρό μας χελιδόνι από καιρό άκουγε μια φωνή μέσα του που του φώναζε πως η ώρα που θα έπρεπε να κάνει το μακρινό ταξίδι ακολουθώντας το καλοκαίρι πλησίαζε και όσο και να στενοχωριόταν που θα έπρεπε να χωρίσει από το αγαπημένο του ψαράκι ήξερε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να παρακούσει την φωνή που του μιλούσε γιατί η φωνή αυτή ήταν ιερή. Ήταν η φωνή που μιλούσε σε όλα τα χελιδόνια .
Την τελευταία νύχτα εκείνου του καλοκαιριού το χελιδόνι μας την πέρασε στην άκρη του βράχου μιλώντας με το ψαράκι. Τους φάνηκε λιγάκι πιο κρύα και πιο σκοτεινή εκείνη η νύχτα ίσως γιατί ήξεραν πως θάταν ατελείωτος ο χειμώνας που θα τους χώριζε. Το πρώτο φως της μέρας δεν μπόρεσε να ζεστάνει τις καρδούλες τους ούτε τους βοήθησε να βρουν τις λέξεις να αποχαιρετιστούν. Το χελιδονάκι κοίταξε τον ουρανό και τον είδε να μαυρίζει σιγά σιγά από τους φίλους του που ξεκινούσαν το ταξίδι τους.
Θα χώριζαν γιατί ήταν διαφορετικοί. Αλλά αν δεν ήταν τόσο διαφορετικοί δεν θα είχαν έρθει ποτέ τόσο κοντά. Και αν δεν είχαν έρθει τόσο κοντά δεν θα τους δωριζόταν ποτέ αυτή η θλίψη του αποχωρισμού. Οπότε πως να στενοχωρηθούν γι αυτό που τους έφερε τόσο κοντά μόνο και μόνο επειδή θα τους χώριζε για λίγο?
Αυτά δεν τα είπαν, τα σκέφτηκαν όμως ταυτόχρονα και πρέπει να μπέρδεψε λιγάκι κι τους δύο αυτή η σκέψη γιατί καθώς το μικρό μας χελιδόνι άνοιγε τα φτερά του για να φύγει κανένας δεν σκέφτηκε να πεί αντίο.
Καλύτερα έτσι σκέφτηκε το ψαράκι καθώς τον κοίταζε να ξεμακραίνει. Δεν χρειαζόταν κανένα αντίο. Θάναι σαν μια μεγάλη νύχτα . Σε λίγο θα ξημερώσει και θάμαστε για άλλη μια φορά μαζί.
Και η νύχτα αυτή κράτησε έναν ολόκληρο χειμώνα. Ένα χειμώνα που βάδιζε αργά πάνω από την παγωμένη θάλασσα που κολυμπούσε το ψαράκι και με τα ίδια αργά βήματα διέσχιζε και τον ουρανό πάνω από τον Νείλο που πετούσε το μικρό μας χελιδόνι.
Όλοι το ξέρουμε πως είναι ένας θεός δύστροπος ο χρόνος. Γίνεται ένας ακαμάτης γεροτεμπέλης όταν τον παρακαλάμε να βιαστεί και τρέχει χοροπηδώντας σαν ερωτευμένος έφηβος όταν προσευχόμαστε να σταματήσει.
Και ήταν τόσο αργός και τεμπέλης εκείνος ο χειμώνας που η γη είχε αρχίσει να ξεπαγιάζει για τα καλά. Είχε παγώσει τόσο πολύ που στην προσπάθειά της να ζεσταθεί βάλθηκε να πλησιάζει μέρα με την μέρα τον ήλιο όσο πιο πολύ μπορούσε..
Με αυτόν τον τρόπο άρχισε να γεμίζει σιγά σιγά και πάλι ο τόπος χρώματα και μυρωδιές κι άκουγες παντού τις χαρούμενες φωνές των ζώων που γιόρταζαν την άνοιξη που ήρθε κι ήταν τόσο μεγάλη η γιορτή που τα σύννεφα ντράπηκαν και έτρεξαν να κρυφτούν . Γέμισε τότε η θάλασσα ένα φως τόσο δυνατό που έκανε το ψαράκι μας να κολυμπήσει μέχρι πάνω για να το συναντήσει. Έφτασε στην επιφάνεια και εκεί στην άκρη του βράχου αντίκρισε και πάλι το αγαπημένο του χελιδόνι να το περιμένει.
