Ύμνος και θρήνος για τη Κύπρο (1974). Του Γιάννη Ρίτσου.

Ύμνος και θρήνος για τη Κύπρο (1974). Του Γιάννη Ρίτσου.






Ι



Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο,

κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω.



Εσύ της θάλασσας ρυθμός, ολάνθιστο κλωνάρι,

πώς σου μαδήσαν τ’ άνθια σου διπλοί, τριπλοί βαρβάροι.



Τι Θλιβερά που σεργιανάν τριγύρω σου τα ψάρια, —

κι οι αντίχριστοι να παίζουνε την τύχη σου στα ζάρια.



Κουράγιο, μικροκόρη μας, πού μας εγίνεις μάνα,

ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.





II



Χρυσή, λιανότρεμη χορδή, στον αέρα τεντωμένη,

χαμόγελα κελάηδαγες μέσα στην οικουμένη.



Και τώρα πώς σε τύλιξαν ματόβρεχτο κουβάρι —

ή οργή μας μες στο δάκρυ μας μαχαίρι στο θηκάρι.



Κι εκείνη ή άμωμη μορφή, πού εψαλμωδούσε τ’ άγια,

χιλιάδες βόλια δέχτηκεν αντίς δάφνες και βάγια.



Κι από μακριά το πατρικό, το μέγα χέρι υψώνει

και το κατάμαυρο ψωμί της προσφυγιάς σταυρώνει.



III



Το δάκρυ κράτησέ το ορθό, κράτησε ορθό και το αίμα

μη σου θολώσει την καρδιά της αρνησιάς το ρέμα.



Τούτο το φώς δεν κρύβεται, φεγγοβολάει και δείχνει

μέσα στην πιο βαθιά νυχτιά των δολοφόνων τα ίχνη.



Τούτο το φώς δεν σώνεται, σπαθί δεν το θερίζει•

ραντίστε τούς ωραίους νεκρούς με ανθόφυλλα και ρύζι.



Κι απέ στεριώστε τη γροθιά στου κόσμου το τραπέζι•

δω πέρα ο δίκαιος θα κριθεί κι αυτός που κρυφοπαίζει.





IV

Πόσοι νεκροί, πόσοι γυμνοί, θλιμμένοι, αποδιωγμένοι,

αντάμα αντάμα πορπατάν τις νύχτες αγριεμένοι.



Αχ, οι νεκροί μας δε χωράν στο χώμα και στο κλάμα•

ψυχή Κάι σώμα βάλανε στον άγιο αγώνα τάμα.



Και κοντοστέκουν μια στιγμή, κι έτσι σκυμμένοι — δες τους —

βγάζουν με τα δαχτύλια τους τί βόλια απ’ τις πληγές τους,



Κι ορθοί ξανά και δυνατοί πατάν το θάνατο τους

και στον αγώνα ρίχνονται πιο πρώτοι κι απ’ τούς πρώτους.



V



Αρχαίο νησί και νέο νησί, νησί των μαρτυρίων,

το αιώνιο φώς σου μάτωσε στα δόντια των θηρίων.



Δώστε τον όρκο, αδέλφια μου, καταμεσής στην πλάση

τ’ άδικο πια να δικαστεί, το δίκιο να γιορτάσει.



Κι ή Δόξα, στην ολόμαυρη πού περπατούσε ράχη,

τη Λευτεριά και τη Χαρά για συντροφιά της να ‘χει.



Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνεις μάνα,

ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα.



Καρλόβασι Σάμου, 20.VIII. 74






Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια