Μέσα από το παλιό
σακάκι ξεπρόβαλε ένα θλιμμένο ύφος, σχεδόν τσακισμένο στο χρόνο. Η απογοήτευση
έδενε πάνω του και έκανε τα πράγματα χειρότερα. Δεν θα πάμε σε εκείνο το πάρτυ
της φίλης σου, έβγαλε από μέσα του μια φωνή σαν ανάσα ο Θανάσης. Η Μαρίκα τον κοίταξε
απορημένη. {Μπορεί να είμαστε φτωχοί αλλά όχι και να κρυβόμαστε, έχουμε
ευγένεια και αξιοπρέπεια τέτοια που μπορούμε να σταθούμε άνετα δίπλα τους.
}Καλά, ας πάμε, μουρμούρισε λες και πνιγόταν. Ακολούθησε σαν να πήγαινε σε
θυσία και όχι σε διασκέδαση. Η Έλεν τους περίμενε όλο αγάπη, προδόθηκαν οι
διαπιστώσεις του με το άνοιγμα της πόρτας. Δεν ήταν τίποτα έτσι όπως το γέννησε
το μυαλό του. Κάθησε μαζεμένος σε μια γωνιά τραβώντας κάθε σταγόνα από το
μαρτίνι που ξεχείλιζε στο ποτήρι του. Έβλεπε το μεγάλο σαλόνι, τους πίνακες, τα
χαλιά, όλα όσα μπορούσε να διακρίνει καλά. Παλαιό σπίτι, αλλά πρόσφατα
ανακαινισμένο, όμορφο. Του άρεσε παρά την αντίθεσή του στην επίσκεψη. Όμως και
πάλι η φτώχεια τον έτρωγε μέσα του. Δεν ζήλευε, αλλά ένιωθε ξένος σε συνήθειες και
πράγματα εκεί μέσα. Η Μαρίκα αντίθετα ήταν παρών σε όλες τις συζητήσεις και με
το χαμόγελό της έδινε χαρά. Καταλάβαινε ότι η Έλενα έκανε προσπάθειες να κάνει
μια άλλη αρχή από τη στιγμή που έχασε τον άντρα της στην ανακαίνιση αυτή. Όμως
το δικό του παλάτι ήταν πάντα τα λίγα τετραγωνικά και μια ζεστή καρδιά.
Δάκρυσε, μόνος του εκεί που του ήρθε ένα χαμόγελο. Ζήτησε συγγνώμη για τη σκηνή
στο σπίτι και την αγκάλιασε. Ήταν ο κόσμος του και τίποτα δεν το σταματούσε,
ούτε η Έλενα, ούτε όσοι πέρασαν εκείνο το βράδυ από εκεί. Και του χρόνου αγάπη
μου, της είπε.
0 Σχόλια