«Θεέ της θάλασσας μην μου θυμώσεις αλλά πουθενά στον βυθό σου δεν έχω δει κάτι ΄τοσο όμορφο «, σκέφτηκε το ψαράκι όταν είδε το μικρό μας χελιδόνι που ο χρόνος και το ταξίδι τον είχαν κάνει πλέον έναν πανέμορφο πρίγκιπα.
«Θεέ του ουρανού μην μου θυμώσεις. Έχω ταξιδέψει σε όλα τα πλάτη σου αλλά πουθενά δεν έχω συναντήσει τέτοια ομορφιά» σκέφτηκε το χελιδόνι όταν αντίκρισε το ψαράκι που ο χρόνος και τα ταξίδια του στο βυθό το είχαν μεταμορφώσει σε μια πανέμορφη πριγκίπισσα.
Και άρχισαν πάλι να μιλάνε χωρίς να χάσουν ούτε αυτή τη φορά την ευκαιρία να γελάνε.
Κάθε μέρα έρχονταν και πιο κοντά και όσο μίκραινε η απόσταση ανάμεσά τους τόσο μεγάλωνε η αγάπη τους που στο τέλος έγινε τόσο μεγάλη που μέσα της, η μικρή μας πριγκίπισσα ένοιωσε να χάνει την θάλασσα της και ο μικρό μας πρίγκιπας τον ουρανό του.
Με την αγάπη τους έγινε θάλασσα και ουρανός ένα κι έτσι από μικροί πρίγκιπες, χελιδόνι και ψαράκι, έγιναν κύρηδες του κόσμου όλου γιατί , ποιος δεν το ξέρει; Η Αγάπη είναι ο πιο μεγάλος από τους θεούς. Όσο περισσότερα της δίνεις τόσο πιο πολλά σου επιστρέφει.
Αφού η Αγάπη τους πρόσφερε τον κόσμο όλο αμέσως σκέφτηκε πως θα ‘πρεπε να τους χαρίσει και κάτι για να τον στολίσουν.
Γεννήθηκε λοιπόν έτσι μετά από λίγο καιρό το χελιδονοψαράκι.
Γεμάτο περιέργεια για τον κόσμο που πρωτοαντίκριζε πετούσε κοντά στο βράχο που στεκόταν ο πρίγκιπας μπαμπάς του κι αμέσως μετά έκανε μακροβούτια στη θάλασσα δίπλα στην πριγκίπισσα μαμά του και όλα έδειχνα πως αυτό θα ‘ταν το πιο όμορφο καλοκαίρι που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος όλος.
Όμως η φωνή που ο μικρός μας πρίγκιπας είχε ακούσει μέσα του ένα χρόνο πριν άρχισε για άλλη μια φορά να του μιλάει. Αλλά αυτή τη φορά δεν του μιλούσε μόνο για το φθινόπωρο που θα ερχόταν και για το ταξίδι που θα ‘πρεπε να κάνει. Την άκουγε να του λέει για τα φτερά που του δόθηκαν για να πετάει, για τον ουρανό που κάθε γωνιά του ήταν γεμάτη ομορφιές που περίμεναν να τις συναντήσει. Του μιλούσε ασταμάτητα λέγοντάς του πως τα χελιδόνια δεν γεννιούνται για να μένουν κολλημένα στην άκρη ενός βράχου κοιτάζοντας συνέχεια την θάλασσα.
Ο πρίγκιπας από την άλλη μεριά αγαπούσε πολύ την πριγκίπισσά του αλλά κάθε μέρα που περνούσε ένιωθε όλο και πιο έντονα το κάλεσμα του ουρανού . θα ’θελε πολύ να μπορούσε να πετάξει και αυτή μαζί του αλλά ήξερε πως αυτό ήταν αδύνατον. Ένιωθε πως η θλίψη που του προκαλούσε το γεγονός πως είχε απαρνηθεί τον ουρανό γινόταν μέρα με την μέρα και πιο μεγάλη και καταλάβαινε πως σε λίγο δεν θα μπορούσε πια να την κρύψει από την αγαπημένη του και τότε θα λυπόταν κι αυτή νιώθοντας την δυστυχία του.
Η πριγκίπισσά μας αγαπούσε πολύ τον πρίγκιπά της για να μην καταλάβει όλα αυτά που ένιωθε. Έβλεπε την μελαγχολία στα μάτια του κάθε φορά που αυτός σήκωνε το κεφάλι του στον ουρανό και ήξερε πως η στιγμή που θα ‘πρεπε να αποχαιρετιστούν δεν ήταν πολύ μακριά. Είχαν γνωρίσει πολλά ο ένας από τον άλλον και ήταν όμορφο που είχαν βρεθεί τόσο κοντά, ήταν όμως πολύ διαφορετικοί. Άλλωστε και αυτή η ίδια είχε αρχίσει από καιρό ν ακούει την φωνή της θάλασσας που την καλούσε. Άκουγε κάθε μέρα και πιο δυνατά μέσα της τη φωνή που μιλάει σε όλα τα ψάρια να της θυμίζει πως ανήκει στον βυθό και να της υπενθυμίζει πως ζώντας ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό δεν ήταν πια μια πριγκίπισσα της θάλασσας και της εξηγούσε πως με αυτό τον τρόπο δεν είχε ποτέ ελπίδες να γίνει μια πριγκίπισσα τ ουρανού.
Το χελιδονοψαράκι που λάτρευε να πετάει δίπλα στον πρίγκιπα μπαμπά του και την αμέσως επόμενη στιγμή να κολυμπά δίπλα στην πριγκίπισσα μαμά του δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί δεν μπορούσαν να ‘ναι πια και οι τρεις μαζί και γέμισε θλίψη που έβλεπε πως θάλασσα και ουρανός έπαψαν να είναι ένα.
Οι μέρες όμως περνούσαν και ο χρόνος που είναι ένας μεγάλος δάσκαλος βοήθησε το μικρό χελιδονόψαρο να καταλάβει πως κουβαλούσε μέσα του σα δώρο τον ουρανό του πρίγκιπα μπαμπά του και του ‘χε χαριστεί θησαυρός ανεκτίμητος η θάλασσα της πριγκίπισσας μαμάς του.
Πέταξε τότε ψηλά, όσο πιο κοντά μπορούσε στον ήλιο και αμέσως μετά σ ένα ατελείωτο μακροβούτι άγγιξε της θάλασσας τον μαγικό βυθό.
. Κατάλαβε πως είχε μέσα του τον κόσμο όλο.
Στο πέταγμα και στην ανάσα του ένιωσε ενωμένους θάλασσα και ουρανό.
Η θάλασσα αυτή, όπως και η δική μας θάλασσα άλλωστε, έκρυβε στα βάθη της αμέτρητα και πανέμορφα μικρά μυστικά. Το ψαράκι μας λοιπόν άνοιγε τα πτερύγιά του και γέμιζε η καρδούλα του με όλη την χρωματιστή ομορφιά της. Κολυμπούσε ασταμάτητα και δεν χόρταινε τις βόλτες ανάμεσα στις κίτρινες θαλάσσιες ανεμώνες, τα πολύχρωμα κοράλλια και τα κάθε λογής μαγικά λουλούδια που φύτρωναν στο βυθό της.
Κουνώντας γρήγορα γρήγορα την μικρή ουρά του σκαρφάλωνε τα τεράστια βουνά που κρύβει κάτω από την επιφάνειά της η θάλασσα και όταν κουραζόταν άφηνε τα θαλάσσια ρεύματα να το ταξιδέψουν στις ατελείωτες πεδιάδες της.
Πίστευε πως αυτός ο απέραντος γαλάζιος τόπος ήταν ο κόσμος όλος και το ψαράκι μας ένοιωθε πως βασίλευε σε αυτόν τον κόσμο γιατί δεν υπήρχε γωνιά του που δεν θα μπορούσε να φτάσει ούτε κρυμμένη ομορφιά του που δεν θα μπορούσε να την ανακαλύψει.
Έτσι πίστευε και κάθε μέρα που περνούσε κολυμπούσε όλο και πιο μακριά από την μικρή τρύπα του βράχου που γεννήθηκε. Είχε παρατηρήσει πως όσο πιο βαθιά πήγαινε τόσο πιο σκοτεινός γινόταν ο βυθός ενώ όταν κολυμπούσε προς τα επάνω τα χρώματα ζωντάνευαν, γίνονταν τόσο έντονα και χαρούμενα που η μικρή καρδιά του κολυμπούσε μέσα κορμί του πιο γρήγορα και από αυτό το ίδιο . Τόσο γρήγορα ένιωθε πως ταξίδευε η χαρούμενη καρδιά του που από φόβο μην την χάσει κουνούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε την ουρά και τα πτερύγιά του για να την προλάβει. . Και προσπαθώντας να συναντήσει όσο πιο πολλά χρώματα μπορούσε κολυμπούσε συνεχώς προς τα πάνω και όσο ανέβαινε ένοιωθε την αγκαλιά της θάλασσας να γίνεται όλο και πιο ζεστή και το φως όλο και πιο δυνατό, τόσο δυνατό που κάποια στιγμή αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του και έτσι ούτε που κατάλαβε πως το μικρό στοματάκι του βγήκε από το νερό κόβοντάς του την ανάσα.
Άνοιξε τότε έκπληκτο τα μάτια του και είδε πως πάνω από την δική του θάλασσά απλωνόταν μια άλλη θάλασσα ακόμα πιο μεγάλη. Ένας τεράστιος γαλάζιος ουρανός που αγκάλιαζε τα πάντα.
Κοιτούσε μαγεμένο αυτό το δυνατό φως που ότι άγγιζε το έκανε να λαμπυρίζει σαν να τανε μαργαριτάρι και για πρώτη φορά ένιωσε πως δεν ήταν όλος ο κόσμος δικός του και λυπήθηκε στην σκέψη πως ποτέ δεν θα κατάφερνε να γνωρίσει αυτόν τον πανέμορφο ουρανό που ήταν σίγουρα ότι πιο όμορφο είχε ως τώρα συναντήσει..
Τότε το μικρό μας ψαράκι σκέφτηκε. «Αν εγώ βασιλεύω στην θάλασσα ποιος να ναι άραγε ο πρίγκιπας τ ουρανού?
Γύρισε το μικρό του κεφαλάκι για να δει λίγο ακόμα ουρανό και τότε ξαφνικά στην άκρη ενός μικρού βράχου είδε δύο κατάμαυρα μικρά ματάκια να το κοιτάζουν.
«Θεέ της θάλασσας» σκέφτηκε το ψαράκι. «Αυτός θα ναι σίγουρα ο πρίγκιπας τα ουρανού»
«Θεέ τα ουρανού» ψιθύρισε από την άκρη του βράχου το μικρό χελιδόνι. «Αυτή θα ναι σίγουρα η πριγκίπισσα της θάλασσας»
Χελιδόνι κι ψαράκι, κοιτάχτηκαν για λίγο σαστισμένοι και είπαν ταυτόχρονα
«Εσύ θα σαι ο πρίγκιπας του ουρανού».
«Εσύ θα σαι η πριγκίπισσα της θάλασσας»
Γέλασαν τότε και οι δύο δυνατά και όταν σταμάτησαν να γελούν κοιτάχτηκαν στα μάτια και δεν χρειάστηκε να μιλήσουν γιατί κατάλαβαν πως και οι δυο τους είχαν σκεφτεί το ίδιο πράγμα. Όσο διαφορετικοί και αν ήταν ο ένας από τον άλλον γελούσαν με το ίδιο ακριβώς γέλιο!
Και άρχισαν τότε να μιλάνε και δεν έχαναν ποτέ την ευκαιρία να γελάνε.
Μέρα με την μέρα μίλησαν για τον ουρανό για τα καταπράσινα δάση, για την θάλασσα που στα βάθη της δεν γνωρίζει ποτέ φουρτούνες, για τα χρώματα που αλλάζει ο ουρανός καθώς ο ήλιος γέρνει να ξεκουραστεί. . Μιλούσαν τόσο πολύ που στο τέλος ότι είχε στην καρδιά του ο ένας ταξίδεψε και φώλιασε και στην καρδιά του άλλου.
Το φθινόπωρο όμως φαινόταν πως θα έφτανε πολύ νωρίς εκείνη την χρονιά καθώς το καλοκαίρι είχε ήδη ξεκινήσει το ταξίδι του για τον νότο.
Το μικρό μας χελιδόνι από καιρό άκουγε μια φωνή μέσα του που του φώναζε πως η ώρα που θα έπρεπε να κάνει το μακρινό ταξίδι ακολουθώντας το καλοκαίρι πλησίαζε και όσο και να στενοχωριόταν που θα έπρεπε να χωρίσει από το αγαπημένο του ψαράκι ήξερε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να παρακούσει την φωνή που του μιλούσε γιατί η φωνή αυτή ήταν ιερή. Ήταν η φωνή που μιλούσε σε όλα τα χελιδόνια .
Την τελευταία νύχτα εκείνου του καλοκαιριού το χελιδόνι μας την πέρασε στην άκρη του βράχου μιλώντας με το ψαράκι. Τους φάνηκε λιγάκι πιο κρύα και πιο σκοτεινή εκείνη η νύχτα ίσως γιατί ήξεραν πως θάταν ατελείωτος ο χειμώνας που θα τους χώριζε. Το πρώτο φως της μέρας δεν μπόρεσε να ζεστάνει τις καρδούλες τους ούτε τους βοήθησε να βρουν τις λέξεις να αποχαιρετιστούν. Το χελιδονάκι κοίταξε τον ουρανό και τον είδε να μαυρίζει σιγά σιγά από τους φίλους του που ξεκινούσαν το ταξίδι τους.
Θα χώριζαν γιατί ήταν διαφορετικοί. Αλλά αν δεν ήταν τόσο διαφορετικοί δεν θα είχαν έρθει ποτέ τόσο κοντά. Και αν δεν είχαν έρθει τόσο κοντά δεν θα τους δωριζόταν ποτέ αυτή η θλίψη του αποχωρισμού. Οπότε πως να στενοχωρηθούν γι αυτό που τους έφερε τόσο κοντά μόνο και μόνο επειδή θα τους χώριζε για λίγο?
Αυτά δεν τα είπαν, τα σκέφτηκαν όμως ταυτόχρονα και πρέπει να μπέρδεψε λιγάκι κι τους δύο αυτή η σκέψη γιατί καθώς το μικρό μας χελιδόνι άνοιγε τα φτερά του για να φύγει κανένας δεν σκέφτηκε να πεί αντίο.
Καλύτερα έτσι σκέφτηκε το ψαράκι καθώς τον κοίταζε να ξεμακραίνει. Δεν χρειαζόταν κανένα αντίο. Θάναι σαν μια μεγάλη νύχτα . Σε λίγο θα ξημερώσει και θάμαστε για άλλη μια φορά μαζί.
Και η νύχτα αυτή κράτησε έναν ολόκληρο χειμώνα. Ένα χειμώνα που βάδιζε αργά πάνω από την παγωμένη θάλασσα που κολυμπούσε το ψαράκι και με τα ίδια αργά βήματα διέσχιζε και τον ουρανό πάνω από τον Νείλο που πετούσε το μικρό μας χελιδόνι.
Όλοι το ξέρουμε πως είναι ένας θεός δύστροπος ο χρόνος. Γίνεται ένας ακαμάτης γεροτεμπέλης όταν τον παρακαλάμε να βιαστεί και τρέχει χοροπηδώντας σαν ερωτευμένος έφηβος όταν προσευχόμαστε να σταματήσει.
Και ήταν τόσο αργός και τεμπέλης εκείνος ο χειμώνας που η γη είχε αρχίσει να ξεπαγιάζει για τα καλά. Είχε παγώσει τόσο πολύ που στην προσπάθειά της να ζεσταθεί βάλθηκε να πλησιάζει μέρα με την μέρα τον ήλιο όσο πιο πολύ μπορούσε..
Με αυτόν τον τρόπο άρχισε να γεμίζει σιγά σιγά και πάλι ο τόπος χρώματα και μυρωδιές κι άκουγες παντού τις χαρούμενες φωνές των ζώων που γιόρταζαν την άνοιξη που ήρθε κι ήταν τόσο μεγάλη η γιορτή που τα σύννεφα ντράπηκαν και έτρεξαν να κρυφτούν . Γέμισε τότε η θάλασσα ένα φως τόσο δυνατό που έκανε το ψαράκι μας να κολυμπήσει μέχρι πάνω για να το συναντήσει. Έφτασε στην επιφάνεια και εκεί στην άκρη του βράχου αντίκρισε και πάλι το αγαπημένο του χελιδόνι να το περιμένει.
«Θεέ της θάλασσας μην μου θυμώσεις αλλά πουθενά στον βυθό σου δεν έχω δει κάτι ΄τοσο όμορφο «, σκέφτηκε το ψαράκι όταν είδε το μικρό μας χελιδόνι που ο χρόνος και το ταξίδι τον είχαν κάνει πλέον έναν πανέμορφο πρίγκιπα.
«Θεέ του ουρανού μην μου θυμώσεις. Έχω ταξιδέψει σε όλα τα πλάτη σου αλλά πουθενά δεν έχω συναντήσει τέτοια ομορφιά» σκέφτηκε το χελιδόνι όταν αντίκρισε το ψαράκι που ο χρόνος και τα ταξίδια του στο βυθό το είχαν μεταμορφώσει σε μια πανέμορφη πριγκίπισσα.
Και άρχισαν πάλι να μιλάνε χωρίς να χάσουν ούτε αυτή τη φορά την ευκαιρία να γελάνε.
Κάθε μέρα έρχονταν και πιο κοντά και όσο μίκραινε η απόσταση ανάμεσά τους τόσο μεγάλωνε η αγάπη τους που στο τέλος έγινε τόσο μεγάλη που μέσα της, η μικρή μας πριγκίπισσα ένοιωσε να χάνει την θάλασσα της και ο μικρό μας πρίγκιπας τον ουρανό του.
Με την αγάπη τους έγινε θάλασσα και ουρανός ένα κι έτσι από μικροί πρίγκιπες, χελιδόνι και ψαράκι, έγιναν κύρηδες του κόσμου όλου γιατί , ποιος δεν το ξέρει; Η Αγάπη είναι ο πιο μεγάλος από τους θεούς. Όσο περισσότερα της δίνεις τόσο πιο πολλά σου επιστρέφει.
Αφού η Αγάπη τους πρόσφερε τον κόσμο όλο αμέσως σκέφτηκε πως θα ‘πρεπε να τους χαρίσει και κάτι για να τον στολίσουν.
Γεννήθηκε λοιπόν έτσι μετά από λίγο καιρό το χελιδονοψαράκι.
Γεμάτο περιέργεια για τον κόσμο που πρωτοαντίκριζε πετούσε κοντά στο βράχο που στεκόταν ο πρίγκιπας μπαμπάς του κι αμέσως μετά έκανε μακροβούτια στη θάλασσα δίπλα στην πριγκίπισσα μαμά του και όλα έδειχνα πως αυτό θα ‘ταν το πιο όμορφο καλοκαίρι που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος όλος.
