Τρία μυρμήγκια
συναπαντήθηκαν πάνω στη μύτη κάποιου που ήταν ξαπλωμένος και κοιμότανε στον
ήλιο.
Κι αφού
αλληλοχαιρετίστηκαν, καθένα σύμφωνα με τα έθιμα της φυλης του, στάθηκαν να
κουβεντιάσουν.
Το πρώτο μυρμήγκι είπε:
«Αυτοί οι λόφοι κι οι
πεδιάδες είναι οι πιο γυμνόκαρπες απ' όσες έχω δει ποτές μου.
'Έψαχνα ολημερίς για
ένα - οποιοδήποτε - σποράκι και δε βρήκα τίποτα».
Κι είπε το δεύτερο
μυρμήγκι:
«Κι εγώ τα ίδια, τίποτα
δε βρήκα, κι έφαγα κάθε γωνιά και ξέφωτο.
Αυτή 'ναι θαρρώ, κείνη
που λένε οι συμπατριώτες μου: μαλακή και κινούμενη γη που σε δαύτη τίποτα δεν
ξεφυτρώνει».
Τότε, το τρίτο
μυρμήγκι, σήκωσε το κεφάλι του κι είπε:
«Φίλοι μου, στεκόμαστε
αυτή τη στιγμή πάνω στη μύτη του Υπερμύρμηγκα,
του πανίσχυρου κι
άπειρου Μυρμηγκιού, που τό στόμα του είναι τόσο μεγάλο που εμείς να μην
μπορούμε να το δούμε,
που η σκιά του ειναι τόση - σ' απεραντοσύνη -
που να μην μπορουμε να
τη σχεδιαγραφήσουμε,
που η φωνή του είναι
τόσο βροντερή που να μην μπορούμε να την ακούσουμε· κι είναι αυτός ο πανταχού
παρόντας».
'Όταν το τρίτο μυρμήγκι
μίλησε έτσι, τ' άλλα μυρμήγκια αλληλοκοιτάχτηκαν και γέλασαν.
Και την ίδια εκείνη
στιγμή ο άνθρωπος κουνήθηκε στον ύπνο του, σήκωσε το χέρι του κι έξυσε τη μύτη
του, και τα τρία μυρμήγκια γίνηκαν λιώμα.
Πηγή: gibran-khalil-gibran.blogspot.com
0 Σχόλια