Μεσσίες και Μεσσίες επαγγέλλονται
τον παράδεισο. Η ποίηση τους αποκρούει προχωρώντας στο δικό της δρόμο, σε ένα
ατέλειωτο ταξίδι εσωτερικής συνομιλίας και καταβύθισης. Γυμνή, θεόγυμνη πάντα,
σε έναν κόσμο χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς το χειροφίλημα, το φιλί, τον ασπασμό,
χωρίς το ενδιάμεσο κενό που σημαίνει νιώθω και γνωρίζω. Η ποίηση είναι η
σωστική μεταμέλεια αυτού του κενού, με όλα τα εμπόδια μπροστά της παράξενα
φορτισμένα από την αλήθεια.
Αντίθετα κινούμενη, εκτός
σχεδίου, αναζητεί κτερίσματα, θραύσματα. Χτυπάει κουδούνια αξημέρωτα, επισκέπτεται
σπίτια που τα στοιχειώνει η απουσία και η μνήμη, συνομιλεί με τις σκιές τους.
Ενώνει κρίκους, ηλικίες, γενιές. Αφαιρεί τις μάσκες, τα προσωπεία. Δείχνει τα
πράγματα όπως είναι. Ενίοτε καταφεύγει σε χρησμούς. Απλώνει το χέρι στο
ανέκφραστο. Ξεσηκώνει τον άγιο αντίλογο, το θεό και το δαίμονα. Ξεσηκώνει το
πλήθος με τη δύναμη της ανάγκης, με τη δύναμη της πείνας. Αναπληρώνει την
απουσία μόνο και μόνο για να την υπογραμμίσει ακόμα πιο πολύ. Γνωρίζει καλά,
πολύ καλά, πως αυτό που λείπει πάντα θα λείπει. Κάθε νύχτα προσφεύγοντας στο
θαύμα.
Η φωνή της δεν έχει να κάνει
με την ένταση της κραυγής αλλά με τη βαθιά ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, που
υπάρχει μόνο στην ελευθερία και στην αξιοπρέπεια, φωνή που δεν μπορούν να την
πνίξουν οι ευτελείς και οι διαφθορείς της κάθε είδους εξουσίας. Μέσα στη
φαινομική τάξη γίνεται λεπίδα που ανατέμνει τα πράγματα και αποδίδει τα
ευρήματά της προσπαθώντας να ανοίξει μονοπάτια, να ανασύρει τους πόθους που
ίσως θερμάνουν την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου, αναζητώντας με αγωνία την ουσία
της δημιουργίας. Δημιουργώντας, με τη στάση της, όχι οπαδούς ή πιστούς, αλλά
αιωνίως αμφισβητίες. Υπερασπίζοντας και δικαιώνοντας φτωχοδιάβολους, ανυπεράσπιστους,
ό,τι έμεινε και μένει αδικαίωτο, ανεκπλήρωτο, άστεγο, τάχα αδύνατο, αλλά τελικά
εφικτό, δυνατό και όμορφο. Πανανθρώπινο.
Σκάβοντας τα σοκάκια του
κόσμου τεμαχίζεται σε εργατικές συνοικίες, φάμπρικες και νταμάρια. Αναλώνεται
στους κοινόχρηστους χώρους της ορφάνιας κοντά σε ρημαγμένα ένστικτα και
συντρίβεται κάθε στιγμή στα φλεγόμενα πεδία βολής. Χαρακωμένη διαρκώς από
σημαίες ξυράφια κατρακυλάει με το βράχο στον ώμο της και ξανά ανηφορίζει στη
δόξα της ματαιότητας, καθ’ ότι είναι προτιμότερος αυτός ο αγώνας από το να
ζούμε ματαίως. Αφήνοντας τη ματαιότητα των ματαιοτήτων στους θεοφοβούμενους του
άλλου κόσμου.
Ακροβατώντας ασκείται.
Αθλούμενη υπαινίσσεται. Με μάτι άγρυπνο και αυτί ασκημένο στους ψιθύρους,
αφήνει περάσματα εκεί όπου όλα μπορεί να συμβούν και να ειπωθούν. Συντρίβει αλυσίδες.
Στήνει στον τοίχο του αποσπάσματος τους εκτελεστές που τρομάζουν μπροστά στην
αψηφισιά των θυμάτων. Καλώντας μας να πιστέψουμε. Να καλλιεργήσουμε την
κοινωνική συνείδηση. Φλεγόμενη μας καλεί σε περιστροφικό χορό στα σταυροδρόμια
του κόσμου, ανασαίνοντας από τις παύσεις και τα κενά που αφήνουν οι ρυθμοί της,
για να γεμίσουν οι άνθρωποι που «πάσχουν» από ζωή.
Η ελπίδα μας είναι. Η μόνη
ελπίδα μας. Σε αυτήν την πανάρχαια ασυγκράτητη πηγή θα πρέπει να επιστρέφει διαρκώς
κι αδιαλλείπτως ο άνθρωπος, αν θέλει να σωθεί από την αποκτήνωσή του. Γιατί,
πολύ απλά, μια πολιτική ιδέα χωρίς ποίηση, δεν είναι πολιτική, ούτε ιδέα. Ένα
φιλοσοφικό σύστημα χωρίς ποίηση, είναι μονάχα σύστημα. Μια οποιαδήποτε θρησκεία
χωρίς ποίηση, δεν έχει θεό.
Περιπλανώμενη, πάντα, η
«τρελή» του θεού και των ανθρώπων, κραδαίνοντας στίχους πότε σαν λουλούδια και
πότε σαν άστρα, έρχεται και φεύγει με άδεια χέρια. Τραυματική αλλά και μάχιμη,
με έναν ήλιο καρφιτσωμένο στη θέση της πληγής. Για να μας σώσει. Γιατί σώζει η
ποίηση. Ακεραιώνει. Ολοκληρώνει. Μας κάνει ατόφιους. Ολόκληρους. Όλους. Χωρίς
την παρουσία της ο βίος θεωρείται αβίωτος.
Λίγα λόγια για το Βιογραφικό του:
Ο
Δημήτρης Α. Δημητριάδης γεννήθηκε το 1955 στο Τέμενος Παρανεστίου Δράμας.
Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά κι εφημερίδες, «Ένεκεν», «Μανδραγόρας»,
«3η χιλιετία» κ.α. και έχει εκδώσει έντεκα
βιβλία.
Ποιήματά
του μεταφράστηκαν στα Γαλλικά, Ιταλικά, Πολωνικά και Αγγλικά.
Πηγή: Λογοτεχνικό περιβόλι!©
0 Σχόλια