Όμως η φωνή που ο μικρός μας πρίγκιπας είχε ακούσει μέσα του ένα χρόνο πριν άρχισε για άλλη μια φορά να του μιλάει. Αλλά αυτή τη φορά δεν του μιλούσε μόνο για το φθινόπωρο που θα ερχόταν και για το ταξίδι που θα ‘πρεπε να κάνει. Την άκουγε να του λέει για τα φτερά που του δόθηκαν για να πετάει, για τον ουρανό που κάθε γωνιά του ήταν γεμάτη ομορφιές που περίμεναν να τις συναντήσει. Του μιλούσε ασταμάτητα λέγοντάς του πως τα χελιδόνια δεν γεννιούνται για να μένουν κολλημένα στην άκρη ενός βράχου κοιτάζοντας συνέχεια την θάλασσα.
Ο πρίγκιπας από την άλλη μεριά αγαπούσε πολύ την πριγκίπισσά του αλλά κάθε μέρα που περνούσε ένιωθε όλο και πιο έντονα το κάλεσμα του ουρανού . θα ’θελε πολύ να μπορούσε να πετάξει και αυτή μαζί του αλλά ήξερε πως αυτό ήταν αδύνατον. Ένιωθε πως η θλίψη που του προκαλούσε το γεγονός πως είχε απαρνηθεί τον ουρανό γινόταν μέρα με την μέρα και πιο μεγάλη και καταλάβαινε πως σε λίγο δεν θα μπορούσε πια να την κρύψει από την αγαπημένη του και τότε θα λυπόταν κι αυτή νιώθοντας την δυστυχία του.
Η πριγκίπισσά μας αγαπούσε πολύ τον πρίγκιπά της για να μην καταλάβει όλα αυτά που ένιωθε. Έβλεπε την μελαγχολία στα μάτια του κάθε φορά που αυτός σήκωνε το κεφάλι του στον ουρανό και ήξερε πως η στιγμή που θα ‘πρεπε να αποχαιρετιστούν δεν ήταν πολύ μακριά. Είχαν γνωρίσει πολλά ο ένας από τον άλλον και ήταν όμορφο που είχαν βρεθεί τόσο κοντά, ήταν όμως πολύ διαφορετικοί. Άλλωστε και αυτή η ίδια είχε αρχίσει από καιρό ν ακούει την φωνή της θάλασσας που την καλούσε. Άκουγε κάθε μέρα και πιο δυνατά μέσα της τη φωνή που μιλάει σε όλα τα ψάρια να της θυμίζει πως ανήκει στον βυθό και να της υπενθυμίζει πως ζώντας ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό δεν ήταν πια μια πριγκίπισσα της θάλασσας και της εξηγούσε πως με αυτό τον τρόπο δεν είχε ποτέ ελπίδες να γίνει μια πριγκίπισσα τ ουρανού.
Το χελιδονοψαράκι που λάτρευε να πετάει δίπλα στον πρίγκιπα μπαμπά του και την αμέσως επόμενη στιγμή να κολυμπά δίπλα στην πριγκίπισσα μαμά του δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί δεν μπορούσαν να ‘ναι πια και οι τρεις μαζί και γέμισε θλίψη που έβλεπε πως θάλασσα και ουρανός έπαψαν να είναι ένα.
Οι μέρες όμως περνούσαν και ο χρόνος που είναι ένας μεγάλος δάσκαλος βοήθησε το μικρό χελιδονόψαρο να καταλάβει πως κουβαλούσε μέσα του σα δώρο τον ουρανό του πρίγκιπα μπαμπά του και του ‘χε χαριστεί θησαυρός ανεκτίμητος η θάλασσα της πριγκίπισσας μαμάς του.
Πέταξε τότε ψηλά, όσο πιο κοντά μπορούσε στον ήλιο και αμέσως μετά σ ένα ατελείωτο μακροβούτι άγγιξε της θάλασσας τον μαγικό βυθό.
. Κατάλαβε πως είχε μέσα του τον κόσμο όλο.
Στο πέταγμα και στην ανάσα του ένιωσε ενωμένους θάλασσα και ουρανό.
ιωαννης & κοψινης
Προσωπική Μυθολογία Νο 012
Προσωπική Μυθολογία Νο 012
0 Σχόλια