Γλυκό που είναι το
σκοτάδι στις εικόνες των προγόνων
άμωμα χέρια μεταληπτικά
ρούχα που τ’ άδραξεν η
γαλήνη και δεν γνωρίζουν άνεμο
βαθιά το ελέησον απ’
τους άυλους βράχους
τα μάτια σαν καρποί
ευωδάτοι.
Κι ο ψάλτης ολόσωμος
ανεβαίνει στο πλατάνι της φωνής
καημένε κόσμε
θυμίαμα η γαλάζια οσμή
κι ο καπνός ασημένιος,
κερί να στάζει ολοένα
στα παιδόπουλα
καημένε κόσμε
σα βγαίνουν —ω χαρά
πρώτη— με το Ευαγγέλιο και με τις λαμπάδες
κ’ ύστερα η μεγάλη χαρά
να συντροφεύουν τ’ Άγια.
Ο παπα-Γιάννης
τυλιγμένος τ’ άσπρο του φελόνι
καλός πατέρας και καλός
παππούς με το σιρόκο στη γενειάδα
χρόνια αιώνες χρόνια
και νιάτα που ‘χει η ομορφιά.
(Πηγή: Νίκος Καρούζος,
Τα Ποιήματα, τόμ. Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1995
(2η έκδ.), σ. 176)
(2η έκδ.), σ. 176)
0 Σχόλια