Φεύγεις, φεύγεις,
νιότης καημένη,
ωσάν ρόδου περνάς
μυρωδιά,
σαν φιλί που πετά και
διαβαίνει,
σαν ελπίδ’ απ’ ανθρώπου
καρδιά.
Εμορφιά όση έχεις και
δρόσο
ευσπλαχνίας αν είχες
σταλιά,
δεν θα έφευγες γρήγορα
τόσο,
και δεν θ’ άσπριζαν
μαύρα μαλλιά!
Χαίρου, άνθρωπε, χαίρου
πριν γίνης
απ’ τα χρόνια λιθάρι
ψυχρό,
μέρα, νύκτα, στιγμή μην
αφήνης
-λίγο ύπνο, για να ’χης
καιρό…
Μη φοβήσαι, στην νιότη
σαν είσαι,
κρύο, πείνα ή πόνο
σκληρό,
τον Θεό σου αυτόν μη
φοβήσαι·
-Έναν μόνο φοβού-τον
καιρό.
Γέρος, γέρος θα γίνης·
στο χώμα
θε να σέρνεσαι, δεν θ’
αγαπάς·
το φιλί θ’ ανοστίζη το
στόμα,
θα μυρίζης λιβάνι όπου
πας.
Χαίρου, άνθρωπε, χαίρου
και πίνε
της αγάπης δροσιά και
φωτιά,
γιατί λίγα τα νιάτα σου
είναι,
κι από πάνω η κρύα
νυχτιά.
Α, θα έλθη καιρός,
συμφορά σου!
που θα ιδής σε καθρέπτη
εμπρός
άσπρη τρίχα στα μαύρα
μαλλιά σου,
πρώτο δώρο που στέλν’ ο
καιρός…
Κειν’ η τρίχα η μία, η
μόνη,
που κοιτάς με θλιμμένη ψυχή,
δυστυχή! σα βουνό σε
πλακώνει,
του σαβάνου σου είναι
αρχή!
Φεύγεις, φεύγεις,
νεότης, καημένη,
όλο φεύγεις, δεν μένεις
στιγμή,
σα νερό που στην άβυσσο
μπαίνει,
σαν αγέρι που φεύγει με
ορμή!
0 Σχόλια