“Άκου, παιδί μου, το παραμύθι” Tου Δημήτρη Α. Δημητριάδη.

“Άκου, παιδί μου, το παραμύθι” Tου Δημήτρη Α. Δημητριάδη.






Στο παραμύθι καταφεύγουμε ξανά και ξανά, αφού αυτό μας γοητεύει, αυτό μας ικανοποιεί για να χορτάσουμε το νου και την ψυχή μας. Ψυχαγωγεί ανέξοδα και μας φέρνει πιο κοντά στο όνειρο. Χωρίς ιδιαίτερες αναλύσεις. Είναι ό,τι ακούς, ό,τι νιώθεις. Ό,τι, σε τελική ανάλυση, έχεις ανάγκη να ακούσεις.
Δεν είναι ψέμα, ούτε αλήθεια. Είναι ό,τι νομίζεις. Ό,τι επιθυμείς για να ευφρανθείς. Να αντιληφθείς ότι τα αντίθετα και οι αντιθέσεις θα σε συνοδεύουν πάντα στη ζωή σου. Έχοντας συναπαντήματα με όλους και με όλα.
Άκου, παιδί μου, το παραμύθι. Μια φορά και έναν καιρό, όπως και τώρα, όπως και πάντα, τα ίδια συνέβαιναν και τα ίδια θα συμβαίνουν και συ θα ζεις με όλα αυτά. Με το μεγάλο δώρο που λέγεται ζωή μπορείς να πετύχεις πολλά. Το σπουδαιότερο είναι το μπορεί να δώσεις ζωή στη ζωή σου. Να ζήσεις πλούσια με ιδέες, με συναισθήματα, με πράξεις.
Πλούσιοι είναι αυτοί που επιθυμούν να τους γνωρίσεις. Έχουν πολλά να σου πουν. Είναι και αυτοί ήρωες, όπως είσαι κι εσύ, αφού ξέρεις να τους ανακαλύπτεις. Γιατί οι ήρωες δεν κάνουν παρέα με όποιους να’ναι. Διαλέγουν. Όπως κι εσύ διαλέγεις ό,τι νομίζεις ότι σου ταιριάζει.
Όμως τα παραμύθια δεν τα διαλέγεις, τα ακούς. Ό,τι επιθυμείς θα γίνεται, αν το λέει η ψυχή σου. Κι η ψυχή ακούει τα καλά και ζωντανεύει. Στα κακά μαυρίζει, στενεύει ο χώρος της. Στεναχωριέται. Στα παραμύθια μπορείς να φανερώνεις τι σε στεναχωρεί και αυτά ξέρουν να παρηγορούν. Ξέρουν να καταπραΰνουν τον πόνο, να ξαναφέρουν το χαμόγελο. Γιατί σε χρειάζονται με χαμόγελο για να τα πεις κι εσύ σε άλλους. Για να παρηγορηθούν περισσότεροι και να γίνουν πλούσιοι πιο πολλοί. Άκου, παιδί μου. Ο πλούτος δεν είναι κακό πράγμα. Να σου πω, λοιπόν, πλούτη που βρίσκεις στα παραμύθια: αγάπη για τον άνθρωπο, αγάπη για τον ουρανό με τα άστρα, τους κάμπους με τα λουλούδια, τον ήλιο, το φεγγάρι.
Μια φορά και ένα καιρό οι άνθρωποι ήθελαν να φωλιάσουν. Να προστατευτούν και να προστατεύσουν. Να αποκτήσουν το δικό τους χώρο για να βρίσκονται, να ζευγαρώνουν, να ξαποσταίνουν, να ησυχάζουν. Στις φωλιές γεννιούνται οι νέες ζωές. Στις φωλιές, τις ώρες της ησυχίας, φωλιάζουν και οι σκέψεις. Εκεί, όταν ηρεμεί ο νους, το πνεύμα πετάει σε ό,τι πιθανό και απίθανο.
Μήπως τα παραμύθια είναι η ανθρώπινη φωλιά μας; Μήπως είναι φωλιές που φτιάχτηκαν με ό,τι εύκολο, δοκιμασμένο και σίγουρο διαθέτουμε; Τα φτιάξαμε με ασφαλή υλικά, με τις γνώσεις μας. Να μεγαλώσουμε με θαλπωρή τις νέες γενιές. Να βρούμε χώρο για ώρες γλυκές. Να νιώσουμε το μεγαλείο της ζωής και να το μοιραστούμε. Να παρατηρήσουμε με ασφάλεια και να ετοιμαστούμε για νέα πετάγματα.
Άκου, παιδί μου, το παραμύθι. Ό,τι γεννάει η ψυχή δεν μπορεί κανείς να το υποτάξει και η ψυχή συνεχώς γεννά. Ό,τι έχει γεννηθεί εκεί έχει πολλούς γονείς, προαιώνιους, μα και σημερινούς. Πολλοί είναι αυτοί που θα το πάρουν αγκαλιά για να το αναθρέψουν και να το ταξιδέψουν. Να το δώσουν σε άλλες ζωές. Ο παραμυθάς το γνωρίζει ζωντανεύοντας την κάθε στιγμή. Με πόνο ψυχής θα συμπαρασταθεί στους μεγάλους αδικημένους. Με μεγαλείο ψυχής θα δώσει τη δεύτερη ευκαιρία στους αδικήσαντες. Γιατί άνθρωποι απαίδευτοι, δίχως αγωγή, έκαναν επάγγελμα να ζουν σε βάρος των άλλων και μάλιστα από θέση ισχύος. Γιατί διεφθαρμένοι και δολοπλόκοι μας κυβερνούν, με αλαζονεία και έπαρση. Το παραμύθι τους δεν είναι του λαού. Είναι ότι απαξιώνει το παραμύθι, για να το θεωρήσουμε, τελικά, κάτι το παιδιάστικο, το ανώφελο.
Όμως, παιδί μου, ήρθε η ώρα να ξαναμυηθούμε στη σοφία των αιώνων με το λόγο του. Ήρθε η ώρα να ανταμώσουμε στην καθαρότητά του, για να ανταμωθούμε σε κάποιο δρόμο με στίχους και ρήσεις ποιητών. Σα να’ρθε η ώρα τα παιδιά όλου του κόσμου να μάθουν γράμματα και μεις να μάθουμε για τις νεραντζιές και τις λεμονιές από την ποίηση.
Γι’ αυτό και μεις, οι πολλοί, οι ανώνυμοι, τα παιδιά, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, θα βρούμε ένα σπίτι παραμυθένιο, γεμάτο ποίηση, για να συνεχίσουμε να λεγόμαστε άνθρωποι. Για να μη φοβόμαστε «το χάλκεον χέρι του φόβου» που τρομοκρατεί και νεκρώνει ζωές και δεν έχει καμιά παραμυθία να προσφέρει.




Μικρό βιογραφικό του Δημήτρη Α. Δημητριάδη:
Ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης γεννήθηκε το 1955 στο Τέμενος Παρανεστίου Δράμας. Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά κι εφημερίδες, «Ένεκεν», «Μανδραγόρας», «3η χιλιετία» κ.α. και έχει εκδώσει έντεκα βιβλία. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Γαλλικά, Ιταλικά, Πολωνικά και Αγγλικά.






Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια